Ιστορικά
Το Μέγαρο Σταθάτου, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής της Αθήνας, είναι έργο του Σάξονα αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ, στον οποίο οφείλονται πολλά από τα κτίρια της μετεπαναστατικής Ελλάδας, στο τέλος του 19ου αιώνα. Χτίστηκε το 1895 ως κατοικία του Αθηναϊκού ζεύγους Όθωνος και Αθηνάς Σταθάτου, στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Ηροδότου. Η οικία κληροδοτήθηκε από την οικογένεια Σταθάτου στο ελληνικό κράτος και κατά διαστήματα χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει διάφορες υπηρεσίες. Από το 1991 έχει ενοικιαστεί στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης για να στεγάζει περιοδικές εκθέσεις.
Γενικά για το κτίριο
Το κτίριο αποτελείται από δύο πτέρυγες, οι οποίες αναπτύσσονται κατά μήκος των δύο δρόμων που ορίζουν το γωνιακό οικόπεδο. Συναντώνται κατά οξεία γωνία, και στο σημείο συνάντησής τους διαμορφώνεται το πρόπυλο του κτιρίου. Όπως και στα περισσότερα νεοκλασικά κτίρια, γίνεται φανερή η πρόθεση για συμμετρική σύνθεση, με τις δύο πτέρυγες να παρατίθενται κατοπτρικά η μία ως προς την άλλη, στον άξονα που ορίζει το πρόπυλο με το αίθριο. Ωστόσο, παράγοντες όπως η ανάγκη να ακολουθηθεί η οικοδομική γραμμή του περιβάλλοντα αστικού χώρου και η λειτουργικότερη διαμόρφωση του εσωτερικού οδήγησαν σε μια λιγότερο συμμετρική διάταξη. Οι δύο κύριοι όγκοι του κτιρίου δεν είναι πανομοιότυποι, και η σύνδεσή τους με το πρόπυλο έγινε πλέον πιο χαλαρή. Παρά ταύτα το συνθετικό αποτέλεσμα παραμένει συνεπές προς τις αρχικές προθέσεις και ιδιαίτερα αρμονικό.
Το Μέγαρο Σταθάτου κτίστηκε σε μία περίοδο που στην αθηναϊκή αρχιτεκτονική κυριαρχούσε το κίνημα του νεοκλασικισμού. Όντως, στοιχεία όπως η διάθεση για συμμετρία, οι αρμονικές γεωμετρικές χαράξεις, η τριπλή διάρθρωση των όψεων με βάση κορμό και στέψη, όπως και η προσεκτική χρήση στοιχείων των αρχαιοελληνικών και ρωμαϊκών ρυθμών θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν το κτίριο νεοκλασικό. Ωστόσο, η πιο ελεύθερη αντιμετώπιση των ρυθμών (τοσκανο-δωρικοί κίονες με ιωνικό θριγκό για παράδειγμα) και το χαρακτηριστικό πρόπυλο συμβάλλουν στο να κατατάξει κανείς το κτίριο σε αυτά του εκλεκτικιστικού κινήματος.
Το πρόπυλο
Το πρόπυλο του Μεγάρου Σταθάτου παρουσιάζει ειδικό ενδιαφέρον. Η μορφή του το καθιστά αυτόνομο στοιχείο στο χώρο, και ο συνθετικός του ρόλος είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς αποτελεί το στοιχείο εκείνο που ενοποιεί το κτίριο και του δίνει σαφή προσανατολισμό με τον άξονα που ορίζει.
Ως προς την κάτοψή του, το πρόπυλο, είναι ένα μικτόγραμμο τετράπλευρο που αποτελείται από δύο ημικυκλικά τμήματα «προσκολλημένα» σε ένα παραλληλόγραμμο, των οποίων η διάμετρος ισούται με την μεγάλη πλευρά του παραλληλογράμμου. Τέσσερις κίονες τοσκανοδωρικού ρυθμού και τέσσερις σύνθετοι στηρίζουν θολωτή κατασκευή που αποτελεί την στέγαση του πρόπυλου και καταλήγει σε οριζόντιο δώμα. Για τον τονισμό του κύριου άξονα κίνησης χρησιμοποιούνται και οι δύο κορινθιακού ρυθμού κίονες μεγαλύτερου μεγέθους, που πλαισιώνουν την είσοδο και δεν επιτελούν στατικό ρόλο. Σε όψη, οι οκτώ κίονες (σύνθετοι και μη) στηρίζουν τοξοστοιχία με υπερκείμενο καμπυλωμένο ιωνικό θριγκό.
Γλυπτικός διάκοσμος παρουσιάζεται στα πλευρικά τρίγωνα των τόξων, καθώς και στη ζωφόρο, με τη μορφή φυτικών μοτίβων. Οι σύνθετοι κίονες αποτελούνται από δύο τοσκανοδωρικού ρυθμού κίονες προσκολλημένους αμφίπλευρα σε παραστάδα. Στην κάτοψη ορίζουν τις τέσσερις γωνίες του παραλληλόγραμμου, που μαζί με τα δυο ημικύκλια σχηματίζει την κάτοψη. Οι τέσσερις τοσκανοδωρικοί απλοί κίονες είναι τοποθετημένοι ακτινικά στα ημικύκλια, από δύο στο καθένα. Είναι τοποθετημένοι στις γωνίες νοητού κανονικού εξαγώνου, του οποίου τα δυο μισά έχουν απομακρυνθεί μεταξύ τους και εγγράφονται πλέον στα δυο ημικύκλια. Σε ότι αφορά τους σύνθετους διπλούς κίονες, το ένα μέρος τους ακολουθεί την χάραξη των ημικυκλίων, ενώ το άλλο βρίσκεται στις στενές πλευρές του παραλληλογράμμου. Έτσι οι σύνθετοι κίονες δεν είναι συμμετρικοί ως προς έναν άξονα σε κάτοψη, αλλά παρουσιάζουν εκκεντρότητα.
Η τοξωτή διαμόρφωση της οροφής του πρόπυλου προκύπτει από την αλληλοτομία έξι μικρών κυλίνδρων και ενός μεγαλύτερου με το στερεό που δημιουργείται από τον εξελκυσμό του σύνθετου σχήματος της κάτοψης. Οι κύλινδροι αντιστοιχούν στα τόξα μετώπου που υποβαστάζουν οι κίονες, με τα δύο τόξα που βρίσκονται στις στενές πλευρές του παραλληλογράμμου να είναι μεγαλύτερα. Εσωτερικά οι γενέτειρες των θολίσκων που δημιουργούνται δεν παραμένουν οριζόντιες, αλλά καμπυλώνονται για να δημιουργήσουν μεγαλύτερο ύψος στο εσωτερικό. Η γεωμετρία της κατασκευής είναι αρκετά περίπλοκη, με τις γενέτειρες των θολίσκων όπως και τα τόξα μετώπου να αποτελούν εν τέλει καμπύλες τέταρτου βαθμού, οι οποίες παρουσιάζουν και σημεία καμπής.
Η πρόσβαση, τέλος, στο πρόπυλο γίνεται μέσω μνημειακής κλίμακας, με ανήσυχο καμπύλο σχήμα που θυμίζει έντονα αντίστοιχες κλίμακες του μπαρόκ. Η σκάλα αυξάνει το πλάτος της όσο την κατεβαίνει κανείς, με τον βαθμιδοφόρο να καμπυλώνεται και τα τελευταία σκαλοπάτια να περιελίσσονται γύρω από το κυλινδρικό βάθρο στο τέλος του βαθμιδοφόρου δημιουργώντας σπείρα. Από το έβδομο σκαλοπάτι και κάτω, τα σκαλοπάτια αρχίζουν να καμπυλώνονται και σε κάτοψη, μέχρι να καταλήξουν στα τρία τελευταία με την ελεύθερη σπειροειδή απόληξη που αναφέρθηκε.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου