Η παλιά πόλη του Ντουμπρόβνικ
Μεταξύ Νοεμβρίου 1991 και Μαίου 1992, ο γιουγκοσλαβικός στρατός υπέβαλε την πόλη του Ντουμπρόβνικ σε έναν ανιλεή βομβαρδισμό, μειώνοντας την αντοχή του πληθυσμού στα έσχατα όρια του και προκαλώντας ζημιές περίπου στο 70% των κτιρίων του ιστορικού κέντρου του. Σήμερα το Ντουμπρόβνικ έχει διατηρήσει τα σημάδια εκείνης της τρομερής πολιορκίας, όμως χάρη σε ένα πρόγραμμα αποκατάστασης ευρείας κλίμακας που συντόνισε η ΟΥΝΕΣΚΟ, οι τοίχοι, οι ναοί και τα κτίριά του από ασβεστόλιθο έχουν επανέλθει στην προηγούμενη λαμπρότητά τους.
Κατά την έναρξη του πολέμου που οδήγησε στη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας, οι Κροάτες, υποτιμώντας τη συμβολική αξία του "Μαργαριταριού της Δαλματίας", δεν θεώρησαν ότι το Ντουμπρόβνικ θα γινόταν θέατρο του πολέμου. Στη διάρκεια της ιστορίας της, η πόλη ξεχώρισε τον εαυτό της σαν πρότυπο ελευθερίας, ανεξαρτησίας και αστικής ανοχής και ποτέ δεν υποχρεώθηκε να καταφύγει στα όπλα.
Το Ντουμπρόβνικ, ποι ιδρύθηκε σε ένα μικρό νησάκι το 614 με την ονομασία Λους, μετονομάστηκε σε Ραγκούζα από τους λαούς που έφτασαν από την γειτονική Επίδαυρο (σύγχρονη Καφτάτ) διαφεύγοντας από τις επιδρομές και τις λεηλασίες των Σλάβων και των Αβάρων. Η νέα πόλη απέκτησε σύντομα σταθερά αμυντικά τείχη.
Από τον 7ο μέχρι τον 12ο αιώνα απολάμβανε της προστασίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και έγινε σημαντικό εμπορικό κέντρο στην ανατολική Μεσόγειο. Μέχρι το 1205 βρισκόταν σε ειρηνική συνύπαρξη με τον παρακείμενο σλαβικό καταυλισμό στην ενδοχώρα από τον οποίο έλαβε την οναμασία Ντουμπρόβνικ (από το ντουμπράβα που σημαίνει αριός, αδίλακας, ένα δέντρο που καλύπτει τους γύρω λόφους), όμως την ίδια χρονιά κατακτήθηκε από τη Βενετία. Παρά ταύτα, υπό τη διακυβέρνηση της Γαληνοτάτης συνέχισε να ασκεί το εμπόριό του χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις.
Ανεξάρτητη για μια ακόμη φορά το 1358, ενήμερη όμως ότι δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της από μελλοντικές επιθέσεις, η πόλη ζήτησε την προστασία των βασιλέων της Κροατίας και της Ουγγαρίας με ανταπόδοση ετήσιου φόρου. Ελεύθερη, συνεπώς, να συγκεντρωθεί στις υποθέσεις της, η Ρεμπούμπλικα Ραγκουζίνα εξασφάλισε το μονοπώλιο της εμπορίας του αλατιού στα Βαλκάνια και πέρασε από μακρά περίοδο δόξας. Παρά τον σεισμό του 1667 που τη συγκλόνισε και την κατεδάφισε συθέμελα σκοτώνοντας 5.000 ανθρώπους, συνέχισε να ευημερεί σε τέτοιο βαθμό ώστε κατά τον 17ο αιώνα είχε προξένους σε 80 χώρες. Επί πλέον, θεωρούσε τη διπλωματία τόση σημαντική ώστε να καταστεί η πρώτη ευρωπαική χώρα που αναγνώρισε τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Το τέλος της ανεξαρτησίας της πόλης έφτασε το 1806 όταν ο Ναπολέων ενσωμάτωσε το Ντουμπρόβνικ στις Ιλλυρικές Επαρχίες.
Η επιτυχία του Ντουμπρόβνικ αντανακλάται στην αρχιτεκτονική του και στον σχεδιασμό της πόλεως. Τα τείχη του - που έφταναν σε ύψος τα 25 και σε ορισμένα σημεία είχαν πάχος 6 μέτρα - ήταν ενισχυμένα με γοτθικούς πύργους και ημικυκλικές επάλξεις σε αναγεννησιακό ρυθμό. Τα σημαντικά θρησκευτικά και δημόσια κτίρια της πόλης, όταν κανείς την προσεγγίσει από τη θάλασσα, φαίνονται σαν διάδημα που υψώνεται πάνω από το νερό. Ο κύριος δρόμος της πόλης είναι η Στραντούν, ο φαρδύς λιθόστρωτος δρόμος που ακολουθεί τη γραμμή του καναλιού, το οποίο χώριζε το νησί από την ενδοχώρα κατά τους αρχαίους χρόνους. Η Στραντούν περιστοιχίζεται με κτίρια μπαρόκ που κατασκευάστηκαν μετά τον σεισμό και οδηγεί στο ανάκτορο Σπόνζα του 16ου αιώνα που έχει χτιστεί σε μια αρμονική ανάμιξη γοτθικού και αναγεννησιακού ρυθμού και το οποίο κάποτε αποτελούσε έδρα του τελωνείου και του νομισματοκοπείου.
Μπροστά από το ανάκτορο βρίσκεται ο ναός του Σαν Μπιάτζο. Το σημερικό κτίριο χρονολογείται από το πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα και έχει κομψή μπαρόκ πρόσοψη και πλούσια διακοσμημένο εσωτερικό με αγάλματα και επιχρυσώσεις. Ο καθεδρικός ναός της Σάντα Μαρία Ματζόρε είναι επίσης μπαρόκ και ολοκληρώθηκε το 1713 στα ερείπια ενός ρωμανικού ναού που φαίνεται ότι είχε κατασκευαστεί χάρη στη γενναιοδωρία του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, τα πλοία του οποίου είχαν βρει καταφύγιο στο λιμάνι μετά από μια καταιγίδα.
Ανάμεσα στα άλλα μνημεία υπάρχει η φραγκισκανική μονή Μάλα Μπράκα με έναν ναό σε ρυθμό μπαρόκ και μια κομψή μονή του 14 αιώνα που περιβάλλεται από 60 λεπτούς δίδυμους κίονες, έκαστος των οποίων διέθετε μοναδικά κιονόκρανα που σηματοδοτούν τη μετάβαση από τον ρωμανικό στον γοτθικό αρχιτεκτονικό ρυθμό. Το 1317 ιδρύθηκε εκεί η παλαιότερη γνωστή δημόσια φαρμακευτική εταιρία της Ευρώπης. Τέλος, το Ανάκτορο των Ηγεμόνων που ξεκίνησε το 1460 αποτελεί επίσης ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα. Το εξωτερικό είναι διακοσμημένο με προπύλαια με περίτεχνα γλυπτά κιονόκρανα, ενώ η είσοδος σε αναγεννησιακό ρυθμό οδηγεί μέσα στις αίθουσες του μουσείου της πόλης. Την εποχή της δημοκρατίας χρησίμευε για κατοικία του ευγενή που εκλεγόταν κάθε μήνα για να εκφράζει, αν και μόνο ονομαστικά, τη διοικητική εξουσία. Στην πραγματικότητα η τιμητική αυτή εξουσία εφαρμοζόταν με ένα σημαντικό μειονέκτημα:έναν πολλά υποσχόμενο για το μέλλον απομονωτισμό. Ο εν λόγω ευγενής δεν επιτρεπόταν να εγκαταλείψει το ανάκτορο χωρίς τη συγκατάθεση των εκλεκτόρων του. Ίσως αυτό το παράξενο έθιμο της "έγκλειστης" εξουσίας ήταν το θεμέλιο της φιλελεύθερης παράδοσης αυτής της αρχαίας παράκτιας χώρας.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "UNESCO - ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ"
Κατά την έναρξη του πολέμου που οδήγησε στη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας, οι Κροάτες, υποτιμώντας τη συμβολική αξία του "Μαργαριταριού της Δαλματίας", δεν θεώρησαν ότι το Ντουμπρόβνικ θα γινόταν θέατρο του πολέμου. Στη διάρκεια της ιστορίας της, η πόλη ξεχώρισε τον εαυτό της σαν πρότυπο ελευθερίας, ανεξαρτησίας και αστικής ανοχής και ποτέ δεν υποχρεώθηκε να καταφύγει στα όπλα.
Το Ντουμπρόβνικ, ποι ιδρύθηκε σε ένα μικρό νησάκι το 614 με την ονομασία Λους, μετονομάστηκε σε Ραγκούζα από τους λαούς που έφτασαν από την γειτονική Επίδαυρο (σύγχρονη Καφτάτ) διαφεύγοντας από τις επιδρομές και τις λεηλασίες των Σλάβων και των Αβάρων. Η νέα πόλη απέκτησε σύντομα σταθερά αμυντικά τείχη.
Από τον 7ο μέχρι τον 12ο αιώνα απολάμβανε της προστασίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και έγινε σημαντικό εμπορικό κέντρο στην ανατολική Μεσόγειο. Μέχρι το 1205 βρισκόταν σε ειρηνική συνύπαρξη με τον παρακείμενο σλαβικό καταυλισμό στην ενδοχώρα από τον οποίο έλαβε την οναμασία Ντουμπρόβνικ (από το ντουμπράβα που σημαίνει αριός, αδίλακας, ένα δέντρο που καλύπτει τους γύρω λόφους), όμως την ίδια χρονιά κατακτήθηκε από τη Βενετία. Παρά ταύτα, υπό τη διακυβέρνηση της Γαληνοτάτης συνέχισε να ασκεί το εμπόριό του χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις.
Ανεξάρτητη για μια ακόμη φορά το 1358, ενήμερη όμως ότι δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της από μελλοντικές επιθέσεις, η πόλη ζήτησε την προστασία των βασιλέων της Κροατίας και της Ουγγαρίας με ανταπόδοση ετήσιου φόρου. Ελεύθερη, συνεπώς, να συγκεντρωθεί στις υποθέσεις της, η Ρεμπούμπλικα Ραγκουζίνα εξασφάλισε το μονοπώλιο της εμπορίας του αλατιού στα Βαλκάνια και πέρασε από μακρά περίοδο δόξας. Παρά τον σεισμό του 1667 που τη συγκλόνισε και την κατεδάφισε συθέμελα σκοτώνοντας 5.000 ανθρώπους, συνέχισε να ευημερεί σε τέτοιο βαθμό ώστε κατά τον 17ο αιώνα είχε προξένους σε 80 χώρες. Επί πλέον, θεωρούσε τη διπλωματία τόση σημαντική ώστε να καταστεί η πρώτη ευρωπαική χώρα που αναγνώρισε τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Το τέλος της ανεξαρτησίας της πόλης έφτασε το 1806 όταν ο Ναπολέων ενσωμάτωσε το Ντουμπρόβνικ στις Ιλλυρικές Επαρχίες.
Η επιτυχία του Ντουμπρόβνικ αντανακλάται στην αρχιτεκτονική του και στον σχεδιασμό της πόλεως. Τα τείχη του - που έφταναν σε ύψος τα 25 και σε ορισμένα σημεία είχαν πάχος 6 μέτρα - ήταν ενισχυμένα με γοτθικούς πύργους και ημικυκλικές επάλξεις σε αναγεννησιακό ρυθμό. Τα σημαντικά θρησκευτικά και δημόσια κτίρια της πόλης, όταν κανείς την προσεγγίσει από τη θάλασσα, φαίνονται σαν διάδημα που υψώνεται πάνω από το νερό. Ο κύριος δρόμος της πόλης είναι η Στραντούν, ο φαρδύς λιθόστρωτος δρόμος που ακολουθεί τη γραμμή του καναλιού, το οποίο χώριζε το νησί από την ενδοχώρα κατά τους αρχαίους χρόνους. Η Στραντούν περιστοιχίζεται με κτίρια μπαρόκ που κατασκευάστηκαν μετά τον σεισμό και οδηγεί στο ανάκτορο Σπόνζα του 16ου αιώνα που έχει χτιστεί σε μια αρμονική ανάμιξη γοτθικού και αναγεννησιακού ρυθμού και το οποίο κάποτε αποτελούσε έδρα του τελωνείου και του νομισματοκοπείου.
Μπροστά από το ανάκτορο βρίσκεται ο ναός του Σαν Μπιάτζο. Το σημερικό κτίριο χρονολογείται από το πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα και έχει κομψή μπαρόκ πρόσοψη και πλούσια διακοσμημένο εσωτερικό με αγάλματα και επιχρυσώσεις. Ο καθεδρικός ναός της Σάντα Μαρία Ματζόρε είναι επίσης μπαρόκ και ολοκληρώθηκε το 1713 στα ερείπια ενός ρωμανικού ναού που φαίνεται ότι είχε κατασκευαστεί χάρη στη γενναιοδωρία του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, τα πλοία του οποίου είχαν βρει καταφύγιο στο λιμάνι μετά από μια καταιγίδα.
Ανάμεσα στα άλλα μνημεία υπάρχει η φραγκισκανική μονή Μάλα Μπράκα με έναν ναό σε ρυθμό μπαρόκ και μια κομψή μονή του 14 αιώνα που περιβάλλεται από 60 λεπτούς δίδυμους κίονες, έκαστος των οποίων διέθετε μοναδικά κιονόκρανα που σηματοδοτούν τη μετάβαση από τον ρωμανικό στον γοτθικό αρχιτεκτονικό ρυθμό. Το 1317 ιδρύθηκε εκεί η παλαιότερη γνωστή δημόσια φαρμακευτική εταιρία της Ευρώπης. Τέλος, το Ανάκτορο των Ηγεμόνων που ξεκίνησε το 1460 αποτελεί επίσης ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα. Το εξωτερικό είναι διακοσμημένο με προπύλαια με περίτεχνα γλυπτά κιονόκρανα, ενώ η είσοδος σε αναγεννησιακό ρυθμό οδηγεί μέσα στις αίθουσες του μουσείου της πόλης. Την εποχή της δημοκρατίας χρησίμευε για κατοικία του ευγενή που εκλεγόταν κάθε μήνα για να εκφράζει, αν και μόνο ονομαστικά, τη διοικητική εξουσία. Στην πραγματικότητα η τιμητική αυτή εξουσία εφαρμοζόταν με ένα σημαντικό μειονέκτημα:έναν πολλά υποσχόμενο για το μέλλον απομονωτισμό. Ο εν λόγω ευγενής δεν επιτρεπόταν να εγκαταλείψει το ανάκτορο χωρίς τη συγκατάθεση των εκλεκτόρων του. Ίσως αυτό το παράξενο έθιμο της "έγκλειστης" εξουσίας ήταν το θεμέλιο της φιλελεύθερης παράδοσης αυτής της αρχαίας παράκτιας χώρας.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "UNESCO - ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου