Πάρκο Γκουέλ, ανάκτορο Γκουέλ και οικία Μιλά (Ισπανία)
Καθώς πλησίαζε ο χειμώνας, ο Εουσέμπι Γκουέλ Μπατσιγκαλούπι, ένας πλούσιος εργοστασιάρχης υφασμάτων, κυνηγός και λάτρης του Βάγκνερ, κατευθύνθηκε προς το Πασέιγ ντε Γκράτσια στη Βαρκελώνη για να αγοράσει ένα ζευγάρι γάντια. Όταν έφτασε στο κατάστημα έμεινε εντυπωσιασμένος από την ελκυστική βιτρίνα. Μπήκε και ρώτησε ποιος ήταν ο υπεύθυνος γι’ αυτή την εντυπωσιακή βιτρίνα. Ο Εουσέμπι Γκουέλ, φυσικά, ξέχασε να αγοράσει τα γάντια του, όμως έκανε μια πολύ πιο σημαντική αγορά που επρόκειτο να αλλάξει τον ρου στην ιστορία της αρχιτεκτονικής. Αυτός που είχε διακοσμήσει τη βιτρίνα είχε αποφοιτήσει προσφάτως από το πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Καταγόταν από το Ρέους κοντά στην Ταραγόνα και ονομαζόταν Άντονι Γκαουντί Κορνέτ. Έτσι άρχισε μια σχέση μεταξύ του προστάτη και του καλλιτέχνη που επρόκειτο να αποδειχθεί μια από τις πιο δημιουργικά πετυχημένες σχέσεις στην ιστορία.
Μετά από μερικές μικρότερες παραγγελίες, ο Γκουέλ ζήτησε το 1886 από τον Γκαουντί να του σχεδιάσει ένα σπίτι σε ένα μικρό οικόπεδο στο κέντρο της πόλης, στην Κάλε Νου ντε λα Ράμπλα. Μόλις 34 ετών, ο αρχιτέκτων κατασκεύασε για τον μέντορά του το πρώτο του αριστούργημα. Η καρδιά του Παλάου Γκουέλ είναι η κεντρική αίθουσα υποδοχής που διαθέτει 3 ορόφους. Στην κορυφή περιβάλλεται από θόλο εμπνευσμένο από την αραβική αρχιτεκτονική, με μικρά ανοίγματα για να δίνουν την εντύπωση νυχτερινού ουρανού. Ενθουσιασμένος ο Γκαουντί φρόντισε κάθε λεπτομέρεια του σχεδίου. Έφτιαξε τις λάμπες, τα κιγκλιδώματα και τις θύρες λυγίζοντας σφυρήλατο σίδηρο σε απίθανα σχήματα, σχεδίασε τα έπιπλα και δημιούργησε μια οροφή πάνω στην οποία παραμυθένιες καπνοδόχοι καλύπτονταν με κομμάτια από κεραμικά που ξεπρόβαλαν σαν μανιτάρια.
Το φανταστικό σχέδιο συζητήθηκε σε ολόκληρη τη Βαρκελώνη και ο Γκαουντί έκανε θριαμβευτικά την είσοδό του στα πιο σπουδαία σαλόνια, δεχόμενος συγχαρητήρια και παραγγελίες. Με την πάροδο του χρόνου τελειοποίησε τον ρυθμό του και στη διάρκεια αυτής της περιόδου ξεκίνησε το πιο σημαντικό έργο του, τη Σαγράντα Φαμίλια, η οποία 100 χρόνια αργότερα δεν είχε ολοκληρωθεί. Το 1900 ο Γκουέλ επιφόρτισε για μια ακόμη φορά τον Γκαουντί με αυτό που επρόκειτο να γίνει το πιο πρωτότυπο έργο του.
Η πρόθεση του πελάτη ήταν το πάρκο Γκουέλ να γίνει ένα τεράστιο πάρκο της γειτονιάς σε μια απομονωμένη περιοχή πάνω σε έναν λόφο που δέσποζε στη Βαρκελώνη. Η τοποθεσία θα είχε 60 αγροτεμάχια, στο κάθε ένα από τα οποία επρόκειτο να κατασκευαστεί ένα μόνο σπίτι για μια οικογένεια. Οι βίλες στην πραγματικότητα δεν κατασκευάστηκαν ποτέ, όμως ο Γκαουντί σχεδίασε λεπτομερώς τους δρόμους που αποτελούνταν από 5 στοιχεία: έναν κύριο δρόμο, μια λεωφόρο, μια πλατεία, δρόμους για οχήματα και μονοπάτια για πεζούς. Στην είσοδο κατασκευάστηκε ένα είδος ελληνικού ιερού με δωρικούς κίονες και κεραμικές ροζέτες που κρέμονταν από την οροφή. Ολόκληρο το πάρκο κατοικείται από φανταστικά πλάσματα και ζωηρά χρώματα επειδή ο Γκαουντί κάλυψε τα πάντα με μικρά κομμάτια κεραμικά, απορρίμματα από ένα εργοστάσιο κεραμικών. Τον ρυθμό εκπροσωπούσαν καλύτερα τα κυματοειδή κιγκλιδώματα και οι πάγκοι που περιέκλειαν το μεγάλο πανοραμικό κεκλιμένο επίπεδο.
Το 1906, ο Πέρε Μιλά Καμπς, ένας άλλος επιτυχημένος Καταλανός επιχειρηματίας παράγγειλε στον Γκαουντί την κατασκευή ενός συγκροτήματος διαμερισμάτων σε αγροτεμάχιο έκτασης 1.000 και πλέον τετραγωνικών μέτρων στη γωνία Πασέιγ ντε Γκράσια και Κάλε Προβέντσα. Εδώ ο λαμπρός αρχιτέκτων άφησε τη φαντασία του να καλπάσει: η κατοικία που κατασκεύασε ήταν από πέτρα σκαλισμένη σε κυματοειδή σχήματα που φαίνονται να διαστέλλονται και να συστέλλονται σαν να είναι ζωντανά. Η ογκώδης κατασκευή είναι φτιαγμένη από δοκούς σφυρήλατου σίδηρου και θόλους που στηρίζονται σε επιστύλια από τούβλα και μέταλλο. Η κατασκευή της προσόψεως είχε κάτι τελετουργικό. Ο Γκαουντί επεξεργάστηκε τραχιά τμήματα, κατόπιν τα κομμάτια από πέτρα μεταφέρθηκαν στον χώρο του σπιτιού για να κοπούν, να λάβουν το σχήμα τους και να τοποθετηθούν στη θέση τους. Στο σημείο αυτό θα τροποποιούσε στις καμπύλες και τα σχήματα σύμφωνα με τις απόψεις του. Στους περαστικούς ο δρόμος έμοιαζε όλο και περισσότερο με λατομείο, «λα Πεδρέρα», ονομασία με την οποία πάντοτε ήταν γνωστή στη Βαρκελώνη η Κάσα Μιλά. Το τελικό αποτέλεσμα ήρθε με την προσθήκη της οροφής στην οποία οι καμινάδες είχαν τη μορφή μασκοφόρων πολεμιστών.
Λόγω των καθυστερήσεων που οφείλονταν στην πολυτέλεια που ήθελε να προσδώσει ο αρχιτέκτων, η κατασκευή διήρκησε 4 χρόνια. Όταν ολοκληρώθηκε, ο ενθουσιασμένος πελάτης Πέρε Μιλά μετακόμισε στον πρώτο όροφο του κτιρίου. Η σύζυγός του, σενιόρα Ροσάριο, δεν εκτίμησε την ανατρεπτική φαντασία του Γκαουντί, όμως δεν το έδειξε. Η Κάσα Μιλά ήταν το τελευταίο δημόσιο κτίριο του Γκαουντί, δεδομένου ότι από την εποχή αυτή μέχρι το θάνατό του, το 1926, δεν καταπιάστηκε με τίποτα άλλο εκτός από τη Σαγράντα Φαμίλια. Μετά τον θάνατό του, η σενιόρα Ροσάριο εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και μετέτρεψε ολόκληρο τον πρώτο όροφο της Πεδρέρα σε ένα κομψό αλλά συνηθισμένο διαμέρισμα σε ρυθμό Λουδοβίκου ΙΣΤ΄.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου