Ο πλέον γνωστός από τους μη Γερμανούς εθελοντές των SS υπήρξε πετυχημένος πολιτικός και επιχειρηματίας τόσο πριν, όσο και μετά το πόλεμο και αμετανόητος ναζί μέχρι το τέλος της ζωής του. Κατά τη διάρκεια του πολέμου διακρίθηκε στο ανατολικό μέτωπο όπου πολέμησε με τη μεραρχία εθελοντών «Βίκινγκ» εντεταγμένος στη Βαλλονική Λεγεώνα και στο τέλος έγινε διοικητής των Βαλλόνων μαχητών. Γεννήθηκε στη Μπουγιόν στις Βελγικές Αρδέννες στις 15 Ιουνίου 1906 και ανήκε στη μεσοαστική τάξη, αφού ο πατέρας του ήταν πλούσιος ιδιοκτήτης ζυθοποιείου. Ήταν χαρισματικός ηγέτης, δεινός ρήτορας, ευγενικός κι όμορφος και χρησιμοποιήθηκε πολύ από τη γερμανική προπαγάνδα, αφού κατάφερε από απλός στρατιώτης να γίνει συνταγματάρχης στο τέλος του πολέμου. Με εξαιρετική μόρφωση αφού αποφοίτησε από τη Νομική και μάλιστα επιχείρησε να πάρει διδακτορικό, προτίμησε αντί να δικηγορήσει, να γίνει πολιτικός και δημοσιογράφος. Στην αρχή ενετάχθη στο καθολικό κόμμα, όπου ανέπτυσσε ακραίες θέσεις. Αυτές τις γνωστοποιούσε μέσα κι από έντυπα (βιβλία, περιοδικά, φυλλάδια) στα οποία στην αρχή απλά αρθρογραφούσε κι αργότερα τα εξέδιδε από τον μικρό εκδοτικό οίκο «Christus Rex» (Ο Χριστός Βασιλεύς). Πίστευε ότι ο κοινοβουλευτισμός ήταν συνώνυμος της διαφθοράς και σ΄ αυτόν οφειλόταν τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα του Βελγίου και κυρίως της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Βαλλονίας. Λόγω της ηγετικής του φυσιογνωμίας αλλά και του μηνύματος εναντίον της διαφθοράς προσέλκυσε αρκετούς μεσοαστούς, βετεράνους στρατιώτες του Α΄ Παγκοσμίου, ακροδεξιούς και δυσαρεστημένους καθολικούς. Στις εκλογές του 1936 με σύνθημα «ένα καθαρό Βέλγιο για καθαρούς Βέλγους» και σύμβολο του ρεξιστικού κόμματος, κέρδισε 21 από τις 202 έδρες του κοινοβουλίου και 12 της Γερουσίας, κάνοντας παραπάνω από αισθητή τη πολιτική του παρουσία. Τότε επιτέλεσε μέγα τακτικό πολιτικό λάθος και προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία μα μια «μεγαλειώδη» πορεία προς τις Βρυξέλλες στα πρότυπα της πορείας στη Ρώμη του Μουσολίνι. Επειδή η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται επακριβώς, ο Ντεγκρέλ γελοιοποιήθηκε και στις εκλογές του Απριλίου του 1937 έχασε κατά κράτος από τον καθολικό Πολ Φαν Ζίελαντ. Εκνευρισμένος κι απογοητευμένος κυρίως από τους καθολικούς του ψηφοφόρους, ο Ντεγκρέλ απέρριψε τον καθολικισμό και μετέτρεψε το κόμμα του σε φιλοναζιστικό κίνημα, απομακρύνοντας το μεγαλύτερο μέρος των λίγων ψηφοφόρων που του είχαν απομείνει πιστοί. Παρόλη τη θεαματική του πτώση, το 1939 το «ρεξιστικό» κόμμα εξέλεξε εκ νέου 4 βουλευτές και 4 γερουσιαστές. Επειδή ο Ντεγκρέλ εξέφραζε ανοικτά το θαυμασμό του για το Χίτλερ και τη Γερμανία, λίγο πριν τη γερμανική εισβολή στη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες, συνελήφθη και εστάλη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Βερνέ της νοτίου Γαλλίας όπου ο ίδιος κατήγγειλε ότι ξυλοδάρθηκε και βασανίστηκε, κάτι που είναι πολύ πιθανό αν σκεφτούμε τις γενικότερες καταστάσεις της εποχής. Μετά τη γερμανική νίκη ελευθερώθηκε και ανακοίνωσε τη πρόθεσή του να δημιουργήσει μια φιλοναζιστική κυβέρνηση στο Βέλγιο, το οποίο θα αναγεννούσε τη γερμανίζουσα «αυτοκρατορία» της Βουργουνδίας, προσαρτώντας μεγάλες εκτάσεις της Ολλανδίας και της Βόρειας Γαλλίας. Παρότι οι «ρεξιστές» του Ντεγκρέλ συνεργάστηκαν άμεσα κι απόλυτα με τις δυνάμεις κατοχής, ο Χίτλερ δεν είχε καμία πρόθεση να τους παραχωρήσει αυτοδιάθεση και αυτοκυβέρνηση. Τον Ιανουάριο του 1941 σ΄ ένα ένθερμο φιλοναζιστικό λόγο του, ο Ντεγκρέλ αναφώνησε κλείνοντας «Χάϊλ Χίτλερ» αλλά κανείς δε πίστευε ότι ο Βαλλόνος πρώην πολιτικός ηγέτης είχε πίστη στο Φύρερ. Μπορεί ο Ντεγκρέλ να διέψευσε τους αμφισβητίες του μετά, αλλά είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γερμανός ναύαρχος Ράίντερ είχε πει, αναφερόμενος στη συγκεκριμένη ομιλία, ότι ο Ντεγκρέλ ήταν ένας αναξιόπιστος τσαρλατάνος κι ο λόγος του παραπειστικός. Ο Λέον Ντεγκρέλ όμως πίστευε στον εθνικοσοσιαλισμό και το Χίτλερ έμπρακτα. Όταν η Γερμανία ζήτησε εθελοντές για να «πολεμήσουν το μπολσεβικισμό» ο Ντεγκρέλ κατατάχθηκε μαζί με άλλους 860 Βαλλόνους στις 8 Αυγούστου 1941 ως απλός στρατιώτης πεζικού στο 477ο σύνταγμα. Μέχρι το Φεβρουάριο του 1942 οι Βαλλόνοι αντιμετωπίζονταν είτε με σκεπτικισμό, είτε με τη χλεύη από τους Γερμανούς συναδέλφους τους. Στις 28 Φεβρουαρίου 1942, κοντά στο Δνειπεροπετρόφγκ και συγκεκριμένα στο χωριό Γκρομοβάγια Μπάλκα, χάνοντας το ένα τρίτο της δύναμής τους, κράτησαν μια αριθμητικά υπέρτερη σοβιετική επίθεση και κέρδισαν το σεβασμό των συμμάχων τους. Για τη δράση του αυτή ο Ντεγκρέλ, μαζί με αρκετούς από τους επιβιώσαντες Βαλλόνους, παρασημοφορήθηκε με το «σιδηρούν σταυρό» 2ης τάξης και το «μαύρο μετάλλιο τραυματιών». Τη πρωτομαγιά του 1942 ο ήδη διακριθείς στις μάχες της Προύσκαγια και του Τσερτσκώφ, Λέον Ντεγκρέλ, ονομάστηκε ανθυπολοχαγός και είκοσι μέρες αργότερα του απονεμήθη ο «σιδηρούς σταυρός 1ης τάξης». Τον Αύγουστο του 1942 τιμήθηκε με το «μετάλλιο πεζικού» και το «μετάλλιο ανατολικού μετώπου» για τις μάχες στη γραμμή Κούμπαν-Αρμιάνσκι. Προβεβλημένος στη χώρα του, τη πρωτοχρονιά του 1943 απηύθυνε διάγγελμα για την ενσωμάτωση των γαλλόφωνων Βέλγων στο Γ΄ Ράιχ διακηρύσσοντας ότι «είμαστε γερμανικό φύλλο και καλούμε τον κόσμο να ενσωματωθεί σε μια εκτεταμένη γερμανική αυτοκρατορία».Στις 15 Μαΐου 1943 προήχθη σε υπολοχαγό και την 1η Ιουνίου 1943 ενετάχθη μαζί με άλλους ρεξιστές στη περίφημη για τη δράση της, Βαλλονική Λεγεώνα, ενταγμένη στη μεραρχία των μαχίμων SS «Βίκινγκ».Δώδεκα μεραρχίες-μια εξ΄ αυτών η «Βίκινγκ» με τους Βαλλόνους του Ντεγκρέλ- θα αντιμετώπιζαν τον μεγαλύτερο όγκο του Ερυθρού Στρατού, στη προσπάθειά του να εκδιώξει τους Γερμανούς από τη δυτική όχθη του Δνείπερου. Από το Δεκέμβριο του 1943 ξεκίνησαν οι συγκλονιστικές μάχες του Δνείπερου, στις οποίες ο Ντεγκρέλ συνέχισε να μάχεται ηρωικά και παρασημοφορήθηκε με το «αργυρό μετάλλιο τραυματιών». Παρά την αυτοθυσία και τις ικανότητες των Βαλλόνων μαχητών, οι Σοβιετικοί πέτυχαν τη κυκλωτική τους ενέργεια κι έκλεισαν τους αντιπάλους τους, στο θύλακα του Τσέρκασυ-Κορσούν. Πολεμώντας στο θύλακα του Τσέρκασυ-Κορσούν στην αρχή αμύνθηκε στην ανατολική πλευρά και κατόπιν ενίσχυσε το 105ο σύνταγμα της 72ης μεραρχίας στη Νοβάγια Μπούντα. Όταν οι υπόλοιπες εγκλωβισμένες μονάδες έσπασαν τον αποκλεισμό και κινήθηκαν δυτικά, οι Βαλλόνοι έμειναν τελευταίοι και είχαν τις σημαντικότερες απώλειες ως οπισθοφυλακή. Στις 30 Ιανουαρίου 1944 ο Ντεγκρέλ προήχθη σε λοχαγό κι όταν ο διοικητής της ταξιαρχίας του, Λυσιέν Λίπερτ, σκοτώθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1944, τον αντικατέστησε επάξια. Όταν αποχώρησε και ο ίδιος με τους άντρες του από το θύλακα, με ηρωική έξοδο, είχαν απομείνει ζωντανοί μόλις 632 από τους 2.000 Βαλλόνους. Για την εκπληκτική του ηγεσία και την επική μάχη ο Λέον Ντεγκρέλ παρασημοφορήθηκε με το «σταυρό των ιπποτών» στις 20 Φεβρουαρίου 1944. Στις 19 Μαρτίου 1944 ένας ακόμα τραυματισμός του απέφερε το «χρυσό μετάλλιο τραυματιών». Τη πρωταπριλιά του 1944 οι Βαλλόνοι που επέζησαν από την ηρωική έξοδο παρέλασαν στη Σαρλερουά και στις Βρυξέλλες υπό τη παρουσία του στρατηγού των SS Ζεπ Ντίτριχ και της περίφημης μεραρχίας «Λαϊμπσταντάρτε Άντολφ Χίτλερ». Χιλιάδες κόσμου, συγγενείς ,φίλοι, ομοϊδεάτες, εξαναγκασμένοι ή απλά περίεργοι είδαν τις παρελάσεις. Στο δημαρχείο της Σαρλερουά τιμήθηκαν 150 Βαλλόνοι με μετάλλια λόγω του ηρωισμού τους στο ανατολικό μέτωπο. Μετά τη παρέλαση στην οποία ο Ντεγκρέλ είχε στο τεθωρακισμένο του όχημα και τα μικρά του παιδιά, διακήρυξε στο στάδιο των Βρυξελλών μπροστά σε 10.000 άνδρες: «Ήμασταν τάγμα και γίναμε μεραρχία!». Στις 20 Απριλίου 1944 προήχθη σε ταγματάρχη και μετατέθηκε μαζί με 440 Βαλλόνους στην Εσθονία, στη γραμμή «Τάννενμπεργκ». Εκεί πολέμησε στις μάχες του Νάρβα μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου 1944. Στις 23 Αυγούστου 1944 μια σοβιετική επίθεση εκμηδένισε τους Εσθονούς, αφήνοντας ανοικτά τα περάσματα για το Ντόρπατ. Ο Ντεγκρέλ κατόρθωσε «συμμαζεύοντας» τους λίγους Εσθονούς και τους ελάχιστους Γερμανούς να κρατήσει το μέτωπο με τους Βαλλόνους του, να μη πέσει το Ντόρπατ και να γλιτώσει από μια ακόμα περικύκλωση ο γερμανικός στρατός στο βόρειο τομέα του ανατολικού μετώπου. Στο τέλος της μάχης είχαν απομείνει λιγότεροι από 200 Βαλλόνοι ζωντανοί! Τέσσερις μέρες αργότερα ο Ντεγκρέλ γινόταν ο πρώτος ξένος εθελοντής SS –και μάλιστα «χαμηλόβαθμος»- που προσέθετε τα «φύλλα δρυός» στο «σταυρό των ιπποτών». Στις 9 Οκτωβρίου 1944 παρασημοφορήθηκε με το «χρυσό γερμανικό σταυρό» και ανασυγκρότησε τη ταξιαρχία του. Διέθετε 8.000 νέους μαχητές και ονομαζόταν «μεραρχία», παρότι παρέμεινε ταξιαρχία. Στη μεραρχία των Βαλλόνων εντάχθηκαν οι τελευταίοι Ισπανοί εθελοντές της «γαλάζιας μεραρχίας» και οι Γάλλοι μαχητές της αντί-μπολσεβίκικης λεγεώνας (VLF). Το Δεκέμβριο του 1944 κατά τη πανέξυπνη αλλά υπέρμετρα φιλόδοξη γερμανική αντεπίθεση των Αρδέννων, ο Ντεγκρέλ συμμετείχε πιστεύοντας και διαλαλώντας ότι θα γίνει «ο πρώτος Βέλγος που θα μπει ως ελευθερωτής στις Βρυξέλλες», ως επικεφαλής της «Επιτροπής για την Απελευθέρωση της Βαλλονίας», μιας επιτροπής αποτελούμενης από τον ίδιο και δυο φίλους του! Στο τέλος του 1944 και μέχρι τις 30 Ιανουαρίου 1945 «ξεκουράστηκε» αφού λειτουργούσε ως «ομιλητής» σε διαλέξεις που διοργάνωνε το υπουργείο προπαγάνδας. Ήδη από τη πρωτοχρονιά του 1945 είχε προαχθεί σε αντισυνταγματάρχη των μαχίμων SS. Μέχρι το τέλος του πολέμου διοίκησε την κατ΄ όνομα «Βαλλονική μεραρχία» των SS και μάλιστα στις 20 Απριλίου 1945 προήχθη σε συνταγματάρχη. Από τα μέσα του Απριλίου οι περισσότεροι Βαλλόνοι μαχητές είχαν σκοτωθεί κι όσοι επέζησαν από τις μάχες της κεντρικής Πομερανίας μέχρι το Στέττιν στο ποταμό Όντερ, μετέβησαν στο Λούμπεκ. Εκεί ο Ντεγκρέλ ήθελε να αμυνθεί στο Μπαντ Σέγκεμπεργκ, το οποίο όμως είχε ήδη πέσει στα χέρια των Βρετανών. Ζήτησε οδηγίες μάχης από τον Χίμλερ που του εξήγησε ότι αδιαφορεί γι΄ αυτόν και τους άνδρες του, γιατί τα πάντα είχαν τελειώσει! Τέλος η μοναδική λύση που υπήρχε για τον Ντεγκρέλ και τους Βαλλόνους, ήταν η υποχώρηση στη Κοπεγχάγη. Ο ίδιος ο Ντεγκρέλ κατάφερε να μην αιχμαλωτιστεί κι αφού πέρασε από τη Δανία και τη Νορβηγία ζήτησε άσυλο στην Ισπανία, πετώντας με το προσωπικό αεροσκάφος του υπουργού εργασίας του Γ΄ Ράιχ, Άλμπερτ Σπέερ. Το αεροσκάφος συνετρίβη στις ακτές του Σαν Σεμπαστιάν, λόγω έλλειψης καυσίμων, αλλά ο μισοπνιγμένος Ντεγκρέλ με στραμπουλιγμένο αστράγαλο και κάποια σπασμένα πλευρά, κατόρθωσε να κολυμπήσει και να συρθεί στην ακτή. Στην Ισπανία τον καλοδέχθηκε ο Φράνκο, του παρείχε άνεση και προστασία και την ισπανική υπηκοότητα από το 1954, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις της βελγικής κυβέρνησης για έκδοσή του και δίκη, για εγκλήματα πολέμου. Μάλιστα λέγεται ότι έλαβαν χώρα πάρα πολλές απόπειρες απαγωγής του από Βέλγους και Ισραηλινούς πράκτορες. Χρησιμοποίησε το νέο του ισπανικό όνομα, Λέον Χοσέ ντε Ραμίρεθ Ρέϊνα, μέχρι το θάνατό του στις 31 Μαρτίου 1994, σε νοσοκομείο της Μάλαγας. Εξέδωσε πολλά βιβλία, μεταξύ των οποίων τα ιδιαίτερα σημαντικά «Έπος: Η ιστορία των μάχιμων SS» και «Εκστρατεία στη Ρωσία: Τα μάχιμα στο ανατολικό μέτωπο» και αξιόλογα απομνημονεύματα. Δεν επέστρεψε ποτέ στο Βέλγιο, όπου είχε καταδικασθεί ερήμην σε θάνατο. Η Βελγική κυβέρνηση αρνήθηκε και τη τελευταία του επιθυμία, να μεταφερθούν οι στάχτες του σε βελγικό έδαφος. Στη δεκαετία του 1980 το γαλλόφωνο κανάλι της βελγικής τηλεόρασης ανακοίνωσε ότι θα είχε τρεις σειρές με συνέντευξη-αφιέρωμα στο Ντεγκρέλ και ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από θύματα της κατοχής, αντιστασιακούς και Φλαμανδούς εθνικιστές. Τελικά, έδωσε μια ωριαία συνέντευξη στον Μωρίς ντε Βίλντε στην οποία χαρακτήρισε βλακώδη τη κατηγορία που του αποδόθηκε ότι ήθελε να κάνει το Βέλγιο «γερμανικό προτεκτοράτο». Υποστήριξε ότι οι Βαλλόνοι και ειδικά οι 4.000 μαχητές των μάχιμων SS θα είχαν τη δικιά τους θέση στην αυτοκρατορία των «γερμανικών φυλών», στην οποία ανήκαν. Παρότι στην Ισπανία δε διώχθηκε ως εγκληματίας πολέμου, είχε μια σημαντική αντιδικία με τη Βιολέτα Φρήντμαν, μια εβραία γεννημένη στη Ρουμανία, με διαβατήριο Βενεζουέλας, η οποία είχε επιζήσει από στρατόπεδα συγκέντρωσης. Με δεδομένο ότι ο Ντεγκρέλ αμφισβητούσε το «ολοκαύτωμα», η Φρήντμαν που σε «κατώτερα» δικαστήρια έχασε την αγωγή εναντίον του Ντεγκρέλ, δικαιώθηκε τελικά απ΄ το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας. Ο Λέον Ντεγκρέλ αναγκάστηκε να πληρώσει ένα σημαντικό ποσό ως αποζημίωση για τη «προσβολή των θυμάτων του ολοκαυτώματος» κι επιπλέον μια επίσης σημαντική αποζημίωση λόγω της δημοσίευσης μιας «ανοικτής επιστολής» προς τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄, μετά την επίσκεψη του τελευταίου στο Άουσβιτς. Σε αυτή ο πρώην συνταγματάρχης των μάχιμων SS είχε καταγγείλει την «απάτη» των στρατοπέδων συγκεντρώσεως και εγκαλούσε τον πάπα για συγκάλυψη. Ο αναμφίβολα γενναίος και φανατικός Λέον Ντεγκρέλ επέμενε μέχρι το θάνατό του στην άποψη ότι ο Φύρερ ήταν «δώρο Θεού» κι ότι οι εβραίοι που σκοτώθηκαν στο Άουσβιτς και στο Νταχάου, ήταν θύματα αεροπορικών επιδρομών των συμμάχων. Αμετανόητος, φωτογραφιζόταν με τη στολή του συνταγματάρχη των SS, μάλιστα κάποτε παρευρέθη σε γάμο μ΄ αυτή, φέροντας κι όλα τα παράσημα! Όταν ρωτήθηκε πριν πεθάνει αν είχε μετανιώσει ή στεναχωρηθεί για οτιδήποτε από το ναζιστικό του παρελθόν, απάντησε με σιγουριά: «Μόνο για ένα πράγμα: για το ότι χάσαμε!».
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ''ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΗΓΕΤΕΣ ΤΟΥ Β΄ΠΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου