Πέμπτη 9 Απριλίου 2009

JOSEF GOEBBELS - ΓΙΟΖΕΦ ΓΚΕΜΠΕΛΣ

Γιόζεφ Γκέμπελς
Ο Πάουλ Γιόζεφ Γκαίμπελς (γερμ. Paul Joseph Goebbels) γεννήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 1897 στο Ρέιτ (Rheydt), δίδυμη πόλη του Μενχενγκλάντμπαχ και πέθανε στις 1 Μαΐου 1945 στο Βερολίνο (εκτελέστηκε από άνδρα της φρουράς του κατόπιν δικής του εντολής). Ήταν από τους γνωστότερους Γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές. Κατά την διάρκεια της εξουσίας των εθνικοσοσιαλιστών ήταν υπουργός Δημόσιας Διαφώτισης και Προπαγάνδας.
Παιδικά χρόνια
Ο Γκαίμπελς γεννήθηκε το
1897 στην τότε ανεξάρτητη πόλη του Ράιντ (Rheydt) της Ρηνανίας, η οποία σήμερα είναι τμήμα του Μενχενγκλάντμπαχ (Mönchengladbach). Ήταν τρίτος γιος του Φρίντριχ (1867-1929), εργοδηγού σε τοπική βιομηχανία υφασμάτων και της Κατερίνας, το γένος Οντενχάουζεν (Odenhausen). Μαζί με τα αδέρφια του Κόνραντ (1895-1949), Χανς (1893-1947), Ελισάβετ (1901-1915) και Μαρία Κατερίνα (γενν. 1910, κατοπινή κληρονόμος του) έλαβε αυστηρή καθολική ανατροφή.Σε ηλικία τεσσάρων ετών ο Γκαίμπελς, έχοντας προσβληθεί από μυελίτιδα, έμεινε κουτσός από το δεξί πόδι. Αργότερα, θα γράψει ότι "μια ανωτέρα δύναμη τον σημάδεψε με το σωματικό αυτό μειονέκτημα" και ότι προσπάθησε να το αντισταθμίσει σε ολόκληρη την κατοπινή του ζωή. Η αναπηρία και το γεγονός ότι η καταγωγή του στο σχολικό του περιβάλλον θεωρούνταν κατώτερη, ενίσχυσαν τις φιλοδοξίες του. Το 1917 τελείωσε το σχολείο παίρνοντας τους καλύτερους βαθμούς.
Σπουδές και επαγγέλματα
Ενώ ήθελε να πολεμήσει στον
Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκτιμήθηκε ανίκανος για στρατιωτική θητεία λόγω αναπηρίας. Σπούδασε κατόπιν Λογοτεχνία και Φιλοσοφία στην Βόννη, στο Βύρτσμπουργκ, στο Φράιμπουργκ και στη Χαϊδελβέργη. Απεφοίτησε από την Χαϊδελβέργη το 1921. Οι λογοτεχνικές του φιλοδοξίες, όμως, δεν βρήκαν την επιθυμητή εκτίμηση από πλευράς εκδοτικών οίκων και εφημερίδων. Παρά το γεγονός ότι είχε πρόσφατα αποκτήσει διδακτορικό δίπλωμα, δεν κατάφερε να βρει ανάλογη εργασία στους τομείς των σπουδών του. Οι προσωπικές του αυτές αποτυχίες, όπως και η ήττα της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον οδήγησαν σε αυξανόμενο αποπροσανατολισμό.
Το διάστημα αυτό ασχολήθηκε με διάφορες ιδεολογίες. Ήταν κατά της
Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, επειδή την θεωρούσε επακόλουθο της γερμανικής ήττας στον Πόλεμο. Έτσι, κινούνταν μεταξύ των διαφόρων ριζοσπαστικών ιδεολογιών (συνηθισμένο φαινόμενο της μεσοπολεμικής Γερμανίας), οι οποίες, με βάση την πτώση των λεγόμενων παλαιών αρχών, προπαγάνδιζαν την δημιουργία νέων κοινωνικών συστημάτων. Οι εθνικοί συντηρητικοί κύκλοι υποστήριζαν την πολεμική οικονομία των σοσιαλιστικών συστημάτων διαχείρισης, αν και με τον περιορισμό ότι μια ελίτ ηγετών (Führerelite) πρέπει να επικρατήσει του υπολοίπου των ανθρώπων.
Η οικονομική του κατωτερότητα στάθηκε αιτία για την στάση του Γκαίμπελς απέναντι στον
καπιταλισμό, τον οποίο, το διάστημα εκείνο, θεωρούσε ως το χειρότερο οικονομικό σύστημα. Επίσης, μέχρι το διάστημα εκείνο, δεν υπάρχουν ενδείξεις για ιδιαίτερες αντισημιτικές τάσεις του. Η σύντροφός του Έλζε Γιάνκε (Else Janke) είχε Εβραία μητέρα. Από το 1922 και μετά άρχισε να μελετά όλο και περισσότερο τα γραπτά των Όσβαλντ Σπέγκλερ και Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν. Το 1923 βρήκε εργασία στην Τράπεζα της Δρέσδης (Dresdner Bank), την οποία όμως έχασε μόλις εννέα μήνες αργότερα. Το διάστημα αυτό έγραψε το μυθιστόρημα Michael. Ein deutsches Schicksal in Tagebuchblättern, όπως και διάφορα ανολοκλήρωτα δράματα. Αρχικά δεν βρήκε εκδότη για το βιβλίο του, που δημοσιεύτηκε τελικά το 1929 από τον εκδοτικό οίκο του NSDAP Eher. Αφού στις 9 Δεκεμβρίου του 1925 προσχώρησε στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα NSDAP με αριθμό μέλους 8762, άρχισε προπαγανδιστική δραστηριότητα στην Ρηνανία και την Βεστφαλία.

Πολιτική δραστηριότητα
Μέλος του NSDAP, ο Γκαίμπελς εργάστηκε αρχικά ως γραμματέας του Γκρέγκορ Στράσερ (Gregor Strasser). Με τους αδελφούς Στράσερ άρχισε, από τις 1 Οκτωβρίου 1925, να εκδίδει το περιοδικό Εθνικοσοσιαλιστικές Επιστολές (Nationalsozialistische Briefe). Τα δεξιά ρεύματα του κόμματος κριτικάρισαν τον τρόπο εκφράσεως του Γκαίμπελς ως κομμουνιστικό. Μαζί με τους αδερφούς Στράσερ αντιπροσώπευε την "αριστερή" πτέρυγα του κόμματος, αφού υποστήριζαν περισσότερο σοσιαλιστικές παρά εθνικιστικές απόψεις. Το διάστημα εκείνο ο Γκαίμπελς δεν απέκλειε την γερμανική συμμαχία με την Σοβιετική Ένωση, αφού υπήρχε ο κοινός στόχος της καταπολέμησης του καπιταλισμού. Αναλόγως χαρακτήριζε το Λένιν ως εθνικό απελευθερωτή της Ρωσίας και τον εαυτό του ως Γερμανό κομμουνιστή. Συνεπώς απομακρύνθηκε και από τον Χίτλερ, τον οποίο μέχρι τότε εκτιμούσε πολύ. Δεν δεχόταν όμως το γεγονός ότι ο Χίτλερ δεχόταν δωρεές από βιομηχάνους. Εντούτοις ο ίδιος, εκείνο το διάστημα, όπως γράφει στο ημερολόγιο του, υποστηριζόταν οικονομικά από τον διευθυντή εργοστασίου Άρνολντ. Αντ' αυτού θέλησε να ενισχύσει την πτέρυγα γύρω από τους αδελφούς Στράσερ και να μεταφερθεί η ηγεσία του NSDAP από το Μόναχο στην βόρεια Γερμανία. Ως Πρόεδρο του κόμματος προόριζε τον Γκρέγκορ Στράσερ, ενώ ο Χίτλερ θα παρέμενε επίτιμος Πρόεδρος.
Ο Χίτλερ, όμως, γνώριζε τον Γκαίμπελς, τον εκτιμούσε ως ικανό
δημαγωγό και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον αποσπάσει από την παράταξη των Στράσερ, πράγμα που τελικά κατάφερε μετά την διάσκεψη της Βαμβέργης (Bamberger Führertagung, 14 Φεβρουαρίου 1926). Αφού μελέτησαν μαζί τα κεφάλαια του βιβλίου του Χίτλερ Ο Αγών μου σχετικά με την οργάνωση και την προπαγάνδα, ο Γκαίμπελς ενθουσιάστηκε από τις απόψεις που εξέφραζε ο Χίτλερ. Ο παλαιός θαυμασμός του Γκαίμπελς φούντωσε και πάλι και στη συνέχεια αναδείχθηκε σε πιστό οπαδό του Χίτλερ.
Πρώτες εμφανίσεις στο Βερολίνο
Στα τέλη Οκτωβρίου του
1926 διορίστηκε Γκαουλάιτερ (Gauleiter) στο Βρανδεμβούργο, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και το Βερολίνο. (Αρχηγός Προπαγάνδας παρέμενε ο Γκρέγκορ Στράσερ). Στο Βερολίνο του τέλους της δεκαετίας του 1920 είχαν πλειοψηφία οι σοσιαλδημοκράτες και οι κομμουνιστές. Το NSDAP της γερμανικής πρωτεύουσας ήταν ανοργάνωτο, δίχως αξιόλογη επιρροή και μετά βίας αριθμούσε 500 μέλη. Σύντομα, όμως, ο Γκαίμπελς απέδειξε τις οργανωτικές αλλά και τις δημαγωγικές του ικανότητες, με αποτέλεσμα μέχρι τον Φεβρουάριο του 1927 να κερδίσει 2.600 νέα μέλη καθώς και 500 περίπου υποψήφιους για την SA.
Η μέθοδος του Γκαίμπελς ήταν η πρόκληση και η κατοπινή παρουσίαση του NSDAP ως κινήματος μαρτύρων. Έτσι π.χ. όταν απαγορεύτηκε το τοπικό NSDAP από τον επικεφαλής της Αστυνομίας του Βερολίνου, επειδή ένας ιερέας δέχθηκε άγριο ξυλοδαρμό από άνδρες της SA στις
4 Μαΐου 1927, ο Γκαίμπελς φρόντισε να βρεθεί τις επόμενες μέρες σε αρκετά πρωτοσέλιδα εφημερίδων, όπου παρουσίασε το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα ως θύμα της κρατικής αυθαιρεσίας. Αφού κατόπιν ίδρυσε λέσχες σε όλη την πόλη, καταστρατηγώντας με τον τρόπο αυτό την απαγόρευση της οργάνωσης, του αφαιρέθηκε η ελευθερία λόγου στον χώρο του Βερολίνου. Ο Γκαίμπελς εκμεταλλεύτηκε και πάλι την ευκαιρία να παρουσιάσει τον εαυτό του θύμα: στην κομματική εφημερίδα "Völkischer Beobachter" (Λαϊκός Παρατηρητής) δημοσιεύτηκε φωτογραφία του που τον έδειχνε σε δεσμά. Επίσης το διάστημα εκείνο ξεκίνησε μια δημαγωγική εκστρατεία κατά του Εβραίου προϊστάμενου της αστυνομίας του Βερολίνου Μπέρνχαρντ Βάις. Ο Βάις αποτελούσε ιδανικό στόχο για την ναζιστική προπαγάνδα: ήταν πολίτης εβραϊκής καταγωγής και εκπρόσωπος της μισητής Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, «αντιπρόσωπος του συστήματος» όπως τον έλεγε ο Γκαίμπελς.
Στις
4 Ιουλίου κυκλοφόρησε για πρώτη φορά η νεοϊδρυθείσα εφημερίδα του, "Der Angriff" (Η Επίθεση), αφού πριν οργάνωσε και πραγματοποίησε αποτελεσματική διαφημιστική εκστρατεία. Την σχεδίασε με πρότυπο τις αριστερές εργατικές εφημερίδες και την χρησιμοποιούσε κυρίως για επιθέσεις κατά των «εκμεταλλευτών». Όταν στις 29 Οκτωβρίου 1927 του χορηγήθηκε πάλι η ελευθερία λόγου, η εφημερίδα έγινε φερέφωνό του. Στην πρώτη σελίδα κάθε έκδοσης ήταν αυτός που συνέγραφε το κύριο άρθρο με σκοπό πάντα να συκοφαντήσει και να δυσφημήσει πολιτικούς αντιπάλους. Εν τω μεταξύ, εξοικειωμένος με την ζωή στην πρωτεύουσα, ο ικανός ρήτορας Γκαίμπελς επιτίθονταν τους αντιπάλους του με ανελέητη ειρωνεία, χρησιμοποιώντας πολλές φορές και το ιδίωμα του Βερολίνου. Επίσης με την εφημερίδα του ο Γκαίμπελς άρχισε να κάνει ανταγωνισμό τον κομματικό αρχηγό προπαγάνδας Γκρέγκορ Στράσερ, ο οποίος εξέδιδε ήδη την "Berliner Arbeiter-Zeitung" (Εργατική Εφημερίδα του Βερολίνου). Αρκετές φορές οι πωλητές των δυο αυτών εφημερίδων έρχονταν σε ανοικτή σύγκρουση μεταξύ τους.

Επικεφαλής της Προπαγάνδας
Στις
27 Απριλίου 1930 ορίστηκε από τον Χίτλερ ως επικεφαλής της Προπαγάνδας του Ράιχ (Reichspropagandaleiter), αρμόδιος, δηλαδή, του NSDAP για τον Τύπο, τις κινηματογραφικές ταινίες, τη Ραδιοφωνία και την Εθνική Παιδεία. Άρχισε να διοργανώνει τις γνωστές του μαζικές εκδηλώσεις, στα πλαίσια των οποίων, σαν ομιλητής, συνοδευόταν στην αίθουσα από φρουρούς και σημαιοφόρους. Επειδή ήταν αδύνατο να μιλήσει ο ίδιος σε όλες τις εκδηλώσεις, δημιούργησε τμήμα ομιλητών, οι οποίοι ελάμβαναν ακριβείς οδηγίες και βρίσκονταν πάντα υπό αυστηρή παρακολούθηση κατά την διάρκεια των εκδηλώσεων στις οποίες αντιπροσώπευαν τον Γκαίμπελς.
Εκτός από την Προπαγάνδα, προώθησε και οργάνωσε την τρομοκρατία μέσω της παραστρατιωτικής οργάνωσης των SA. Σε άρθρα του εμφάνιζε τους άνδρες της SA ως ήρωες. Ειδικά ο θάνατος του 23χρονου SA
Χορστ Βέσελ (Horst Wessel) αποτέλεσε ευκαιρία για τον Γκαίμπελς να πλάσει έναν «ήρωα μέσα από τον λαό». Οργάνωσε μια πομπώδη κηδεία και στην κατοπινή του ομιλία δημιούργησε τον μύθο του «ήρωα και μάρτυρα του Τρίτου Ράιχ» Χορστ Βέσελ, ο οποίος στην πραγματικότητα πυροβολήθηκε από τον Άλμπρεχτ Χέλερ (Albrecht Höhler), τον παλαιότερο προστάτη της αρραβωνιαστικιάς του Έρνα Γιένικε (Erna Jänicke), μιας πρώην πόρνης.
Ο Γκαίμπελς, ικανός να ξεσηκώνει και να οδηγεί τις μάζες, περιφρονούσε πάντα τους ακροατές του και έμενε έκπληκτος με το πόσο απλά μπορούσε να ασκηθεί έντονη επιρροή στους ανθρώπους γενικώς.
Υπονόμευση της Δημοκρατίας
Στόχος της δραστηριότητας του Γκαίμπελς ήταν να οδηγήσει το NSDAP στην εξουσία με κάθε μέσο που επέτρεπε το δημοκρατικό Κράτος δικαίου και να ακυρώσει κατόπιν τη δημοκρατική συνταγματική δομή του. Γράφει σχετικά, το
1928, στο άρθρο του στην εφημερίδα Der Angriff, 30 Απριλίου 1928, σελ. 1): "Was wollen wir im Reichstag" (Τι θέλουμε στην Βουλή):
Wir gehen in den Reichstag hinein, um uns im Waffenarsenal der Demokratie mit deren eigenen Waffen zu versorgen. Wir werden Reichstagsabgeordnete, um die Weimarer Gesinnung mit ihrer eigenen Unterstützung lahm zu legen. Wenn die Demokratie so dumm ist, uns für diesen Bärendienst Freifahrkarten und Diäten zu geben, so ist das ihre Sache. ... Uns ist jedes gesetzliche Mittel recht, den Zustand von heute zu revolutionieren. Wenn es uns gelingt, bei diesen Wahlen sechzig bis siebzig Agitatoren und Organisatoren unserer Partei in die verschiedenen Parlamente hineinzustecken, so wird der Staat selbst in Zukunft unseren Kampfapparat ausstatten und besolden. ... Auch Mussolini ging ins Parlament. Trotzdem marschierte er nicht lange darauf mit seinen Schwarzhemden nach Rom. ... Wir kommen als Feinde! Wie der Wolf in die Schafherde einbricht, so kommen wir. Jetzt seid Ihr nicht mehr unter Euch! Und so werdet Ihr keine reine Freude an uns haben!
Θα μπούμε στο Ράιχσταγκ για να εφοδιαστούμε από το οπλοστάσιο της δημοκρατίας με τα όπλα της. Θα γίνουμε βουλευτές για να εξουδετερώσουμε το πνεύμα της Βαϊμάρης χρησιμοποιώντας το ίδιο. Εάν η δημοκρατία είναι τόσο ηλίθια ώστε να μας δώσει το ελεύθερο, και μάλιστα και βουλευτική αποζημίωση για αυτό, είναι θέμα δικό της. ... Κάθε νομικό μέσο μάς είναι ευπρόσδεκτο για την ανατροπή των σημερινών καταστάσεων. Εάν πετύχουμε στις εκλογές να βάλουμε εξήντα έως εβδομήντα αγκιτάτορες του κόμματος στα διάφορα κοινοβούλια, μελλοντικά το ίδιο το κράτος θα εξοπλίσει και θα υποστηρίξει οικονομικά τον αγώνα μας. ... Και ο Μουσολίνι είχε μπει στο κοινοβούλιο. Κι όμως δεν άργησε να οργανώσει την πορεία προς τη Ρώμη. ... Ερχόμαστε ως εχθροί! Όπως ο λύκος που πέφτει σε κοπάδι προβάτων, έτσι ερχόμαστε. Τώρα δεν είστε πλέον μεταξύ σας! Και δε θα έχετε μεγάλη χαρά με εμάς!
Αναλόγως κινητοποίησε ολόκληρο το Κόμμα για τις κοινοβουλευτικές εκλογές στις
14 Σεπτεμβρίου 1930. Ανακοίνωσε δημοσίως το στόχο των Εθνικοσοσιαλιστών να αποκτήσουν 40 έδρες στη νέα Βουλή. Στα πλαίσια του προεκλογικού αγώνα, ο ίδιος και άλλοι εκλεγμένοι ομιλητές μίλησαν σε περισσότερες από 6.000 εκδηλώσεις, ενώ αμέτρητες αφίσες σε όλη τη Γερμανία έκαναν γνωστό το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα. Ο αριθμός πωλήσεων των εφημερίδων του NSDAP πολλαπλασιάστηκε.
Αποτέλεσμα των εκλογών: Ο Χίτλερ πήρε το 18 τοις εκατό των ψήφων, αποκτώντας έτσι 107 έδρες στο
Ράιχσταγκ. Η δύναμη του Γκαίμπελς αυξήθηκε, αφού από εδώ και εμπρός αρκετοί βιομήχανοι έκαναν μεγάλες δωρεές και χρηματοδοτούσαν, έτσι, την προπαγάνδα του. Έτσι π.χ. η Der Angriff έγινε ημερήσια εφημερίδα. Η επιτυχία στις εκλογές δεν άρκεσε για να αποδόσει την επιθυμητή δύναμη εξουσίας στο NSDAP. Από τη στιγμή αυτή και εφεξής ο Γκαίμπελς οργάνωνε τις προεκλογικές εκστρατείες στις εκλογές των κρατιδίων ακολουθώντας την γνωστή του στρατηγική. Πρωτόγνωρη ήταν η πρόσκλησή του στον Καγκελάριο Χάινριχ Μπρύνινγκ για φραστική αναμέτρηση, πράγμα πρωτοφανές την εποχή εκείνη. Ο Μπρύνινγκ, όμως, δεν δέχτηκε. Το NSDAP είχε τελικά μεγάλες επιτυχίες στις κρατιδιακές εκλογές της Βυρτεμβέργης, της Βαυαρίας και της Πρωσίας. Ο Γκαίμπελς δεν περιοριζόταν μονάχα στην εκλογική προπαγάνδα. Εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί την πρόκληση και την τρομοκρατία, χρησιμοποιώντας συχνά την παραστρατιωτική οργάνωση του NSDAP, την Sturmabteilung (SA). Ακόμη και στο Ράιχσταγκ σημειώνονταν συχνά επεισόδια βίας.
Στις
30 Ιανουαρίου 1933 τελικά οι εθνικοσοσιαλιστές είχαν σημαντική επιτυχία: ο πρόεδρος του Ράιχ Χίντενμπουργκ κάλεσε τον Χίτλερ να αναλάβει την Καγκελαρία. Στις κατοπινές παρελάσεις της Sturmabteilung στο Βερολίνο, ο Γκαίμπελς βρισκόταν πάντα πίσω από τον νέο καγκελάριο. Από το ημερολόγιό του διακρίνονται τα εξής αποσπάσματα: "Δημιουργήθηκε το νέο Ράιχ. ... Πετύχαμε το στόχο μας. Η γερμανική επανάσταση αρχίζει." Επίσης είπε: "Θα μας βγάλουν από εδώ μονάχα νεκρούς."

Στις 27 Φεβρουαρίου 1933 πραγματοποιείται ο περίφημος "Εμπρησμός του Ράιχσταγκ" από πράκτορες του NSDAP. Σύμφωνα με την κατάθεση του Χανς Γκισέβιους (Hans Gisevius), αξιωματούχου του Πρωσσικού Υπουργείου Εσωτερικών, στη Δίκη της Νυρεμβέργης, "...η ιδέα του εμπρησμού του Ράιχσταγκ ανήκε στον Γιόζεφ Γκαίμπελς...".
Υπουργός Προπαγάνδας
Ο Γκαίμπελς δεν ανέλαβε αμέσως υπουργικό θώκο, επειδή έτσι είχε συμφωνήσει ο νέος Καγγελάριος στις διαπραγματεύσεις του με τον Πρόεδρο και τα υπόλοιπα συντηρητικά Κόμματα. Ωστόσο, ένα Κόμμα με τις αρχές και τις πρακτικές του
NSDAP δεν αναμενόταν να τηρήσει τις αρχικές συμφωνίες. Ο Χίτλερ γνώριζε πόσα όφειλε στην Προπαγάνδα για την άνοδό του στην εξουσία. Ο Γκαίμπελς είχε, άτυπα, ήδη εξουσιάσει την κρατική ραδιοφωνία, κάνοντας μια ραδιοφωνική περιγραφή της λαμπαδηδρομίας που οργανώθηκε για την ανάληψη της Καγκελαρίας από τον Χίτλερ. Στις 13 Μαρτίου του 1933 ο Χίτλερ, αδιαφορώντας για τις συμφωνίες του, ονόμασε τον Γκαίμπελς "Υπουργό Λαϊκής Διαφώτισης και Προπαγάνδας" (Volksaufklärung und Propaganda), κάνοντάς τον έτσι μέλος της Κυβέρνησης. Το νέο Υπουργείο στεγάστηκε στην Βίλχελμστράσσε (Wilhelmstrasse), στο παλαιό ανάκτορο του Λεοπόλδου, απέναντι από το γραφείο του Φύρερ στην Καγκελαρία. Στόχος του νέου Υπουργείου (και της ηγεσίας του) ήταν ο έλεγχος της πνευματικής και πολιτιστικής ζωής του Ράιχ. Πράγματι, το Υπουργείο ασκούσε απόλυτο έλεγχο στον Τύπο, το ραδιόφωνο, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Ο Γκαίμπελς εκμεταλλεύθηκε τη νέα του θέση για να εκδώσει το μυθιστόρημά του "Michael", το οποίο είχε μείνει ανέκδοτο, και να ανεβάσει το θεατρικό έργο "Ο Περιπλανώμενος" (με σαφείς αναφορές στον Ιησού Χριστό), με πολύ μικρή επιτυχία. Αυτό δεν τον εμπόδισε να κάψει περίπου 20.000 βιβλία συγγραφέων Εβραϊκής καταγωγής στις 3 Μαΐου στην πλατεία της Όπερας. Ανάμεσα στα βιβλία που κάηκαν ήταν αυτά των Άλμπερτ Αϊνστάιν, Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Στέφαν Τσβάιχ, Τόμας Μαν (Γερμανοί), Τζακ Λόντον, Έλεν Κέλλερ, Η. Ουέλς, Αντρέ Ζιντ, Εμιλ Ζολά κ. ά. (μη Γερμανοί). Σύντομα, το Υπουργείο δημιούργησε αντίστοιχα Επιμελητήρια για τον Τύπο, τις εκδόσεις, το ραδιόφωνο, τον κινηματογράφο, την μουσική, το θέατρο, τις εικαστικές τέχνες και την λογοτεχνία, με εντολές σχετικές με την εκκαθάριση "όλων των εβραϊκής προέλευσης έργων, την ατονική μουσική και την αφηρημένη τέχνη". Συνέπεια αυτής της πολιτικής ήταν η μαζική μετανάστευση όλων των Εβραϊκής καταγωγής καλλιτεχνών και ενασχολούμενων με τα ΜΜΕ, οι οποίοι αντιμετώπιζαν ανοικτά πλέον το ενδεχόμενο εγκλεισμού τους σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το ίδιο συνέβη και με πολλές προσωπικότητες της πνευματικής ζωής που δεν πρόσκεινταν στην Ναζιστική ιδεολογία: Είτε εξαναγκάσθηκαν να φύγουν είτε η "φωνή" τους, μέσω του έργου τους, φιμώθηκε ολοσχερώς: Κανείς πνευματικός άνθρωπος δεν μπορούσε να εκθέσει την τέχνη του ή να δημοσιεύσει τα έργα του, αν δεν ήταν μέλος του αντίστοιχου Επιμελητηρίου και η είσοδος σε αυτό εξασφαλιζόταν με την "επίδειξη καλής διαγωγής", δηλ. δράσης αρεστής στο καθεστώς. Ο Γκαίμπελς είχε αναγκαστεί να λογοκρίνει ορισμένους δημιουργούς, όπως ο συνθέτης Πάουλ Χίντεμιτ, παρά το ότι ο ίδιος ήταν οπαδός της σύγχρονης τέχνης και μουσικής, υπακούοντας στις εντολές του Χίτλερ, ο οποίος απεχθανόταν τη μουσική του. Παρόλ' αυτά, ο Γκαίμπελς άφησε σχετική ελευθερία σε ορισμένες κινηματογραφικές παραγωγές (κυρίως κωμωδίες), αναγνωρίζοντας ότι ο απλός πολίτης είχε ανάγκη να "ξεφεύγει" από την καθημερινότητα και τον κατακλυσμό προπαγανδιστικού υλικού που δεχόταν. Βοηθήθηκε σε αυτό από το γεγονός ότι στον Χίτλερ άρεσε πολύ ο Μίκυ Μάους. Παράλληλα και για να διαδώσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις προπαγανδιστικές του καμπάνιες, πίεσε τη βιομηχανία να κατασκευάσει φθηνά ραδιόφωνα, κι έτσι όλες οι γερμανικές οικογένειες διέθεταν ραδιόφωνο - ιδιαίτερα χρήσιμη συσκευή για την προπαγάνδα του. Οργάνωνε, επίσης, δωρεάν συναυλίες σε εργασιακούς χώρους, εκθέσεις εικαστικών τεχνών και δημιούργησε κινητές κινηματογραφικές μονάδες που επισκέπτονταν τα μικρά μέρη. Με όλα αυτά εξυπηρετούσε τους σκοπούς της προπαγάνδας.
Ο ίδιος, αν και αρχικά δεν είχε εκδηλώσει ιδιαίτερες αντισημιτικές τάσεις - ειρωνευόταν μάλιστα τον Γιούλιους Στράιχερ για τον "πρωτόγονο" αντισημιτισμό του - όταν όμως έγινε πλέον πιστός οπαδός και ιδεολογικός ακόλουθος του Χίτλερ, εξεδήλωσε ισχυρές αντισημιτικές τάσεις, σχεδόν στο βαθμό του Στράιχερ, τον οποίο ειρωνευόταν. Ο Γκαίμπελς απέδειξε, πάντως, ότι ήξερε να χειρίζεται τον Φύρερ του, όταν παίρνοντας αφορμή από τη δολοφονία του Ερνστ φομ Ρατ κατάφερε να τον πείσει να εξαπολυθεί το πογκρόμ που έμεινε στην Ιστορία ως Η Νύχτα των Κρυστάλλων. Αυτό ενδέχεται να έγινε για να αποκτήσει και πάλι την αρχική εμπιστοσύνη και εύνοια του Χίτλερ, η οποία είχε κλονισθεί to 1937, όταν ο Γκαίμπελς είχε μια ερωτική ιστορία με τη ηθοποιό Λίντα Μπαάροβα (Lída Baarová), Τσεχικής καταγωγής. Η ιστορία αυτή στοίχισε στην ηθοποιό τον γάμο της, ενώ η σύζυγος του Γκαίμπελς, Μάγδα, παραπονέθηκε στον Χίτλερ. Αυτός, ο οποίος συμπαθούσε ιδιαίτερα τόσο τη Μάγδα όσο και τα παιδιά της οικογένειας και παράλληλα ήταν ιδιαίτερα συντηρητικός σε σεξουαλικά θέματα, του έκανε σφοδρές παρατηρήσεις και του ζήτησε να διακόψει τον παράνομο δεσμό του. Ο Γκαίμπελς απάντησε με την παραίτησή του, την οποία ο Χίτλερ απέρριψε, οδηγώντας τον σε απόπειρα αυτοκτονίας (15 Οκτωβρίου). Ο Χίτλερ φρόντισε να αποπέμψει από την Γερμανία την Λίντα. Η περίπτωση αυτή, ωστόσο, δεν σταμάτησε την τάση του να κυνηγά γυναίκες, όπως αναφέρει ο Άρτουρ Άξμαν, επικεφαλής της Χιτλερικής Νεολαίας.
Ο Γκαίμπελς παρέμεινε ένας από τους ελάχιστους Ναζί που είχαν άμεση πρόσβαση στον Χίτλερ. Στις οικονομικές ατασθαλίες του - που δεν ήταν, άλλωστε, ο μοναδικός που τις διέπραττε - ο Χίτλερ εκώφευε. Πριν αναλάβει Υπουργός διέθετε μόνο το πενιχρό εισόδημα από τη βουλευτική του ιδιότητα. Κατά τη διάρκεια της θητείας του απέκτησε οικονομική ευμάρεια και κατείχε δύο πολυτελείς εξοχικές κατοικίες, μία στη
Λίμνη Κοστάνς και μία στη λίμνη Βάνζεε. Αν και ήταν στον στενό κύκλο του δικτάτορα, ο Χίτλερ παρέμενε πιστός στην αρχή "καθένας πρέπει να γνωρίζει μόνον όσα τον αφορούν". Έτσι, σχεδόν ποτέ δεν τον πληροφορούσε για τις προθέσεις του ή για στρατιωτικής φύσεως ζητήματα και ο Γκαίμπελς μάθαινε τις αποφάσεις και τι μέλλει γενέσθαι μέσω τρίτων. Αυτό, όμως, δεν τον εμπόδιζε να συνεχίζει την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων του: Αυτός είχε αναλάβει να "πείσει" το γερμανικό έθνος για την αναγκαιότητα του πολέμου και των κατακτήσεων και την απόκτηση "ζωτικού χώρου" (Lebensraum). Η εισβολή στη Ρωσία αναγγέλλεται ραδιοφωνικά από τον Γκαίμπελς, με την ανάγνωση μιας δήλωσης του Χίτλερ, η οποία τελειώνει με τη φράση "... αποφάσισα να παραδώσω ξανά τις τύχες του Ράιχ στα χέρια των στρατιωτών μας". Όταν η 17η Στρατιά, καταλαμβάνοντας την πόλη Λέμπεργκ της Ουκρανίας, βρίσκει αρκετές εκατοντάδες Ουκρανών εθνικιστών, τους οποίους οι Ρώσοι είχαν εκτελέσει για να μη συμμαχήσουν με τους Ναζί, ο Γκαίμπελς σπεύδει αεροπορικώς επί τόπου και επιστρέφοντας κάνει ο ίδιος σε ραδιοφωνική εκπομπή την περιγραφή των όσων είδε: "...είμαι καταγανακτισμένος, λιποθυμώ από τη φρίκη που νιώθω...". Η προπαγάνδα του Δόκτορος έχει επιτύχει, και για το σημείο αυτό, τον σκοπό της: Να καταδείξει ότι ο πόλεμος εναντίον της Ρωσίας είναι πόλεμος ιδεολογικός, όπως είχε διακηρύξει ο Φύρερ στους στρατιωτικούς του ηγέτες αμέσως πριν την έναρξή του. Η εκμετάλλευση του ραδιοφώνου ως προπαγανδιστικού μέσου θα συνεχισθεί καθ' όλη τη διάρκεια του Πολέμου. Ακόμη και στις ημέρες της κατάρρευσης του Ναζιστικού καθεστώτος, ο υφυπουργός του Γκαίμπελς Νάουμαν θα ουρλιάζει κυριολεκτικά από το ραδιόφωνο ότι "οι Σοβιετικοί που τόλμησαν να εισέλθουν στο Βερολίνο θα συντριβούν".
Όπως είναι φυσικό, ο Γκαίμπελς δεν έμεινε εκτός των ενδοκομματικών συγκρούσεων. Επειδή στις αρμοδιότητές του ήταν η διατήρηση υψηλού ηθικού στον πληθυσμό, προσπάθησε με κάθε τρόπο να το επιτύχει, παρέχοντας αυξήσεις σε μισθούς και μεριμνώντας τόσο για την καλής ποιότητας σίτιση όσο και για τη στέγαση, ώστε να εξασφαλίζεται υψηλή παραγωγικότητα. Μοιραία, ήλθε σε σύγκρουση με τον δημιουργό του Τετραετούς Σχεδίου, τον
Χέρμαν Γκέρινγκ, προσπαθώντας να τον υποσκελίσει. Ο Χίμλερ, που είχε επίσης τον ίδιο στόχο, έγινε ψευδοσύμμαχός του (καθώς δεν εμπιστευόταν κανένα). Πραγματικό σύμμαχο βρήκε ο Γκαίμπελς στο πρόσωπο του Άλμπερτ Σπέερ, ο οποίος ενδιαφερόταν εξίσου για την υψηλή παραγωγικότητα της γερμανικής βιομηχανίας. Δεν κατάφεραν, ωστόσο, να πείσουν τον Χίτλερ να απομακρύνει τον Γκέρινγκ.
Καθώς ο πόλεμος εξελισσόταν δυσμενώς για τη Γερμανία, ο Χίτλερ αραίωσε τόσο τις δημόσιες εμφανίσεις του όσο και την παρουσία του στο ραδιόφωνο. Το κενό αυτό κλήθηκε να καλύψει ο Γκαίμπελς, ο οποίος έγινε έτσι το πρόσωπο και η φωνή του καθεστώτος στη χώρα. Οι ενδοκομματικές συγκρούσεις συνεχίσθηκαν με τον Γκαίμπελς να αλλάζει πλευρό, ύστερα από την πανωλεθρία του
Στάλινγκραντ υποστηρίζοντας τον Γκέρινγκ απέναντι στον Χίμλερ και τον Μάρτιν Μπόρμαν, ο οποίος εποφθαλμιούσε το αξίωμα του Φύρερ και προτείνοντας τον Γκέρινγκ ως επικεφαλής της Κυβέρνησης. Και πάλι δεν έπεισε τον Χίτλερ, παρά το γεγονός ότι ο Γκέρινγκ ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Τη δεδομένη στιγμή, ο Χίτλερ αναζητούσε ένα πρόσωπο για να του φορτώσει τις αποτυχίες του και η αυξανόμενη αδράνεια και διαφθορά του Στρατάρχη του Ράιχ του προσέφεραν αυτό ακριβώς που ζητούσε.
Στις
18 Φεβρουαρίου 1943 ο Γκαίμπελς έχοντας χάσει τη δυνατότητα να επηρεάζει άμεσα τις πολιτικές αποφάσεις σε ανώτατο επίπεδο, υποσκελισμένος από τους Χίμλερ και Γκέρινγκ, κάνει μια ακόμη προσπάθεια να βρεθεί στο κέντρο των αποφάσεων αυτών. Εκφωνεί ένα λόγο στο Σπορτσπαλάτς (Sportspalaz), στον οποίο ξεσηκώνει το ακροατήριό του με βάση τα εξής τρία σημεία: (α) Αν η Βέρμαχτ δεν καταφέρει να απομακρύνει τον Σοβιετικό κίνδυνο στο Ανατολικό μέτωπο, σύντομα η Γερμανία θα προσδεθεί στο άρμα του Μπολσεβικισμού, για να ακολουθήσει, αργότερα, ολόκληρη η Ευρώπη (β) Μόνον ο γερμανικός λαός και οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις είχαν τη δυνατότητα να αποκρούσουν αυτόν τον κίνδυνο (γ) Ο λαός και ο στρατός όφειλαν να δράσουν αμέσως, καθώς ακόμη και η παραμικρή καθυστέρηση θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Κήρυξε, έτσι, έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, στον οποίο έπρεπε να συμμετέχουν όλοι οι Γερμανοί, καθένας με τον τρόπο του και τις δυνατότητές του, ώστε ο γερμανικός στρατός να ενδυναμωθεί τόσο σε άνδρες όσο και σε υλικό. Ο Σπέερ τον υποστήριξε, ωστόσο ο στόχος του δεν επιτεύχθηκε, αν και παραπονέθηκε ότι υπήρχε ολοσχερής έλλειψη κατευθυντήριας πολιτικής στο εσωτερικό της χώρας. Δεν ήταν, όμως, δυνατό ούτε να ασκήσει κριτική ούτε να αντιταχθεί στις αποφάσεις του Χίτλερ, ο οποίος μέχρι το θάνατό του παρέμεινε πιστός στην "Führerprinzip" ("Αρχή του Ηγέτη"). Λίγο αργότερα, πάντως, πέτυχε να του ανατεθεί η θέση του Πληρεξουσίου του Ολοκληρωτικού Πολέμου.
Ο Γκαίμπελς χωρίς να είναι από τους αρχιτέκτονες του
Ολοκαυτώματος, γνώριζε λεπτομερώς γι' αυτό και ήταν ο εισηγητής της "απο-εβραιοποίησης" των τριών μεγάλων πόλεων του Ράιχ: Βερολίνου, Βιέννης και Πράγας. Με την υποστήριξη του Ράινχαρντ Χάιντριχ έλαβε το πράσινο φως από τον Χίτλερ. Παραπονιόταν, όμως, όπως γράφει στο ημερολόγιό του γιατί ενώ "η Γερμανία δίνει τον υπερ πάντων αγώνα στο ανατολικό μέτωπο, υπάρχουν ακόμη 40.000 Εβραίοι στο Βερολίνο". Συνέχισε να πιέζει για την εφαρμογή της Τελικής Λύσης, που είχε αποφασισθεί, ερήμην του ίδιου και του Υπουργείου του, στη Διάσκεψη της Βάνζεε.

Στην κατάρρευση του καθεστώτος
Ο δόκτωρ ήταν αρκετά έξυπνος και διορατικός για να αντιληφθεί ότι, μετά την ήττα του Σταλινγκραντ, η Γερμανία θα κατέρρεε. Ωστόσο, η προπαγανδιστική του δράση δεν σταματά: Διακηρύσσει, με κάθε διαθέσιμο μέσον, ότι η Γερμανία διαθέτει μυστικά όπλα, με τα οποία θα κατατροπώσει τους αντιπάλους της. Αναφερόταν στο υπερταχύ αεροσκάφος (το πρώτο υπερηχητικό μαχητικό) Messerschmitt Me-262, τον νέο τύπο υποβρυχίου U-Boote Type XXI και τις ιπτάμενες βόμβες V-2 και V-3. Τα σχέδια αυτών των όπλων είναι γεγονός ότι υπάρχουν, ωστόσο η παραγωγή και εκμετάλλευσή τους στα πεδία των μαχών είναι αμφίβολο αν θα πραγματοποιηθούν ποτέ. Ο στόχος επιτυγχάνεται: Το ηθικό του λαού αναπτερώνεται, αν και το ηθικό του ίδιου έχει υποστεί σημαντική ρωγμή, καθώς αποτυγχάνει να πείσει τον Φύρερ του να ξεκινήσει διαπραγματευτικές προσπάθειες με τους αντιπάλους του και στα δύο μέτωπα: Ο Χίτλερ, ενώ δεν απορρίπτει την ιδέα, του δηλώνει ότι αυτό δεν πρόκειται ποτέ να γίνει, αν πρώτα δεν επιτευχθούν, από γερμανικής πλευράς, σημαντικές νίκες στα δύο μέτωπα, ώστε να διαπραγματευθεί ως ίσος προς ίσο. Μετά την ήττα στο
Κουρσκ κάθε τέτοια πιθανότητα εκλείπει. Ο Γκαίμπελς δεν εγκαταλείπει τις προσπάθειές του ούτε παραμελεί τα καθήκοντά του. Στις 12 Απριλίου του 1945 επισκέπτεται το Στρατηγείο της 9ης Στρατιάς (απέχει πλέον μόλις 60 km από το Βερολίνο) και εκφωνεί ενώπιον των ανώτατων αξιωματικών της ένα λόγο με το προσφιλές θέμα του Χίτλερ: Τον θάνατο της τσαρίνας Αικατερίνης και την αντικατάστασή της από ένα θαυμαστή του Πρώσσου Βασιλέα Φρειδερίκου του Β΄, ο οποίος ανατρέπει την συμμαχία ενώπιον της οποίας η Πρωσσία θα ήταν αναγκασμένη να υποκύψει. Ο λόγος του αφήνει παγερά αδιάφορους τους αξιωματικούς, οι οποίοι είναι σε θέση να γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα την κατάσταση που επικρατεί. Ο δόκτωρ επιστρέφει στο Βερολίνο και στο γραφείο του και, μόλις ενημερώνεται για τα τρέχοντα γεγονότα, καλεί στο τηλέφωνο τον Διοικητή της Στρατιάς στρατηγό Μπούσσε. Μόλις αυτός έρχεται στο ακουστικό, ακούει τον Γκαίμπελς, έξαλλο από χαρά, να του λέει: "Η τσαρίνα πέθανε, στρατηγέ! Η τσαρίνα πέθανε!". Με αυτό τον τρόπο, χαρακτηριστικό της προπαγανδιστικής του δεινότητας, ανήγγειλε στον στρατηγό Μπούσσε τον θάνατο του Προέδρου των ΗΠΑ Φραγκλίνου Ρούζβελτ.
Στις
23 Απριλίου απευθύνει, μέσω ραδιοφώνου, το ακόλουθο κάλεσμα στο λαό του Βερολίνου:
"Σας καλώ να πολεμήσετε για την πόλη σας. Πολεμήστε με ό,τι μέσο διαθέτετε, για χάρη των γυναικών και των παιδιών σας, των μητέρων και των πατέρων σας. Τα όπλα σας θα υπερασπίσουν ό,τι μέχρι σήμερα θεωρούμε αγαπημένο, αλλά και τις επερχόμενες γενεές. Να έχετε θάρρος και υπερηφάνεια: Να είστε επινοητικοί και επιδέξιοι! Ο Γκαουλάιτερ σας θα βρίσκεται ανάμεσά σας. Αυτός και οι σύντροφοί του θα παραμείνουν μαζί σας. Η σύζυγος και τα παιδιά του είναι κι αυτοί εδώ. Ο άνθρωπος που κάποτε άλωσε την πόλη με 200 μόνον άνδρες θα χρησιμοποιήσει τώρα όλα τα μέσα για να γαλβανίσει την άμυνα της πρωτεύουσας. Η
Μάχη του Βερολίνου πρέπει να είναι το σινιάλο που θα ξεσηκώσει ολόκληρο το έθνος σε μάχη...".
Στις
20 Απριλίου είναι τα γενέθλια του Φύρερ. Ο δόκτωρ εκφωνεί ένα διθυραμβικό λόγο στο ραδιόφωνο και προσπαθεί να εμφυσήσει και πάλι τον αέρα της τελικής νίκης στον κόσμο. Μέχρις ενός σημείου το καταφέρνει, ωστόσο την επόμενη, στη σύσκεψη που γίνεται καθημερινά στο Υπουργείο Προπαγάνδας, εμφανίζεται μπροστά στους υφισταμένους του ένας έξαλλος Υπουργός, ο οποίος τους κραυγάζει: "Το παν απώλετο!". Συνεχίζει υβρίζοντας το γερμανικό λαό, ο οποίος "..αφήνει να βιάζουν τις γυναίκες του, να ατιμάζουν τη γη και την περιουσία του... δεν είναι άξιος για τον Εθνικοσοσιαλισμό...". Μόνον ένας από τους υφισταμένους του αντιδρά, ο επικεφαλής της ραδιοφωνίας Χανς Φρίτσε (Hans Fritsche), αντιτείνοντας ότι οι Γερμανοί πολέμησαν και πολεμούν γενναία απέναντι σε συντριπτικούς αντιπάλους. Ο Γκαίμπελς τον αγνοεί και, απευθυνόμενος σε όλους, τους απειλεί: "...Κανείς δεν σας ανάγκασε να δουλέψετε μαζί μου! Τώρα τα λαιμάκια σας θα κοπούν!". Ύστερα εγκαταλείπει απότομα την αίθουσα ουρλιάζοντας "Καταρρέουμε... θα παρασύρουμε μαζί μας την ανθρωπότητα!".
Φεύγοντας από εκεί επιστρέφει στο Καταφύγιο του Χίτλερ, στο υπόγειο της Καγκελαρίας. Αρνείται να το εγκαταλείψει, σημειώνοντας στο ημερολόγιό του: "... Πάντα υπάκουα στις εντολές του Φύρερ. Αυτή τη φορά όμως όχι. Αν έφευγα τώρα θα ήμουν αναγκασμένος να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου νιώθοντας ντροπή και ότι δεν υπήρξα τίποτε περισσότερο από ένα χυδαίο τραμπούκο"
. Ο δόκτωρ παρίσταται ως μάρτυς στον γάμο του Χίτλερ με την Εύα Μπράουν. Υπαγορεύει την πολιτική του διαθήκη, ως συμπλήρωμα σε αυτήν του Φύρερ του. Στην πολιτική του διαθήκη ο Χίτλερ ονόμαζε τον Γκαίμπελς "Reichskanzler des Großdeutsches Reiches" (Καγκελάριο του Κράτους της Μείζονος Γερμανίας), αξίωμα που ο δόκτωρ θα κρατήσει για μία μόνον ημέρα. Η σύζυγός του Μάγδα και τα παιδιά τους βρίσκονται και αυτοί εκεί, με την μητέρα τους να έχει αμετάκλητα αποφασίσει ολόκληρη η οικογένεια να μοιρασθεί την τύχη του Φύρερ της, καθώς "ζωή χωρίς Εθνικοσοσιαλισμό δεν είναι νοητή", σύμφωνα με την Μάγδα Γκαίμπελς. Την επομένη της αυτοκτονίας του Χίτλερ και της συζύγου του, την 1η Μαΐου, η Μάγδα φονεύει τα παιδιά τους με δηλητήριο στον ύπνο τους και στη συνέχεια ανεβαίνουν και οι δύο στον κήπο της Καγκελαρίας, όπου ο Hauptsturmführer των SS Γκίντερ Σβέγκερμαν (Günther Schwägermann) τους εκτελεί με περίστροφο. Οι άνδρες της φρουράς αποπειρώνται να αποτεφρώσουν τις σορούς. Η βενζίνη που διαθέτουν, όμως, είναι σε ανεπαρκή ποσότητα για κάτι τέτοιο. Οι σοροί καίγονται, αλλά όχι μέχρις αδυναμίας αναγνωρίσεως. Οι Σοβιετικοί θα βρουν τα σώματα και θα τα αναγνωρίσουν - παίρνοντας και τις σχετικές φωτογραφίες.

ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: