Κάρολος Λινναίος
Ο Κάρολος Λινναίος (Carl Nilsson Linnaeus)(* 23 Μαΐου 1707 Ρόσουλτ, † 10 Ιανουαρίου 1778 Ουψάλα), γνωστός και ως Carl von Linné μετά τον τίτλο ευγενείας που του απένειμε ο βασιλιάς της Σουηδίας το 1762, ήταν Σουηδός βοτανολόγος που έβαλε τα θεμέλια για τη δημιουργία του σύγχρονου μοντέλου της ταξινομίας (διωνυμική ονοματολογία).
Βιογραφία
Νεαρή ηλικία
Ο Κάρολος Λινναίος γεννήθηκε στο Ρόσουλτ (Råshult), της κοινότητας Stenbrohult στην επαρχία του Σμώλαντ (Småland) της νότιας Σουηδίας. Ο πατέρας του Νιλς (Nils Ingemarsson) ήταν κληρικός και η μητέρα του Χριστίνα (Christina Broderson) ήταν η κόρη του εφημέριου της κοινότητας. Όταν αυτός πέθανε ανέλαβε τα καθήκοντα του εφημέριου ο Νιλς.
Το ενδιαφέρον για τα φυτά το είχε ήδη ο πατέρας του, ο Νιλς. Αυτός διάλεξε και το επώνυμο Λινναίος (εκείνη την εποχή οι Σουηδοί δεν είχαν επίσημα επώνυμα) από μια φλαμουριά (στα σουηδικά 'Linn') που υπήρχε κοντά στο πατρικό του σπίτι. Ο Κάρολος προοριζόταν να γίνει κληρικός, όπως ο πατέρας του και ο παππούς του, αλλά αυτό δεν τον ενθουσίαζε. Το ενδιαφέρον του για την βοτανική, έδωσε αφορμή στον τοπικό ιατρό και δάσκαλο Ρότμαν (Johann Rothman), να μεταπείσει τον πατέρα του και έτσι εστάλη το 1727, μετά το γυμνάσιο, για σπουδές ιατρικής στο πανεπιστήμιο του Λουντ (Lund). Οι σπουδές ιατρικής ήταν συνώνυμες με τις σπουδές φυσικών επιστημών, εκείνη την εποχή. Στο Λουντ ασχολήθηκε με τον βοτανικό τους κήπο, αλλά επειδή δεν έχαιρε μεγάλης προσοχής, του προτάθηκε να πάει στο πανεπιστήμιο της Ουψάλας όπου θα είχε μεγαλύτερες προοπτικές. Την επόμενη χρονιά έφυγε για την Ουψάλα.
Ουψάλα
Στην Ουψάλα πέρασε δυσκολίες ελλείψει πόρων και περιουσίας, μέχρις ότου γνωριστεί με τον φημισμένο καθηγητή Όλαφ Κέλσιο (Olaf Celsius). Ο Κέλσιος εντυπωσιάστηκε με τις γνώσεις και τις βοτανικές συλλογές του Λινναίου και επειδή τον βρήκε σε ανάγκη, του προσέφερε διατροφή και στέγη. Κατά την περίοδο αυτήν, ο Λινναίος διάβασε μία επιθεώρηση του Sermo de Structura Florum (Leiden, 1718 του Sebastien Vaillant). Μέσω αυτής πείσθηκε για τη σπουδαιότητα του στήμονα και του ύπερου που εν τέλει τον οδήγησε στη θεμελίωση του δικού του συστήματος ταξινόμησης φυτών. Με αφορμή ενός άλλου έργου που έπεσε στα χέρια του, το Nuptiae Arborum Dissertatio (Ουψάλα, 1729) του Wallin, έγραψε μία πραγματεία περί των φύλων των φυτών (Preludia Sponsaliorum Plantarum 1729, "Οι γάμοι των φυτών"). Αυτό τράβηξε την προσοχή του καθηγητή βοτανικής του πανεπιστημίου, Ρούντμπεκ (Olaf Rudbeck), ο οποίος λόγω ηλικίας (70 χρονώ) ήταν αναγκασμένος να παραδίδει τα μαθήματα μέσω αντιπροσώπου. Έτσι τον έθεσε βοηθό του και αναπληρωτή καθηγητή. Το 1730 ο Λινναίος ξεκίνησε τις παραδώσεις. Το 1732 η Ακαδημία των Επιστημών της Ουψάλας χρηματοδότησε τον Λινναίο για την εξερεύνηση της, ουσιαστικά άγνωστης έως τότε, Λαπωνίας. Τα αποτελέσματα αυτής της εξερευνητικής αποστολής εκδόθηκαν στο έργο του Flora Lapponica (Άμστερνταμ, 1737).
Ευρώπη
Το 1735 έφυγε από τη Σουηδία και πήγε στην Ολλανδία, ηγέτιδα στις φυσικές επιστήμες εκείνη την εποχή, και έκανε το διδακτορικό του στην ιατρική στο Χαρντερβάικ (Harderwijk). Τελικά έφθασε στο Λέιντεν (Leiden) όπου έδειξε το προσχέδιο του έργου του περί ταξινόμησης, Systema Νaturae, στον βοτανολόγο Jan Fredrik Gronovius ο οποίος έμεινε έκπληκτος και το έστειλε να εκδοθεί με δικά του έξοδα. Η πρώτη έκδοση ήταν δεκασέλιδη, ενώ η δέκατη τρίτη το 1770 αποτελείτο από 3000 σελίδες. Σε αυτό το μνημειώδες έργο δημοσιεύτηκε το σύστημα ταξινόμησης που δημιούργησε, τόσο για τα φυτά όσο και για τα ζώα (για τα δεύτερα στην 10η έκδοση). Χρησιμοποιούσε τη μορφολογία (τη συγκριτική μελέτη της μορφής των οργανισμών) για τη διευθέτηση των δειγμάτων των συλλογών.
Την επόμενη χρονιά, το 1736, επισκέφθηκε την Αγγλία και το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου γνωρίστηκε με πολλούς αξιόλογους επιστήμονες. Με την επιστροφή του στην Ολλανδία ολοκλήρωσε την έκδοση του έργου του Genera Plantarum. Μέχρι την επόμενη χρονιά είχε εκδώσει το Hortus Cliffortianus, μια περιγραφή της συλλογής φυτών και του διάσημου κήπου του εύπορου τραπεζίτη G. Clifford, αλλά και το Classes Plantarum (1738).
Επιστροφή στη Σουηδία
Επιστρέφοντας στη Σουηδία, τον Σεπτέμβριο το 1738, εξάσκησε την ιατρική και τον Ιούνιο της επόμενης χρονιάς πήρε για σύζυγό του την Σάρα Μορέα (Sara Morea). Το 1739 ήταν ένας από τους ιδρυτές της σουηδικής Βασιλικής Ακαδημίας των Επιστημών (Kungliga Vetenskapsakademin). Το 1741 του δόθηκε μία έδρα στην ιατρική της Ουψάλας, όμως σύντομα την αντάλλαξε με μια έδρα στην βοτανική. Την ίδια χρονιά ταξίδεψε στις νήσους Αίλαντ (Öland) και Γκότλαντ (Gothland) με κρατική διαταγή και δημοσίευσε τα αποτελέσματα του ταξιδιού στο Oländska och Gothländska Resa (1745).
Όταν δεν ταξίδευε, εργαζόταν πάνω στην ταξινόμησή του, εκτείνοντας τη μελέτη του στα βασίλεια των ζώων και των ορυκτών. Επιχειρούσε να κατηγοριοποιήσει τα στοιχεία του φυσικού κόσμου με τον κατάλληλο (και βολικό) τρόπο. Το 1744 ο Λινναίος έφερε το θερμόμετρο στη σημερινή του μορφή, αντιστρέφοντας την κλίμακα που εφηύρε ο Άντερς Κέλσιος (Anders Celsius) - αρχικά το σημείο βρασμού του νερού ήταν στους 0 βαθμούς και το σημείο τήξης του πάγου στους 100 . Το 1745 εξέδωσε τα έργα του Flora Suecica και Fauna Suecica, κατόπιν δύο τόμους με παρατηρήσεις που έκανε κατά τη διάρκεια ταξιδιών στη Σουηδία, Wästgöta Resa (Στοκχόλμη 1747) και Skanska Resa (Στοκχόλμη, 1751) αλλά και το Hortus Upsaliensis (1748). Το 1750 βγήκε το έργο του Philosophia Botanica, που ήταν μια κριτική στα διάφορα αξιώματα που είχε εξεδώσει το 1735 στο Fundamenta Botanica.Όμως το σημαντικότερο έργο αυτής της περιόδου ήταν το Species Plantarum (Στοκχόλμη, 1753), το οποίο είναι το σημείο εκκίνησης της σύγχρονης ονοματολογίας των φυτών. Την ίδια χρονιά του δόθηκε ο τίτλος του "ιππότη του πολικού αστέρα", που δόθηκε για πρώτη φορά σε άνδρα των επιστημών. Οι παραδόσεις του στο πανεπιστήμιο τραβούσαν ανθρώπους απ' όλα τα μέρη του κόσμου. Είναι χαρακτηριστικό πως, ενώ ο αριθμός των φοιτητών στην Ουψάλα ήταν περίπου πεντακόσιοι, όταν κατείχε την έδρα στη βοτανική αυξήθηκε στους χίλιους πεντακόσιους.
Τα τελευταία χρόνια
Το 1757 ο βασιλιάς της Σουηδίας Αδόλφος Φρειδερίκος (Adolf Fredrik), έδωσε τίτλο ευγενείας στον στον Λινναίο (που κατοχυρώθηκε το 1762), ο οποίος άρχισε να χρησιμοποιεί το επώνυμο von Linné, όχι όμως και στα επιστημονικά του έργα. Στα εξήντα του άρχισε να υποχωρεί η μνήμη. Το 1774 έπαθε αποπληξίαη οποία τον εξασθένισε. Πέθανε στις 10 Ιανουαρίου του 1778 στον καθεδρικό ναό της Ουψάλας, κατά τη διάρκεια μιας λειτουργίας. Θάφτηκε στον ίδιο ναό. Ο συνονόματος γιος του, Κάρολος Λινναίος ο νεότερος, έγινε επίσης βοτανολόγος. Οι βοτανικές και ζωολογικές συλλογές του εξαγοράστηκαν το 1783 από το ίδρυμα "Λινναία Εταιρία του Λονδίνου" (The Linnean Society of London). Οι συλλογές περιλαμβάνουν 14.000 φυτά, 158 ψάρια, 1.564 κοχύλια, 3.198 έντομα, 1.600 βιβλία και 3.000 επιστολές και έγγραφα. Ο βοτανικός του κήπος υπάρχει ακόμη και σήμερα στην Ουψάλα και είναι επισκέψιμος.
Το σύστημα ταξινόμησης του Λινναίου
Από τις παλαιότερες προσπάθειες συστηματοποίησης της ταξινόμησης, ο Λινναίος επηρεάστηκε περισσότερο από τις εργασίες των Γκασπάρ Μπάουχιν (Gaspard Bauhin, 1560-1624), Τζων Ραίη (John Ray, 1627–1705) και Ζοζέφ Πιτόν ντε Τουρνεφόρ (Joseph Pitton de Tournefort, 1656—1708). Ο Ελβετός Μπάουχιν ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τη διάκριση του γένους και του είδους στη βοτανική και δημιούργησε μ' αυτόν τον τρόπο μία δυαδική ονοματολογία. Ο Άγγλος Τζων Ραίη εισήγαγε ένα πιο περιεκτικό σύστημα ταξινόμησης και μια νέα έννοια του είδους. Και ο Γάλλος βοτανολόγος Τουρνεφόρ δημιούργησε ένα σύστημα ταξινόμησης φυτών με ακριβείς ορισμούς των γενών.
Η συνεισφορά του Λινναίου στην ταξινομία είναι μεγαλύτερη από την απλή επιστημονική ονοματοδοσία σε πολλά από τα φυτά και τα ζώα του κόσμου. Κατά τον 18ο αιώνα, οπότε και συντελέστηκε μια μεγάλη επέκταση της γνώσης της φυσικής ιστορίας, ο Λινναίος δημιούργησε ένα εκτεταμένο σύστημα ταξινόμησης τόσο για τα φυτά όσο και για τα ζώα. Το μεγαλύτερο μέρος της ταξινόμησής του έχει αλλάξει πολύ, αλλά οι βασικές αρχές του συστήματός του ακολουθούνται ακόμη.
Το σύστημα του Λινναίου για τη διευθέτηση των οργανισμών είναι ένα ιεραρχικό σύστημα ταξινόμησης. Οι κατηγορίες, οι ταξινομικές μονάδες στις οποίες ομαδοποιούνται οι οργανισμοί τοποθετούνται σε μια απ' τις πολλές ταξινομικές βαθμίδες. Ο Λινναίος αρχικά χρησιμοποίησε τις ακόλουθες πέντε βαθμίδες (με φθίνουσα σειρά): βασίλειο, ομοταξία (κλάση), τάξη, γένος και είδος. Η ιεραρχία των ταξινομικών βαθμίδων έχει επεκταθεί σημαντικά από την εποχή του Λινναίου. Πλέον περιλαμβάνει επτά υποχρεωτικές βαθμίδες για το ζωικό βασίλειο:
βασίλειο, συνομοταξία (φύλο), ομοταξία (κλάση), τάξη, οικογένεια, γένος και είδος.
Όλοι οι οργανισμοί που ταξινομούνται πρέπει να τοποθετηθούν σε τουλάχιστον επτά ταξινομικές μονάδες, ένα σε κάθε υποχρεωτική βαθμίδα. Υπάρχει η δυνατότητα να υποδιαιρεθούν περαιτέρω αυτές οι επτά βαθμίδες και να χρησιμοποιηθούν περισσότερα από επτά ταξινομικές μονάδες. Σήμερα αναγνωρίζονται περισσότερες από τριάντα ταξινομικές βαθμίδες. Χρησιμοποιούνται στις πολύ μεγάλες και πολύπλοκες ομάδες, όπως τα έντομα, όπου απαιτούνται για να εκφράσουν το διαφορετικό βαθμό εξελικτικού διαχωρισμού.
Διωνυμική ονοματολογία
Η μεγαλύτερη καινοτομία του Λινναίου, και το σημαντικότερο στοιχείο του συστήματός του, είναι η χρήση της διωνυμικής ονοματολογίας που εισήγαγε το 1735 με το έργο του Systema Naturae. Κάθε είδος έχει ένα λατινικό όνομα που αποτελείται από δύο λέξεις και γράφονται με πλάγια γραφή ή είναι υπογραμμισμένες. Η πρώτη λέξη είναι το όνομα του γένους, και γράφεται πάντα με κεφαλαίο το αρχικό γράμμα. Η δεύτερη λέξη είναι το ειδικό επίθετο που γράφεται με πεζά γράμματα. Το όνομα του γένους είναι πάντα ουσιαστικό ενώ το όνομα του είδους είναι συνήθως επίθετο. Το ειδικό επίθετο δεν αναφέρεται ποτέ μόνο του. Για τον καθορισμό του είδους είναι απαραίτητη η αναφορά όλου του διωνύμου. Το ειδικό επίθετο μπορεί να χρησιμοποιηθεί διαφορετικά γένη και μη συγγενικά γένη, ενώ το όνομα του γένους μπορεί να δοθεί μόνο σε μία ομάδα οργανισμών. Για παράδειγμα το επιστημονικό όνομα του αλιγάτορα του Μισισιπή είναι Alligator mississippiensis. Το ειδικό επίθετο, που μεταφράζεται "Μισισίπιος", χρησιμοποιείται και σε άλλα γένη, όπως στο Morone mississippiensis (ένα ψάρι της οικογένειας των περκοειδών) και στο Ictinia mississippiensis, ένα αρπακτικό πτηνό της τάξης των ιερακόμορφων. Στη ζωολογία εισήγαγε τη διώνυμη ονοματολογία η 10η έκδοση του Systema Naturae το 1758, οπότε και 'γίνανε διώνυμοι όλοι οι οργανισμοί.
Τριωνυμική ονοματολογία
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου το είδος διαιρείται σε υποείδη, οπότε χρησιμοποιείται μια τριωνυμική ονοματολογία. Το υποειδικό όνομα μπορεί να είναι επανάληψη του ειδικού ονόματος.
Η διαίρεση σε υποείδη δεν είναι τόσο δημοφιλής στη ζωολογία, καθώς τα όρια ανάμεσα στα υποείδη σπάνια είναι σαφή. Η αναγνώριση ενός υποείδους βασίζεται σε λίγους επιφανειακούς χαρακτήρες και δεν υποδεικνύει μια εξελικτικά διακριτή μονάδα. Αντίθετα στη βοτανική χρησιμοποιούνται αρκετές υποδιαιρέσεις του είδους όπως το υποείδος, η ποικιλία, και η μορφή
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου