Το ιστορικό κέντρο της Αρεκίπα
Στις 23 Ιουνίου 2001 στις τρεις μετά το μεσημέρι περίπου, ένας ισχυρός σεισμός με επίκεντρο την Νοροέστε ντε Οκόνια ταρακούνησε το νότιο Περού, αφήνοντας αμέτρητα θύματα στο πέρασμά του και προξενώντας εκτεταμένες καταστροφές. Στην Αρεκίπα, την κυριότερη πόλη της περιοχής, έπεσε ο τρούλος του καθεδρικού ναού και κατέρρευσε ένα από τα δύο κωδωνοστάσια που περιέβαλαν την πρόσοψη. Οι περιστάσεις ήταν τραγικές, όμως οι σεισμοί είναι ένα χαρακτηριστικό της ιστορίας της πόλης και έχουν επανειλημμένως επιφέρει ζημιές στην αρχιτεκτονική της.
Η Βίλα Ερμόσα ντε Αρεκίπα ιδρύθηκε επισήμως στις 25 Αυγούστου 1540 από τον δον Γκαρσία Μανουέλ ντε Καρμπαχάλ με εντολή του κυβερνήτη Φρανθίσκο Πιθάρο. Προηγουμένως, στην τοποθεσία υπήρχε ένας οικισμός των Ίνκας, γνωστός σαν «Άρι Κουιπάι» που σημαίνει «τόπος πέρα από την κορυφή» στη γλώσσα των Αϊμάρα. Η εν λόγω κορυφή πρέπει να ήταν το Μίστι, το πιο κοντινό από τα ηφαίστεια που περικλείουν την εύφορη λεκάνη όπου βρισκόταν η πόλη.
Το Μίστι, το Τσατσάνι και το Πιτσουπίτσου, τρεις γίγαντες με ύψος μεγαλύτερο από 4.900 μέτρα, αποτελούν κάτι παραπάνω από σκηνικό υπόβαθρο για την πόλη: τα ηφαίστεια είναι επίσης πηγή «σίλαρ», του λευκού βράχου που χρησιμοποιείται για όλα τα κτίρια στην αποικιακή πόλη. Ο βράχος αυτός προήλθε από μια τεράστια έκρηξη του όρους Τσατσάνι που συνέβη πριν από 2 εκατομμύρια χρόνια και πλέον, όταν το βουνό εκτίναξε μι τεράστια ποσότητα μάγματος σε ύψος 50 χιλιόμετρα πάνω από τον κρατήρα.
Τέσσερα χρόνια μετά την άφιξη των Ισπανών κατασκευάστηκε ένας ναός στον πεζόδρομο, ο οποίος μετά από αίτημα του αυτοκράτορα Καρόλου Ε΄, ονομάστηκε Πλάζα ντε Άρμας. Ο ναός υπέστη εκτεταμένες ανακαινίσεις όχι μόνο λόγω των ζημιών από τον σεισμό αλλά και για την επέκτασή του και με την πάροδο των αιώνων ο αρχικός ναός μεταμορφώθηκε σε έναν εντυπωσιακό καθεδρικό ναό. Η σημερινή εμφάνισή του χρονολογείται από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν μεγάλο μέρος του κτιρίου έπρεπε να κατασκευαστεί εκ νέου μετά από μια πυρκαγιά. Η πρόσοψή του είναι η μοναδική στο Περού που καλύπτει ολόκληρη την πλευρά ενός τετραγώνου και ο καθεδρικός ναός της Αρεκίπα είναι ένας από τους 100 μόνο ναούς σε ολόκληρο τον κόσμο που επιτρέπεται να φέρει τη σημαία του Βατικανού. Η αρχιτεκτονική του είναι νεοαναγεννησιακή, όμως το εσωτερικό του ναού δεν ταιριάζει με τη μεγαλοπρέπεια της πρόσοψής του.
Στην απέναντι πλευρά της Πλάζα ντε Άρμας, μιας πλατείας που περιβάλλεται από ψηλά προπύλαια και κομψά κτίρια από την αποικιακή και τη δημοκρατική περίοδο, βρίσκεται η εκκλησία ντε λα Κομπανία που ολοκληρώθηκε το 1698, περίπου έναν αιώνα μετά την έναρξη κατασκευής της. Η διώροφη πρόσοψη χαρακτηρίζεται από ελικοειδής κίονες και ανάγλυφα με θέματα που απεικονίζουν τη βλάστηση των Άνδεων σε ρυθμό που δίνει νέα ερμηνεία στο ισπανικό μπαρόκ. Στο εσωτερικό υπάρχει ένα τεράστιο ιερό από ξύλο κέδρου σκαλισμένο με λεπτό τρόπο που τελειώνει με χρυσά φύλλα. Το παρεκκλήσιο του Σαν Ινιάσιο με τον πολύχρωμο θόλο του βρίσκεται στα αριστερά του ιερού.
Η αποικιακή αρχιτεκτονική της «Σιουδάδ Μπλάνκα» (λευκή πόλη) θριαμβεύει στους δρόμους πίσω από τον καθεδρικό ναό. Η περιοχή αυτή είναι η περιοχή των «κασόνα», των οικιών των προυχόντων της πόλης, που καλύπτουν έναν μόνο όροφο με δωμάτια που καταλήγουν σε προαύλια παραφορτωμένα με λουλούδια. Τα πιο πολυτελή από αυτά, όπως η Κάσα ντελ Μοράλ (στην Κάλε Μοράλ 318) και η Κάσα Ρίκετς (στην Κάλε ντε Σαν Φρανσίσκο) αγοράστηκαν από ιδιωτικά ιδρύματα και τώρα μπορεί να τα επισκεφτεί το κοινό. Εξακολουθούν να περιέχουν την αρχική επίπλωσή τους, καθώς επίσης και πίνακες του 17ου και 18ου αιώνα.
Το στολίδι της Αρεκίπα είναι το μοναστήρι της Σάντα Καρολίνα, με έκταση 20.000 τετραγωνικών μέτρων με παρεκκλήσια, μονές, κελιά και τραπεζαρίες που καλύπτουν μια ολόκληρη περιοχή της πόλης η οποία περιβάλλεται με ψηλούς τοίχους. Μόλις 40 χρόνια μετά την ίδρυση της Αρεκίπα, η Μαρία ντε Γκουζμάν, μια πλούσια Ισπανίδα χήρα, ίδρυσε τη μονή σύμφωνα με την παράδοση κατά την οποία η δεύτερη από τις κόρες μιας πλούσιας οικογένειας έπρεπε να παραιτηθεί από τα επίγεια πλούτη της για να ζήσει σε κοινότητα του Θεού. Στην πραγματικότητα, επί 3 αιώνες μόνο το ένα τρίτο από τις 450 επισκέπτριες της Σάντα Καταλίνα ήταν μοναχές. Οι υπόλοιπες ήταν υπηρέτριες των ευγενών γυναικών οι οποίες, αν και απομονωμένες, οργάνωναν συναυλίες και συνέχιζαν να ζουν με χλιδή. Το 1871 η επαίσχυντη συμπεριφορά των καλογραιών προσείλκυσε την προσοχή του Πίου Θ΄, ο οποίος έστειλε μια Δομινικανή μοναχή από την Ευρώπη για να αποκαταστήσει την τάξη.
Τα επόμενα 100 χρόνια οι μοναχές τήρησαν τους πιο αυστηρούς κανόνες της μοναστικής ζωής, όμως μέχρι το 1970 είχαν απομείνει μόλις 20, πολύ λίγες για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την κατάλληλη συντήρηση που απαιτούσε το μεγάλο συγκρότημα. Εκείνη τη χρονιά η μονή άνοιξε για το κοινό και μετά από 4 αιώνες οι κάτοικοι της Αρεκίπα είχαν τελικώς την ευκαιρία να ανακαλύψουν τους θησαυρούς που κρύβονταν πίσω από τους τοίχους της.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου