Το βράδυ της 31ης Δεκεμβρίου κάθε χρόνο, η εικόνα του Σενιόρ μπομ Ζέσους ντος Ναβεγκάντες μεταφέρεται στην Ιγκρέχα Νόσα Σενιόρα ντα Κονσεϊσάο. Για τον εορτασμό της άφιξης του νέου χρόνου, το επόμενο πρωί συνοδεύεται πακεταρισμένη από εκεί με δεκάδες πλοία σε μια θαλάσσια πομπή στην Ιγκρέχα Νόσα Σενιόρα ντα Μπόα Βιαγκέμ, όπου φυλάσσεται μέχρι τον επόμενο χρόνο. Αν και αυτή η τελετή κληρονομήθηκε από μια πορτογαλική παράδοση δεν θα αποτελούσε έκπληξη ότι το Σαλβαδόρ ντε Μπαία αρχίζει τον καινούργιο χρόνο σε μια τελετή που είναι ταυτοχρόνως εκ φύσεως και θρησκευτική και ναυτική επειδή αυτά τα δύο στοιχεία είναι εκείνα που καθόριζαν πάντοτε τον τρόπο ζωής της πόλης. Το Σαλαβαδόρ είναι η πρωτεύουσα της πολιτείας της Μπαία στη βορειοανατολική Βραζιλία. Βρίσκεται στη Μπαία ντε Τόντος ος Σάντος, τον τεράστιο και ήρεμο κόλπο που έλαβε την ονομασία από ένα μέλος του πληρώματος του Αμέρικο Βεσπούτσι κατά την άφιξή του εκεί την 1η Νοεμβρίου 1501. Λίγα χρόνια αργότερα, ένα πλοίο υπό τη διακυβέρνηση του Διόγο Αλβαρέζ ναυάγησε εκεί και του δόθηκε άσυλο από τη φυλή Τουπιναμπρά που ζούσε στην παραλία. Ο Αλβαρέζ νυμφεύτηκε την κόρη του αρχηγού Ταπαρίκα και κατέληξε να παίξει αποφασιστικό ρόλο όταν ο βασιλιάς της Πορτογαλίας, Ζοάο Γ΄, έδωσε εντολές να χτιστεί μια πόλη στον κόλπο.
Το 1549 ένας στόλος που μετέφερε περισσότερους από 1.000 αποίκους εγκατέλειψε τις ευρωπαϊκές ακτές υπό την αρχηγία του πλοιάρχου Τομέ ντε Σόουζα. Όταν έφτασαν στις ακτές της Μπαία ντε Τόντος ος Σάντος, τους καλωσόρισαν με όλες τις τιμές ο Αλβαρέζ και ο τοπικός πληθυσμός. Αυτή ήταν η αρχή του Σαλβαδόρ ντε Μπαία, της πρωτεύουσας της νέας αποικίας, ενώ στον Τομέ ντε Σόουζα απονεμήθηκε ο τίτλος του κυβερνήτη της Βραζιλίας.
Μετά από μισό αιώνα η πόλη είχε 1.600 κατοίκους και έκανε εμπόριο ζαχαροκάλαμου, καπνού και βάμβακα. Λίγο αργότερα ξεκίνησε το επικερδές εμπόριο σκλάβων, το οποίο με την ανάμιξη ιθαγενών Νοτιαμερικανών, Πορτογάλων αποίκων και Αφρικανών σκλάβων, έκανε την Μπαία πολυεθνική πόλη. Τέτοια ξαφνική ευημερία προσείλκυσε φυσικά την προσοχή των ξένων που άρχισαν να προπαρασκευάζουν εκστρατείες για την κατάκτηση της Μπαία.
Πρώτοι ήλθαν οι Ολλανδοί της Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών που κυβέρνησαν την πόλη το 1624-1625. Μόλις επανήλθε η ειρήνη, η Μπαία έγινε περιοχή πλούσια σε νέους θησαυρούς που προέρχονταν από τα ορυχεία χρυσού και διαμαντιών. Οι πλούσιοι Πορτογάλοι αξιωματούχοι άρχιζαν να κατασκευάζουν μεγαλοπρεπείς κατοικίες και μπαρόκ εκκλησίες. Μέχρι το 1763 είχε αναπτυχθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και αριθμούσε 60.000 κατοίκους από κάθε φυλή και εθνικότητα, όμως στη συνέχεις ο Πορτογάλος μονάρχης αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα νοτιότερα στη εξ ίσου ακμάζουσα πόλη Ρίο ντε Ζανέιρο. Αυτό αποτέλεσε την αρχή μιας αργής παρακμής του Σαλβαδόρ ντε Μπαία που δεν σταμάτησε ακόμη και με την ανεξαρτησία από την Πορτογαλία το 1822.
Η πόλη είναι διάσημη για την ομορφιά της αποικιακής αρχιτεκτονικής της. Η μεγαλύτερη απόδειξη του ευρωπαϊκού παρελθόντος της στο κάτω μέρος της πόλης διακρίνεται στα κατάλοιπα των οχυρώσεών της που κατασκευάστηκαν για την προστασία του σημαντικού λιμανιού και του Μερκάτο Μοντέλο όπου έφταναν τα προϊόντα. Στην κορυφή του λόφου, από την άλλη πλευρά, υπάρχει η μεγάλη Ιγκρέχα ντο Νόσο Σενιόρ ντο Μπονφίμ, αφιερωμένη στον πολιούχο άγιο της πόλης. Η καθημερινή ζωή στη Μπαία κατά το μεγαλύτερο μέρος λαμβάνει χώρα στο άνω τμήμα, που συνδέεται με το λιμάνι με έναν αναβατήρα ο οποίος κατασκευάστηκε αρχικώς το 1610 από Ιησουΐτες για να διευκολύνουν την εργασία των σκλάβων. Σήμερα δεν υπάρχει κανένα ίχνος από τον πρώτο αυτό μηχανισμό, μπορεί όμως κανείς να διακρίνει τον αναβατήρα Λασέρντα, έναν ογκώδη ατμοκίνητο σιδερένιο μηχανικό εξοπλισμό που εγκαταστάθηκε το 1868. Το άνω τμήμα της Μπαία περιέχει όχι μόνο τις οικίες των ευγενών και των εμπόρων αλλά και τους περισσότερους ναούς της πόλης. Ο θρύλος αναφέρει ότι κάποια εποχή υπήρχαν 365, ένας για κάθε μέρα του χρόνου, καταμαρτυρώντας τη δύναμη της θρησκείας σε μια πόλη όπου ο καθολικισμός ήταν συνήθως ενωμένος με τις ανιμιστικές δοξασίες των Αφρικανών σκλάβων που συνέθεταν τη συγκριτική λατρεία του Καντομπλέ. Ο ωραιότερος ναός είναι αναμφιβόλως η Ιγκρέχα ντε Σάο Φρανσίσκο, οι τοίχοι και το ιερό του οποίου είναι τελείως καλυμμένοι με φύλλα χρυσού.
Εκεί κοντά βρίσκεται και η αρχαία συνοικία Πελουρίνιο, ένα εντυπωσιακό μοναστηριακό συγκρότημα κτιρίων του 17ου και 18ου αιώνα. Η ονομασία Πελουρίνιο σημαίνει «τόπος των μαστιγίων» επειδή σε αυτή την τοποθεσία αγοράζονταν και πωλούνταν οι σκλάβοι. Σήμερα το παλαιό σκλαβοπάζαρο, στο Λάργκο ντο Πελουρίνιο, είναι η τοποθεσία της Φουντασάο Κάσα ντε Ζόρζε Αμάντο, προς τιμή του μεγάλου Βραζιλιάνου συγγραφέα ο οποίος έζησε σε παρακείμενο ξενοδοχείο στη διάρκεια των πανεπιστημιακών σπουδών του.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ»
Το 1549 ένας στόλος που μετέφερε περισσότερους από 1.000 αποίκους εγκατέλειψε τις ευρωπαϊκές ακτές υπό την αρχηγία του πλοιάρχου Τομέ ντε Σόουζα. Όταν έφτασαν στις ακτές της Μπαία ντε Τόντος ος Σάντος, τους καλωσόρισαν με όλες τις τιμές ο Αλβαρέζ και ο τοπικός πληθυσμός. Αυτή ήταν η αρχή του Σαλβαδόρ ντε Μπαία, της πρωτεύουσας της νέας αποικίας, ενώ στον Τομέ ντε Σόουζα απονεμήθηκε ο τίτλος του κυβερνήτη της Βραζιλίας.
Μετά από μισό αιώνα η πόλη είχε 1.600 κατοίκους και έκανε εμπόριο ζαχαροκάλαμου, καπνού και βάμβακα. Λίγο αργότερα ξεκίνησε το επικερδές εμπόριο σκλάβων, το οποίο με την ανάμιξη ιθαγενών Νοτιαμερικανών, Πορτογάλων αποίκων και Αφρικανών σκλάβων, έκανε την Μπαία πολυεθνική πόλη. Τέτοια ξαφνική ευημερία προσείλκυσε φυσικά την προσοχή των ξένων που άρχισαν να προπαρασκευάζουν εκστρατείες για την κατάκτηση της Μπαία.
Πρώτοι ήλθαν οι Ολλανδοί της Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών που κυβέρνησαν την πόλη το 1624-1625. Μόλις επανήλθε η ειρήνη, η Μπαία έγινε περιοχή πλούσια σε νέους θησαυρούς που προέρχονταν από τα ορυχεία χρυσού και διαμαντιών. Οι πλούσιοι Πορτογάλοι αξιωματούχοι άρχιζαν να κατασκευάζουν μεγαλοπρεπείς κατοικίες και μπαρόκ εκκλησίες. Μέχρι το 1763 είχε αναπτυχθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και αριθμούσε 60.000 κατοίκους από κάθε φυλή και εθνικότητα, όμως στη συνέχεις ο Πορτογάλος μονάρχης αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα νοτιότερα στη εξ ίσου ακμάζουσα πόλη Ρίο ντε Ζανέιρο. Αυτό αποτέλεσε την αρχή μιας αργής παρακμής του Σαλβαδόρ ντε Μπαία που δεν σταμάτησε ακόμη και με την ανεξαρτησία από την Πορτογαλία το 1822.
Η πόλη είναι διάσημη για την ομορφιά της αποικιακής αρχιτεκτονικής της. Η μεγαλύτερη απόδειξη του ευρωπαϊκού παρελθόντος της στο κάτω μέρος της πόλης διακρίνεται στα κατάλοιπα των οχυρώσεών της που κατασκευάστηκαν για την προστασία του σημαντικού λιμανιού και του Μερκάτο Μοντέλο όπου έφταναν τα προϊόντα. Στην κορυφή του λόφου, από την άλλη πλευρά, υπάρχει η μεγάλη Ιγκρέχα ντο Νόσο Σενιόρ ντο Μπονφίμ, αφιερωμένη στον πολιούχο άγιο της πόλης. Η καθημερινή ζωή στη Μπαία κατά το μεγαλύτερο μέρος λαμβάνει χώρα στο άνω τμήμα, που συνδέεται με το λιμάνι με έναν αναβατήρα ο οποίος κατασκευάστηκε αρχικώς το 1610 από Ιησουΐτες για να διευκολύνουν την εργασία των σκλάβων. Σήμερα δεν υπάρχει κανένα ίχνος από τον πρώτο αυτό μηχανισμό, μπορεί όμως κανείς να διακρίνει τον αναβατήρα Λασέρντα, έναν ογκώδη ατμοκίνητο σιδερένιο μηχανικό εξοπλισμό που εγκαταστάθηκε το 1868. Το άνω τμήμα της Μπαία περιέχει όχι μόνο τις οικίες των ευγενών και των εμπόρων αλλά και τους περισσότερους ναούς της πόλης. Ο θρύλος αναφέρει ότι κάποια εποχή υπήρχαν 365, ένας για κάθε μέρα του χρόνου, καταμαρτυρώντας τη δύναμη της θρησκείας σε μια πόλη όπου ο καθολικισμός ήταν συνήθως ενωμένος με τις ανιμιστικές δοξασίες των Αφρικανών σκλάβων που συνέθεταν τη συγκριτική λατρεία του Καντομπλέ. Ο ωραιότερος ναός είναι αναμφιβόλως η Ιγκρέχα ντε Σάο Φρανσίσκο, οι τοίχοι και το ιερό του οποίου είναι τελείως καλυμμένοι με φύλλα χρυσού.
Εκεί κοντά βρίσκεται και η αρχαία συνοικία Πελουρίνιο, ένα εντυπωσιακό μοναστηριακό συγκρότημα κτιρίων του 17ου και 18ου αιώνα. Η ονομασία Πελουρίνιο σημαίνει «τόπος των μαστιγίων» επειδή σε αυτή την τοποθεσία αγοράζονταν και πωλούνταν οι σκλάβοι. Σήμερα το παλαιό σκλαβοπάζαρο, στο Λάργκο ντο Πελουρίνιο, είναι η τοποθεσία της Φουντασάο Κάσα ντε Ζόρζε Αμάντο, προς τιμή του μεγάλου Βραζιλιάνου συγγραφέα ο οποίος έζησε σε παρακείμενο ξενοδοχείο στη διάρκεια των πανεπιστημιακών σπουδών του.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου