Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2009

BANGLADESH - ΜΠΑΝΓΚΛΑΝΤΕΣ

Μπανγκλαντές
Το Μπανγκλαντές είναι μια ασιατική χώρα με έκταση 143,999 km² και πληθυσμό 156.050.883, με βάση εκτιμήσεις του 2009 (κατατάσσεται 7η στον κόσμο). Πρωτεύουσα είναι η Ντάκα.
Ιστορία
Η Βρετανική κυριαρχία άρχισε στη Βεγγάλη - Σημερινό Μπανγκλαντές το 1765 όταν ο Ρόμπερτ Κλάιβ, επικεφαλής του στρατού της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών, νίκησε τον κυβερνήτη της Βεγγάλης στο Πλάσει. Το 1905 οι Βρετανοί πείθονται απ' τους Μουσουλμάνους και διχοτομούν το κράτος της Βεγγάλης. Έτσι δημιουργούνται οι: Ανατολική Βεγγάλη (υπό τον έλεγχο των Μουσουλμάνων) και η Δυτική Βεγγάλη (υπό τον έλεγχο των Βρετανών). Το 1906 η έδρα της Μουσουμαλνικής Ένωσης εγκαθίσταται στη Ντάκα.
Το 1947 οι Βρετανοί αποχωρούν από την Ινδία με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα καθαρά Μουσουλμανικό κράτος του Ανατολικού - σήμερα Μπανγκλαντές - και Δυτικού Πακιστάν, το οποίο χωρίζεται από 1,600 km&sup2 ινδικού εδάφους. Η πρωτεύουσα του κράτους εγκαθίσταται στο Ισλαμαμπάντ του Δυτικού Πακιστάν. Το 1949 ιδρύεται η ένωση Αούμι η οποία προωθεί την ιδέα της αυτονομίας από το Δυτικό Πακιστάν.
Οι εκλογές του 1970 δίνουν στον ηγέτη της ένωσης Αούμι, Σεΐχ Μουτζιμπού Ραχμάν καθαρή πλειοψηφία. Ξεσπά εξέγερση και ανταρτοπόλεμος μετά την άρνηση του Γιαχία Χαν να συγκαλέσει εθνοσυνέλευση. Το 1971 η ένωση Αούμι κηρύττει μονομερώς ανεξαρτησία. Ξεσπά εμφύλιος πόλεμος ο οποίος καταλήγει με νίκη των επαναστατών (ένωση Αούμι). Από τον πόλεμο 10.000.000 άνθρωποι μεταναστεύουν στην Ινδία.
Πολιτικά
Προεδρικές εκλογές 2009
Η εκλογή προέδρου ήταν να γίνει έμμεσα στις 16 Φεβρουαρίου του 2009. Εξαιτίας της απουσίας ενός εκλεγμένου κοινοβουλίου, η διαδικασία καθυστέρησε, με δεδομένο ότι η θητεία του Ιατζουντίν Αχμέτ είχε λήξει το Σεπτέμβριο του 2007. Ο σύνδεσμος Αγουάμι, που ήταν ο μεγάλος νικητής των βουλευτικών εκλογών του 2008, όρισε υποψήφιο για το ύπατο αξίωμα το Ζιλούρ Ραχμάν. Ήταν ο μοναδικός υποψήφιος που κατέθεσε την υποψηφιότητά του έγκαιρα, καθώς η προθεσμία ήταν ως τις 9 Φεβρουαρίου. Καθώς δεν απέσυρε την υποψηφιότητά του ως την προθεσμία (11 Φεβρουαρίου), η Εκλογική Επιτροπή τον ανακήρυξε εκλεγμένο πρόεδρο. Ορκίστηκε και ανέλαβε καθήκοντα στις 12 Φεβρουαρίου.
Γενικές εκλογές 2008
Οι τελευταίες γενικές εκλογές διεξήχθησαν στις 29 Δεκεμβρίου του 2008. Η συμμετοχή ήταν της τάξης του 80 τοις εκατό και ήταν η μεγαλύτερη στην ιστορία της χώρας.
. Ήταν οι πρώτες εκλογές στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν ταυτότητες με φωτογραφίες των ψηφοφόρων ώστε να αποφευχθούν οι διπλοψηφίες. Οι εκλογές διεξήχθησαν υπό μια ουδέτερη υπηρεσιακή κυβέρνηση έπειτα από διετή στρατιωτική διακυβέρνηση. Γύρω στους 50.000 στρατιώτες και 600.000 αστυνομικοί περιφρούρησαν τα εκλογικά τμήματα και τους γύρω χώρους, με σκοπό να αποφευχθούν επεισόδια βίας και νοθείας. Από πλευράς παρατηρητών, στη χώρα έφτασαν 200.000 εκλογικοί παρατηρητές, ανάμεσά τους και 2.500 από χώρες του εξωτερικού. Το κόμμα της Χαλίντα Ζία ισχυρίστηκε ότι οι μεγάλες απώλειες που υπέστη το κόμμα της οφείλονταν σε παρατυπίες. Σε βίαια επεισόδια έπειτα από τη διενέργεια των εκλογών σκοτώθηκαν 2 άτομα. H Χασίνα ανέλαβε πρωθυπουργός στις 6 Ιανουαρίου του 2009.
Άμυνα
Οι Ένοπλες Δυνάμεις εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο στα ζητήματα της χώρας. Στις 25 Φεβρουαρίου του 2009 εκδηλώθηκε στην Ντάκα ανταρσία από στρατιώτες της παραστρατιωτικής ομάδας συνοριοφυλάκων "Τουφέκια του Μπανγκλαντές" (BDR) . Πάνω από 1000 στρατιώτες της εν λόγω παραστρατιωτικής ομάδας κατέλαβαν το αρχηγείο των BDR και πήραν ως ομήρους πολλούς αξιωματικούς. Τη δεύτερη μέρα η ανταρσία εξαπλώθηκε σε άλλες 12 πόλεις πέρα από την πρωτεύουσα. Η στάση έληξε στις 27 Φεβρουαρίου. Η εξέγερση τερματίστηκε με την παράδοση των όπλων από τους στασιαστές και την απελευθέρωση των ομήρων. Από τους 181 αξιωματικούς του στρατού οι οποίοι βρίσκονταν στο αρχηγείο των BDR όταν ξεκίνησε η στάση επέζησαν μόλις οι 33. H κυβέρνηση ζήτησε τη βοήθεια του FBI και της Σκότλαντ Γιαρντ για τη διεξαγωγή των ερευνών με την κωδική ονομασία "επιχείρηση κυνήγι ανταρτών", με σκοπό να βρει τους δράστες της ανταρσίας.

ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

TITIKAKA LAKE - ΛΙΜΝΗ ΤΙΤΙΚΑΚΑ

Τιτικάκα
Η λίμνη Τιτικάκα βρίσκεται στη Νότιο Αμερική σε οροπέδιο των Άνδεων, στα σύνορα της Βολιβίας και του Περού και σε υψόμετρο 3812 μέτρων πάνω από τη θάλασσα. Είναι η σε μεγαλύτερο υψόμετρο ευρισκόμενη λίμνη του κόσμου.
Έχει συνολική επιφάνεια περίπου 8400 τετραγωνικών χιλιομέτρων και το βαθύτερο σημείο της εντοπίζεται στα 280 μέτρα περίπου. Εκτείνεται από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά σε μήκος 190 χιλιομέτρων. Το πλατύτερο σημείο της έχει εύρος 80 χιλιομέτρων. Το νερό της λίμνης είναι βρόχινο ή προέρχεται από την τήξη των πάγων στις οροσειρές που την περιβάλλουν.
Η λίμνη Τιτικάκα τροφοδοτείται από πέντε κυρίως ποταμούς που εκβάλλουν σε αυτήν, τους: Ράμις, Κοάτα, Ιλάβε, Χουανκανεμ και Σουτζες. Στη λίμνη υπάρχουν ένα μεγάλο νησί και 41 μικρότερα νησιά, ορισμένα από τα οποία είναι τεχνητά. Ο πληθυσμός γύρω απο τη λίμνη και στην ομώνυμη παραλίμνια πόλη διατηρεί ακόμη κάποιες από τις παραδόσεις των Ίνκας, με κύρια ασχολία την αλιεία και τη χειροτεχνία. Το βολιβιανό Ναυτικό χρησιμοποιεί την λίμνη για την διεξαγωγή ασκήσεων, παρά το γεγονός ότι η Βολιβία είναι περίκλειστη χώρα.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

ALPS - ΑΛΠΕΙΣ

Άλπεις
Οι Άλπεις είναι το συλλογικό όνομα ενός εκ των μεγάλων συστημάτων οροσειράς στην Ευρώπη, εκτεινόμενες από την Αυστρία και την Σλοβενία στα ανατολικά, μέσω της Ιταλίας, της Ελβετίας, του Λιχτενστάιν και της Γερμανίας έως την Γαλλία στα δυτικά. Η λέξη Άλπεις σημαίνει βουνά. Το ψηλότερο βουνό στις Άλπεις είναι το Μον Μπλαν (Mont Blanc) με 4.810 μέτρα στα Γαλλό-Ιταλικά σύνορα.
Γενική Θεώρηση
Οι Άλπεις χωρίζονται γενικά στις Δυτικές Άλπεις και τις Ανατολικές Άλπεις. Ο διαχωρισμός είναι κατά μήκος της λίμνης Κονστάνς κατά μήκος του Ρήνου ως τη λίμνη Κόμο. Οι Δυτικές Άλπεις βρίσκονται στην Ιταλία, Γαλλία και Ελβετία ενώ οι Ανατολικές Άλπεις στις Αυστρία, Γερμανία, Ιταλία, Λιχτενστάιν, Σλοβενία και Ελβετία. Η υψηλότερη κορυφή των Δυτικών Άλπεων είναι το Μον Μπλαν, στα 4.180 μέτρα και των Ανατολικών Άλπεων το Πιζ Μπερνίνα στα 4.052 μέτρα.
Μια σειρά από χαμηλότερες οροσειρές διατρέχουν παράλληλα της κεντρικής αλυσίδας των Άλπεων, συμπεριλαμβανομένων των Γαλλικών Πρεάλπεων.
Γεωγραφικά όρια
Τα όρια των Άλπεων εξαρτώνται από το νόημα που δίνουμε στον όρο Άλπεις αναφερόμενοι στην μεγάλη οροσειρά της κεντρικής Ευρώπης.
Σήμερα τα όρια των Άλπεων συνήθως βασίζονται σε γεωλογικά κριτήρια, γεγονός που σημαίνει πως οι λόφοι που αναπτύχθηκαν από κοινού με τα υψηλότερα μέρη των Άλπεων συμπεριλαμβάνονται επίσης. Για παράδειγμα στην Αυστρία το Βιενερβάλντ (Wienerwald), ένα δασώδες ακρωτήρι, θεωρείται συνήθως μέρος των Άλπεων, ενώ οι λόφοι της βόρειας Άνω Αυστρίας και της βορειοδυτικής Κάτω Αυστρίας, που γεωλογικά είναι πολύ παλαιότεροι, δεν περιλαμβάνονται.
Κεντρικές διαβάσεις
Αν και οι Άλπεις σχηματίζουν ένα φυσικό οχυρό, ποτέ δεν αποτέλεσαν αδιάβατο οχυρό. Από παλαιότερες εποχές μέχρι σήμερα, διασχίστηκαν για διάφορους σκοπούς, όπως πολεμικούς και εμπορικούς, και αργότερα από προσκυνητές, φοιτητές και τουρίστες. Τα μέρη που διασχίστηκαν αποκαλούνται περάσματα, και είναι σημεία στα οποία η αλπική αλυσίδα βυθίζεται για να δημιουργήσει κοιλώματα. Σήμερα υπάρχουν αρκετοί δρόμοι και σιδηροδρομικοί δίοδοι.
Κλίμα
Το κλίμα των Άλπεων είναι το ίδιο με το κλίμα -- ή τις μέσες καιρικές συνθήκες (για αρκετό χρονικό διάστημα) -- της κεντρικής Αλπικής περιοχής της Ευρώπης. Καθώς ανυψωνόμαστε από το επίπεδο θαλάσσης σε υψηλότερες περιοχές της ατμόσφαιρας, η θερμοκρασία μειώνεται. Το αποτέλεσμα των οροσειρών στους επικρατόντες ανέμους είναι η μεταφορά ζεστού αέρα που ανήκει σε χαμηλότερη περιοχή στην υψηλότερη ζώνη, όπου επεκτείνεται σε όγκο με ανάλογη απώλεια θερμότητας, συχνά συνοδευόμενο από την καθίζηση της ομίχλης με τη μορφή χιονιού ή βροχής.
Πολιτική ιστορία
Δεν είναι πολλά γνωστά για τους πρώτους κατοίκους των Άλπεων, εκτός από τις λιγοστές αναφορές Ρωμαίων και Ελλήνων ιστορικών και γεωγράφων. Μερικές λεπτομέρειες έχουν φτάσει ως εμάς από την κατάκτηση πολλών Αλπικών φυλών από τον Αύγουστο.
Η διαδοχική μετανάστευση και κατάληψη της Αλπικής περιοχής από διάφορες Τευτονικές φυλές από τον 5ο ως τον 6ο αιώνα είναι επίσης γνωστές μόνο σχηματικά , γιατί σ’αυτούς, όπως και στους Φράγκους βασιλιάδες και αυτοκράτορες, οι Άλπεις πρόσφεραν μία δίοδο από ένα μέρος σε άλλο παρά μόνιμη κατοικία.
Μετά την τελική διάλυση την Καρολινγκιανής Αυτοκρατορίας στον 10ο και 11ο αιώνα αρχίζει η καταγραφή της τοπικής ιστορίας διαφόρων μερών των Άλπεων.
Χλωρίδα
Πολλοί συγγραφείς θεωρούν την ανάπτυξη καρπών ως το χαρακτηριστικών των ορεινών περιοχών. Ωστόσο υπάρχουν πολλές ποικιλίες καλλιεργούμενων κοινών ειδών με διαφορετικές κλιματολογικές απαιτήσεις.
Ένα φυσικό όριο παρέχεται από την παρουσία βασικών φυλλοβόλων δέντρων όπως η βελανιδιά, η οξιά, η μελία και ο πλάτανος. Αυτά δεν φτάνουν στο ίδιο υψόμετρο και ούτε συναντώνται συχνά να αναπτύσσονται παράλληλα. Ωστόσο, το ανώτατο όριό τους αντιστοιχεί με αρκετή ακρίβεια στην αλλαγή από ένα μέτριο σε ένα ψυχρότερο κλίμα που αποδεικνύεται περαιτέρω από αλλαγή στην άγρια βοτανική βλάστηση. Το όριο βρίσκεται συνήθως μεταξύ των 1.200 μέτρων από τη θάλασσα στην βόρεια πλευρά των Άλπεων, ενώ στις νοτιότερες πλαγιές φτάνει συνήθως τα 1.500 μέτρα, ορισμένες φορές και τα 1.700 μέτρα.
Δεν πρέπει να εννοηθεί πως η περιοχή αυτή σημαδεύεται πάντα από την παρουσία των χαρακτηριστικών δέντρων. Η ανθρώπινη ανάμειξη έχει συμβάλει στον αφανισμό τους σε πολλές περιοχές και εξαιρουμένων των δασών από οξιές στις Αυστριακές Άλπεις, δύσκολα μπορεί κανείς να συναντήσει αξιοσημείωτα δάση φυλλοβόλων δέντρων. Σε πολλές περιοχές όπου υπήρχαν τέτοια δάση, έχουν αντικατασταθεί από Σκωτσέζικα πεύκα και Νορβηγικά έλατα που είναι πιο ανθεκτικά στην βόσκηση.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Τρίτη 10 Μαρτίου 2009

BULGARIA - ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ

Βουλγαρία
Η Δημοκρατία της Βουλγαρίας (Βουλγάρικα: Република България [Ρεπούμπλικα Μπουλγκάριγια]) είναι μια χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης με έκταση 110.910 τετραγωνικά χλμ. και πληθυσμό 7.262.675, με βάση εκτιμήσεις του 2008.
Βρέχεται στα ανατολικά από τη Μαύρη Θάλασσα, ενώ συνορεύει με την Ελλάδα στα νότια, την Τουρκία στα ανατολικά, την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας στα δυτικά, τη Σερβία και τη Ρουμανία στα βόρεια. Φυσικό σύνορο μεταξύ της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας αποτελεί ο ποταμός Δούναβης.
Ιστορία
Η σημερινή Βουλγαρία, στα εδάφη της οποίας εκτεινόταν κατά την αρχαιότητα η περιοχή που ονομαζόταν από τους Έλληνες Μοισία, φαίνεται ότι ήταν κατοικημένη από την παλαιολιθική εποχή, ενώ είναι βεβαιωμένη η ύπαρξη ανθρώπων από τη νεολιθική εποχή. Στην εποχή του Χαλκού, φυλές προερχόμενες από το βορρά αναμείχθηκαν με τους εγχώριους πληθυσμούς και φαίνεται ότι από την ανάμειξη αυτή προήλθαν οι Θράκες και οι Ιλλυριοί. Κατά την εποχή του Ορείχαλκου, στη Βουλγαρία κατοικούσαν οι Μοισοί, ενώ προς το Δούναβη κατοικούσαν Γέτες και βορειότερα Δάκες. Στην αρχή της εποχής του σιδήρου πραγματοποιήθηκε η κάθοδος των Δωριέων και τον 8ο αιώνα π.x. εισέβαλαν από το βορρά οι Κιμμέριοι. Από τον 3ο αι.μ.Χ. ήταν αδιάκοπη η κίνηση λαών στη Βουλγαρία: Γαλάτες, Βησιγότθοι, Αλβανοί, Άβαροι περνούσαν αδιάκοπα απο τη χώρα. Μαζί με αυτούς διείσδυσαν και οι Σλάβοι. Στους Σλάβους αυτούς ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Τιβέριος Β' παραχώρησε εδάφη στα νότια του Δούναβη. Η πρώτη επιδρομή των ανατολικών Ούννων και των Βουλγάρων κατά του βυζαντινού κράτους έγινε το 493, όταν αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Αναστάσιος Α'. Ιδρυτής του Βουλγαρικού κράτους ήταν ο Ασπαρούχ. Οι Βούλγαροι υποδουλώθηκαν στους Τούρκους το 1396. Η Βουλγαρία απέκτησε επίσημα την ανεξαρτησία της στις 5 Οκτωβρίου 1908. Την 1η Ιανουαρίου 2007 η Βουλγαρία έγινε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τον Ιανουάριο του 2009 στη Σόφια έγιναν οι χειρότερες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις από το 1997, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, της φτώχειας και της διαφθοράς στη χώρα. Στη διαδήλωση της 14ης Ιανουαρίου έγιναν τουλάχιστον 150 συλλήψεις και σημειώθηκαν τραυματισμοί στις συμπλοκές ανάμεσα σε διαδηλωτές και στην αστυνομία.

Γεωγραφία
Στα νότια της χώρας βρίσκεται η οροσειρά της Ροδόπης, η οποία την χωρίζει από την Ελλάδα. Βορειότερα βρίσκεται η πεδιάδα που σχηματίζει ο ποταμός Έβρος (βουλγ. Μαρίτσα). Δυτικότερα είναι η κοιλάδα του ποταμού Στρυμώνα (βουλγ. Στρούμα) κοντά στην οποία βρίσκεται και το όρος Ρίλα με τη ψηλότερη κορυφή στα Βαλκάνια, που ονομάζεται Μουσαλά (2.925 μέτρα). Το βόρειο τμήμα της Βουλγαρίας αποτελεί μέρος της μεγάλης πεδιάδας που σχηματίζει ο Δούναβης, νότιο όριο της οποίας δημιουργεί η οροσειρά του Αίμου (βουλγ. Στάρα Πλανινά).
Πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της χώρας είναι η Σόφια με περίπου 1.100.000 κατ. Άλλες μεγάλες πόλεις είναι η Φιλιππούπολη (βουλγ. Πλόβντιφ), η Βάρνα (θερινή πρωτεύουσα - όπως αποκαλείται από τους Βούλγαρους) και ο Πύργος (βουλγ. Μπουργκάς) στη Μαύρη Θάλασσα, η Στάρα Ζαγόρα, το Πλέβεν, το Λόβετς, το Σούμεν, το Ρούσε (στις όχθες του Δούναβη) και το Βελίκο Τάρνοβο (η πρώτη πρωτεύουσα της Βουλγαρίας).
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

MACAU - ΜΑΚΑΟΥ

Μακάου
Η Ειδική Διοικητική Περιφέρεια Μακάου της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (κινέζικα: 中華人民共和國澳門特別行政區 πορτογαλικά: Região Administrativa Especial de Macau da República Popular da China [ πορτογαλικά ], συντομογραφία RAEM), ευρύτερα γνωστή ως Μακάο, είναι μια μικρή περιοχή της νοτιοανατολικής ακτής της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, με έκταση 27.3 km² και 460,000 πληθυσμό. Διοικούμενο από την Πορτογαλία ως το 1999, ήταν η παλιότερη ευρωπαϊκή αποικία στην Κίνα, χρονολογούμενη από τον 16ο αιώνα. Η διοίκηση του Μακάο μεταβιβάστηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1999 στη Λ.Δ. της Κίνας και είναι τώρα μία από τις δύο ειδικές διοικητικές περιφέρειες της χώρας, μαζί με το Χονγκ Κονγκ.
Επίσημη γλώσσα του Μακάο είναι τόσο η μανδαρινική κινεζική όσο και η πορτογαλική. Επίσης χρησιμοποιείται επίσημα η καντονεζική διάλεκτος της κινεζικής.
Γεωγραφία
Το Μακάου ή Μακάο (Macau ή Macao) άλλοτε υπερπόντιο εδαφικό διαμέρισμα της Πορτογαλίας, βρίσκεται στις νότιες ακτές της Κίνας, στην οποία επιστράφηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1999. Βρίσκεται στη δυτική πλευρά των εκβολών του ποταμού Τσου (Τσου Τσιανγκ), νότια από την Καντόνα και απέναντι από την πρώην βρετανική αποικία τού Χονγκ Κονγκ. Περιλαμβάνει μια μικρή και στενή χερσόνησο τής κινεζικής επαρχίας Κουάνγκ-τουνγκ και τα νησιά Τάιπα και Κουλόανε. Έχει συνολική έκταση 16,9 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Η πόλη του Μακάου καταλαμβάνει ολόκληρη σχεδόν τη χερσόνησο. Η ονομασία της προέρχεται από την κινεζική λέξη Α-μανγκάο, δηλαδή Όρμος της θεάς Α-μα, προστάτιδας των ναυτικών.
Τόσο η χερσόνησος όσο και τα νησιά αποτελούνται από γρανιτικούς λόφους που περιβάλλονται από μικρές επίπεδες εκτάσεις. Το υψηλότερο σημείο του εδαφικού διαμερίσματος βρίσκεται στο νησί Κουλόανε και φθάνει τα 174 μέτρα. Δεν υπάρχουν μόνιμα ποτάμια ρεύματα και το γλυκό νερό είτε συλλέγεται από τις βροχές είτε εισάγεται.
Το Μακάου βρίσκεται στην τροπική ζώνη. Τα 4/5 των ετήσιων βροχών του, που κυμαίνονται από 1.000 ως 2.500 χιλιοστόμετρα, πέφτουν κατά τη θερινή περίοδο των βροχών, όταν από τον Απρίλιο ώς τον Σεπτέμβριο πνέει ο νοτιοδυτικός μουσώνας. Εκτός από βροχεροί, οι θερινοί μήνες είναι επίσης θερμοί, υγροί και γενικά δυσάρεστοι. Οι χειμώνες αντίθετα, μπορεί να είναι θαυμάσιοι.
Η φυσική βλάστηση, πριν από την αποψίλωση τών λόφων για την παραγωγή καυσόξυλων και τη δημιουργία χώρου για κατοικίες, αποτελούνταν από αείφυλλα δάση μουσώνων. Στα νησιά υπάρχουν κατά τόπους μικρές γεωργικές εκτάσεις, αλλά οι γεωργικοί οικισμοί είναι μικροί. Στα κύρια προϊόντα συγκαταλέγονται τα λαχανικά και τα φασόλια.
Ιστορία
Το πρώτο πορτογαλικό πλοίο αγκυροβόλησε στις εκβολές του ποταμού Τσου το 1513 και ακολούθησαν τακτικές επισκέψεις των Πορτογάλων. Το εμπόριο με την Κίνα πήρε επίσημη μορφή το 1553 και το Μακάου έγινε το κύριο κέντρο διακίνησης τού διεθνούς εμπορίου με την Κίνα και την Ιαπωνία. Αν και το εμπόριο τής Κίνας με τον έξω κόσμο σταδιακά επικεντρώθηκε στην Καντόνα, στα τέλη του 18ου αιώνα οι έμποροι μπορούσαν να εισέλθουν στην πόλη αυτή μόνο κατά τη διάρκεια τής εμπορικής περιόδου (από τον Νοέμβριο ώς τον Μάιο). Έτσι η διεθνής εμπορική κοινότητα εγκαταστάθηκε στο Μακάου. Στα τέλη του 19ου αιώνα, όμως, το Χονγκ Κονγκ υποσκέλισε το εμπόριο τού Μακάου και σε λίγα χρόνια οι έμποροι εγκατέλειψαν την πορτογαλική κτήση, που ποτέ δεν επανέκτησε την πρότερη εμπορική σημασία της.
Δημογραφία
Ο πληθυσμός υπολογιζόταν, το 1998, σε 426.000. Ανέκαθεν στο Μακάου υπήρχαν σχετικά λίγοι Πορτογάλοι, ενώ οι ντόπιοι Κινέζοι αποτελούν τη μεγάλη πλειονότητα τών κατοίκων.
Οικονομία
Εκτός από αποθέματα αλιευμάτων στις εκβολές τού ποταμού Τσου, το Μακάου διαθέτει περιορισμένου φυσικούς πόρους. Αποτελεί, όμως, ελεύθερο λιμάνι και το εμπόριο κατέχει σημαντική θέση στην οικονομία του. Το 1996, το ΑΕΠ ανερχόταν σε 7,3 εκ. δολάρια ΗΠΑ (17.600 δολ. ΗΠΑ κατά κεφαλήν). Κύριο εξαγώγιμο προϊόν είναι τα κλωστοϋφαντουρικά προϊόντα, αλλά εξάγονται επίσης πυροτεχνήματα, παιχνίδια, κινεζικά κρασιά, λιβάνι, κασέλες από ξύλο καμφορόδεντρου, τεχνητά άνθη και ηλεκτρονικά.
Το Μακάου είναι γνωστό για τη βιομηχανία στοιχήματος και τα καζίνο του

ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

CHAD - ΤΣΑΝΤ

Τσαντ
To Τσαντ (στα γαλλικά Republique du Tchad, Αραβικά "تشاد;" ,αγγλικά "Chad"), είναι χώρα της Αφρικής με έκταση 1.284.000 km² και πληθυσμό (κατατάσσεται 75ο στον κόσμο) 10.111.337 . Συνορεύει Δυτικά με το Καμερούν, την Νιγηρία και τον Νίγηρα, Βόρεια με τη Λιβύη, Ανατολικά με το Σουδάν και Νότια με την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Πρωτεύουσας είναι η Ντζαμένα (N'djamena). Στη χώρα αυτή ομιλούνται πάνω από 100 διαφορετικές γλώσσες και διάλεκτοι. Τη μεγαλύτερη εθνική συνοχή αποτελεί η φυλή "Σάρα" στο νότιο Τσαντ, ενώ άραβες και αραβόφωνοι βρίσκονται στο κεντρικό και στο βόρειο Τσαντ.
Η χώρα διέκοψε διπλωματικές σχέσεις με την Ταϊβάν (2006) ενώ αποκατέστησε τις σχέσεις με την Κίνα.
Ιστορία
Το Τσαντ, μέρος των αφρικανικών αποικιών της Γαλλίας έως το 1960, υπόμεινε τρεις δεκαετίες εμφύλιων εχθροπραξιών καθώς επίσης και εισβολών από τη Λιβύη προτού να αποκατασταθεί τελικά ένα είδος ειρήνης το 1990. Η κυβέρνηση σύνταξε τελικά ένα δημοκρατικό σύνταγμα, και διεξήγαγε νόθες προεδρικές εκλογές το 1996 και το 2001. Το 1998, μια εξέγερση ξέσπασε στο βόρειο Τσαντ, το οποίο έχει αναφλεχθεί σποραδικά παρά τις διάφορες συμφωνίες ειρήνης μεταξύ της κυβέρνησης και των επαναστατών. Το 2005, νέες επαναστατικές ομάδες προέκυψαν στο δυτικό Σουδάν και έκαναν δοκιμαστικές επιθέσεις στο ανατολικό Τσαντ, παρά την υπογραφή των συμφωνιών ειρήνης του Δεκεμβρίου 2006 και Οκτωβρίου 2007. Η εξουσία παραμένει στα χέρια μιας εθνικής μειονότητας. Τον Ιούνιο του 2005, ο Πρόεδρος Ιντρίς Ντεμπί διεξήγαγε ένα δημοψήφισμα αφαιρώντας επιτυχώς τα συνταγματικά όρια θητείας και κέρδισε άλλη μια αμφισβητούμενη εκλογή το 2006. Οι σποραδικές επαναστατικές εκστρατείες συνεχίστηκαν καθ' όλη τη διάρκεια του 2006 και του 2007, και η πρωτεύουσα δοκίμασε μια σημαντική επαναστατική απειλή στις αρχές του 2008.
Κρίση 2008
Το Φεβρουάριο του 2008 κορυφώθηκαν οι συγκρούσεις των ανταρτών και του κυβερνητικού στρατού. Στις 2 Φεβρουαρίου οι αντάρτες εισήλθαν στην πρωτεύουσα Ντζαμένα και ο Πρόεδρος Ιντρίς Ντεμπί επεχείρησε να σπάσειτον κλοιό τους. Ο εκ των ηγετών των ανταρτών Τιμάν Εντιμί φερόταν αποφασισμένος να ανατρέψει τον Πρόεδρο. Ωστόσο, ο ρόλος του είναι αμφιλεγόμενος, καθώς είναι θείος του Ντεμπί. Επίσης, υπάρχουν και άλλες ομάδες ανταρτών. H εξέγερση κατεστάλη από τον κυβερνητικό στρατό, ενώ ήδη είχαν απομακρυνθεί από τη χώρα οι ξένοι υπήκοοι. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, σε ειδική συνεδρίαση, καταδίκασε την προσπάθεια των ανταρτών να καταλάβουν την Ντζαμένα και η Διεθνής Κοινότητα στήριξε την παρούσα κυβέρνηση. Οι αντάρτες εξοπλίζονται και από το Σουδάν, κάτι το οποίο η σουδανική κυβέρνηση το έχει αρνηθεί. Σύμφωνα με τις διεθνείς οργανώσειςσκοτώθηκαν δεκάδες άνθρωποι και πάνω από 500 τραυματίστηκαν. Αρκετοί κατέφυγαν στο Καμερούν. To Μάιο του 2008 το Σουδάν διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με το Τσαντ, κατηγορώντας την Ντζαμένα ότι προσέφερε βοήθεια στους αντάρτες του Νταρφούρνα εξαπολύσουν επίθεση εναντίον του Χαρτούμ.
Οικονομία
Η κυρίως γεωργική οικονομία του Τσαντ θα συνεχίσει να ωθείται από σημαντικά προγράμματα άμεσης ξένης επένδυσης στο τομέα του πετρελαίου που άρχισε το 2000. Τουλάχιστον 80% του πληθυσμού του Τσαντ στηρίζεται στην καλλιέργεια και την κτηνοτροφία ως οικονομικούς πόρους. Η οικονομία του Τσαντ έχει παρεμποδιστεί από καιρό από την περιβαλλόμενη από ξηρά θέση, τις υψηλές δαπάνες ενέργειας, και ένα ιστορικό αστάθειας. Το Τσαντ στηρίζεται στην ξένη βοήθεια και το ξένο κεφάλαιο για τα περισσότερα προγράμματα επένδυσης στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Μια κοινοπραξία δύο αμερικανικών επιχειρήσεων έχει επενδύσει 3.7 δισεκατομμύρια δολάρια για να αναπτύξει αποθέματα πετρελαίου - που υπολογίζονται σε 1 δισεκατομμύριο βαρέλια - στο νότιο Τσαντ. Κινεζικές επιχειρήσεις επεκτείνουν επίσης τις προσπάθειες εξερεύνησης και προγραμματίζουν να χτίσουν ένα διυλιστήριο. Τα συνολικά εθνικά αποθέματα πετρελαίου έχουν υπολογιστεί ότι είναι 1.5 δισεκατομμύριο βαρέλια. Η παραγωγή πετρελαίου μπήκε σε ροή στα τέλη του 2003. Το Τσαντ άρχισε να εξάγει πετρέλαιο το 2004. Βαμβάκι, βοοειδή, και αραβικό κόμμι παρέχουν τον κύριο όγκο αποδοχών μη πετρελαιοφόρων εξαγωγών του Τσαντ.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

GRENADA - ΓΡΕΝΑΔΑ

Γρενάδα
Η Γρενάδα είναι μια χώρα στην Καραϊβική θάλασσα με έκταση 344km² και πληθυσμό 90.343 με βάση εκτιμήσεις για τον Ιούλιο του 2008 και κατατάσσεται 187η στον κόσμο. Το όνομα της πρωτεύουσας είναι Άγιος Γεώργιος. Γενικός Κυβερνήτης είναι ο Καρλάιλ Γκλιν και Πρωθυπουργός της Γρενάδας είναι ο Τίλμαν Τόμας.
Φυσική Γεωγραφία και κλίμα
Με 311 χιλιόμετρα έκταση, το νησί είναι το μικρότερο από την ομάδα των Προσήνεμων Νήσων. Έχει ωοειδές σχήμα και είναι κατά κύριο λόγο ορεινό. Το ψηλότερο σημείο της χώρας είναι το παλαιό ανενεργό ηφαίστειο της Αγίας Αικατερίνης (838 μ.).
Η χώρα έχει λίμνες, όπως η Γκραντ Ετάνγκ (σημαίνει μεγάλη λίμνη) , ωραίες παραλίες και θερμοπηγές (όπως η Ριβιέρ Σαλέ). Τα σημαντικότερα από τα νησιά είναι η ηφαιστειογενής Μικρή Μαρτινίκα (περίπου 2 τετρ. χλμ.) και η Καριακού (περίπου 30 τετρ. χλμ.), τα οποία αποτελούν την ομώνυμη εξαρτημένη περιοχή της Γρενάδας. Πρωτεύουσα της Καριακού είναι το Χίλσμπορο, που είναι κτισμένο στο φερώνυμο κόλπο.
Οι αληγείς άνεμοι συντελούν στο να μετριαστούν οι επιδράσεις του τροπικού κλίματος. Έτσι, από το Δεκέμβριο ως τον Απρίλιο το κλίμα γίνεται πιο ήπιο. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 28 βαθμοί Κελσίου. Οι βροχοπτώσεις είναι ανάλογες με το υψόμετρο. Στις υψηλότερες περιοχές της χώρας φτάνουν και τα 3.000 χιλιοστά. Η υγρή εποχή είναι από τον Ιούνιο μέχρι το Δεκέμβριο.

Δημογραφία
Οι περισσότεροι κάτοικοι του νησιού είναι Αφροαμερικανοί , ενώ το 13% είναι απόγονοι των άλλοτε αποικιοκρατών, Ευρωπαίων, καθώς επίσης και Αφρικανοί μιγάδες. Υπάρχουν επίσης Ευρωπαίοι, Ασιάτες και αυτόχθονες Καρίβες. Το 2006 το προσδόκιμο ζωής ήταν 63 χρόνια στους άνδρες και 66,6 στις γυναίκες. Ένα από τα κυριότερα προβλήματα στη Γρενάδα είναι η υπογεννητικότητα. Το 2006 ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού ήταν της τάξης του 0,26%. Άλλο σημαντικό ζήτημα είναι και η έντονη μετανάστευση.
Το δόγμα που επικρατεί είναι το χριστιανικό (περισσότερο από το 50% των Χριστιανών είναι Ρωμαιοκαθολικοί και οι υπόλοιποι είναι Προτεστάντες και Αγγλικανοί).
Η επίσημη γλώσσα της Γρενάδας είναι τα αγγλικά. Ομιλούνται ακόμα και η πατουά , όπως και άλλες γαλλικές διάλεκτοι. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζει στις πόλεις (40%). Εκτός από την πρωτεύουσα, αξιόλογες πόλεις είναι και η Γκρενβίλ, χτισμένη στον ομώνυμο κόλπο, που αποτελεί λιμάνι, και η Γκουγιάβ.
Ιστορία
Το νησί ανακαλύφθηκε από τον Κολόμβο, το 1498. Οι Γάλλοι ίδρυσαν το 1650 την πρωτεύουσα, Άγιο Γεώργιο. Πρώτοι άποικοι ήταν Άγγλοι έμποροι. Το 17ο αιώνα η Γαλλία κατέλαβε τα νησιά. Τελικά, έγιναν αποικία του Ηνωμένου Βασιλείου, από το 1763 ως το 1958, με εξαίρεση την περίοδο 1779-1783, οπότε και τέθηκε ξανά υπό την επικυριαρχία των Γάλλων. Το 1958 έγινε μέλος της Ομοσπονδίας των Δυτικών Ινδιών, ως το 1962. Η πολυπόθητη ανεξαρτησία έφτασε στις 7 Φεβρουαρίου 1974. Η Γρενάδα έγινε μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και πρώτος Πρωθυπουργός ανέλαβε ο Σερ Έρικ Γκέρι.
Το 1979 συντελέστηκε η ανατροπή του Γκέρι σε πραξικόπημα, από τον μαρξιστή Μόρις Μπίσοπ, ο οποίος ακολούθησε πολιτική φίλα προσκείμενη προς την ΕΣΣΔ. Ο Μπίσοπ δολοφονήθηκε τον Οκτώβριο του 1983, μετά την εισβολή από 2.000 πεζοναύτες των ΗΠΑ στο νησί, που άρχισε στις 25 Οκτωβρίου 1983. Έπειτα από μία μεταβατική περίοδο, το 1984 Πρωθυπουργός έγινε ο Χέρμπερτ Μπλέιζ, από το συντηρητικό Νέο Εθνικό Κόμμα. Ο Μπλέιζ κυβέρνησε μέχρι το 1989, οπότε τον διαδέχθηκε ο Νίκολας Μπραθγουέιτ, από το Εθνικό Δημοκρατικό Κογκρέσο. Το 1995 ανέλαβε ο Τζορτζ Μπριζάν, που κυβέρνησε για πολύ λίγο. Την ίδια χρονιά αναδείχθηκε νικητής των εκλογ
ών ο Κιθ Μίτσελ, ο οποίος βελτίωσε τις σχέσεις της χώρας με την Κούβα. Ο Μίτσελ επανεξελέγη το 1999 και 2003 και κινήθηκε προς την ανόρθωση της οικονομίας της χώρας.Το 2008 ηττήθηκε στις εκλογές από τον Τίλμαν Τόμας.
Πολιτικά
Το πολίτευμα της χώρας είναι Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία στα πλαίσια της Κοινοπολιτείας. Αρχηγός Κράτους είναι η Βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου, που εκπροσωπείται από το Γενικό Κυβερνήτη. Από τις 27 Νοεμβρίου του 2008, Κυβερνήτης είναι ο Καρλάιλ Γκλιν. Πρωθυπουργός από το 2008 είναι ο Τίλμαν Τόμας.
Οικονομία
O αναπτυσσόμενος τουρισμός στηρίζεται κυρίως σε επισκέπτες από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ Τα τελευταία χρόνια όμως, τη Γρενάδα επισκέπτονται και περιηγητές από άλλα κράτη. Η χώρα εξασφάλισε τα τελευταία χρόνια τη συνδρομή της Κούβας σε τομείς όπως η γεωργία και η εκπαίδευση.Το 2002 η κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη κατά μέσο όρο ήταν της τάξης των 5.000 δολαρίων ΗΠΑ.
Η γεωργία αποτελεί την κορωνίδα της οικονομίας. Το σημαντικότερο προϊόν στη χώρα είναι το μοσχοκάρυδο, το οποίο κοσμεί και τη σημαία της χώρας. Λόγω της μεγάλης παραγωγής, το νησί λέγεται και «Νησί των Μπαχαρικών». Ανάμεσα στα άλλα παράγεται και λάδι από το εν λόγω προϊόν. Ωστόσο, το γεγονός ότι μονοπωλεί τις εξαγωγές στη χώρα, όπως και η πρόσφατη πολιτική αστάθεια, έχουν προκαλέσει οικονομικά προβλήματα. Η κατάσταση επιδεινώθηκε έπειτα από την άρνηση της Ινδονησίας να δημιουργηθεί καρτέλ στην εξαγωγή μοσχοκάρυδου.Η χώρα παράγει, εκτός από το μοσχοκάρυδο και μπανάνες, καρύδες, βαμβάκι, κανέλα και κίτρα, ενώ αναπτύσσονται η αλιεία και η υλοτομία. Το πετρέλαιο εισάγεται.
Στον τομέα της βιομηχανίας, υπάρχουν εργοστάσια επεξεργασίας τροφίμων και ποτοποιίας (μπίρα, ρούμι). Η ανεργία πλήττει περισσότερο από το 12% του ενεργού πληθυσμού, σύμφωνα με στοιχεία του 2000.

Στο νησί Καριακού οι κάτοικοι ασχολούνται με την αλιεία και τη ναυπηγική. Με εμπόριο και τουρισμό ασχολούνται και οι λιγοστοί κάτοικοι της Μικρής Μαρτινίκας.
Νόμισμα της χώρας είναι το Δολάριο Ανατολικής Καραϊβικής.
Επικοινωνίες και μεταφορές
Τρία αεροδρόμια λειτουργούν σήμερα στη χώρα και εξυπηρετούν τις εναέριες συγκοινωνίες. Το διεθνές αεροδρόμιο του Πουέντ Σαλίν είναι το σημαντικότερο.
Εκτός από το λιμάνι της πρωτεύουσας, αξιόλογη εμπορική κίνηση παρουσιάζει και η Γκρενβίλ. Δεν υπάρχουν σιδηρόδρομοι. Το οδικό δίκτυο έχει μήκος πάνω από 1.100 χλμ. (με στοιχεία του 1999).
Πολιτισμός, Τουρισμός και Αξιοθέατα
Η πρωτεύουσα αποζημιώνει και τον πιο απαιτητικό επισκέπτη, καθώς είναι μία γραφική πόλη με στενά δρομάκια και , με μνημεία από την εποχή της αποικιοκρατίας (όπως το οχυρό Φορτ Τζορτζ του 18ου αιώνα, τον αγγλικανικό ναό του 1825 και άλλα σημαντικά αξιοθέατα και αξιόλογα κτίρια). Εκεί εδρεύουν το Ανώτατο Δικαστήριο και το Κοινοβούλιο.
Πολύ σημαντικά είναι τα δάση της χώρας, τα οποία μάλιστα προστατεύονται ως οικολογική ζώνη. Τέτοιο είναι το Εθνικό Πάρκο Λεβέρα και το τροπικό δάσος (εθνικός δρυμός) στη λίμνη Γκραντ Ετάνγκ, που είναι πλούσιο σε ενδημικά είδη χλωρίδας και πανίδας.
Στο Χίλσμπορο, το μοναδικό αξιόλογο οικισμό του νησιού Καριακού, ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει καταδύσεις, όπως επίσης και τις λευκές και αμμώδεις παραλίες της.
Ο Κήπος Λόρα Σπάις παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς εκεί καλλιεργούνται κορυφαίας ποιότητας μπαχαρικά με τον παραδοσιακό τρόπο. Επίσης, το αποστακτήριο ρούμι στο Γουέστερχολ και το αποστακτήριο του Ρίβερ Αντουάν που παράγει λευκό ρούμι αποτελούν στοιχεία της παραδοσιακής κουλτούρας.
Η μουσική της χώρας απηχεί το αποικιακό παρελθόν και έχει επίσης επιρροές από την αφροαμερικανική παράδοση. Οι κάτοικοι της Γρενάδας χορεύουν στους ρυθμούς της ρέγκε και της καλίψο, όπως και της γαλλόφωνης εκδοχής του τελευταίου, που ονομάζεται ζουκ. Στον οικισμό Τίβολι και στο νησί Καριακού τα κυριότερα μουσικά όργανα είναι τα κρουστά, τα οποία συνδέονται με τις παραδόσεις της Αφρικής. Η τοπική τους εκδοχή είναι το μεγάλο τύμπανο, το οποίο
έχει την τιμητική του κάθε χρόνο στο μουσικοχορευτικό φεστιβάλ.
Η εθνική εορτή της χώρας είναι στις 7 Φεβρουαρίου και οι σημαντικότερες γιορτές είναι αυτές των αντίστοιχων αγίων, που έδωσαν τα ονόματά τους στις ενορίες της Γρενάδας (βλέπε ενότητα Διοικητική Διαίρεση). Την πρώτη Δευτέρα του Αυγούστου εορτάζεται η αποτίναξη της δουλείας και τον ίδιο μήνα γίνονται το καρναβάλι και το Φεστιβάλ του Ουρανίου Τόξου.

ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

CHECHNYA - ΤΣΕΤΣΕΝΙΑ

Δημοκρατία της Τσετσενίας
Έκταση:
15.300 χμ²
Πληθυσμός:
1.103.686 (απογραφή 2002)
Πυκνότητα πληθυσμού:
72,1 κάτοικοι/χμ²
Οικονομία:
Πετρέλαιο, Φυσικό αέριο
Κυριότερες πόλεις:
Γκρόζνυ, Ουρούς Μαρτάν
Η Δημοκρατία της Τσετσενίας (Чече́нская Респу́блика) είναι ομοσπονδιακό υποκείμενο της Ρωσίας, υπαγόμενο στο Νότιο Διαμέρισμα. Βρίσκεται στο Βόρειο Καύκασο και συνορεύει με τη Γεωργία. Πρωτεύουσά της είναι το Γκρόζνυ (210.720 κάτ. το 2002). Κυρίαρχη εθνότητα της Δημοκρατίας είναι οι Τσετσένοι, οι οποίοι εκπροσωπούν το 93,5% του πληθυσμού.
Οι σχέσεις των Τσετσένων με την κυβέρνηση της Μόσχας δεν υπήρξαν ποτέ αρμονικές, όμως η κατάσταση έγινε ανεξέλεγκτη μετά τη διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Τότε η τοπική κυβέρνηση επιδίωξε την πλήρη απόσχιση της Τσετσενίας από τη Ρωσία, πράγμα που η κεντρική κυβέρνηση απέρριψε για τρεις λόγους:
Νομικά, η Τσετσενία αποτελούσε και πριν το 1991 τμήμα της Ρωσίας (Αυτόνομη ΣΣΔ υπαγόμενη στη ΣΣΔ της Ρωσίας), επομένως δεν είχε δικαίωμα πλήρους απόσχισης όπως π.χ. η Ουκρανία ή η Λιθουανία, οι οποίες ήταν χωριστές Σοβιετικές Δημοκρατίες.
Πολιτικά, πιθανή ανεξαρτησία της Τσετσενίας θα αποτελούσε παράδειγμα και για άλλες εθνότητες που ζουν στο ρωσικό νότο.
Οικονομικά, η Τσετσενία είναι βασικός κόμβος στο δίκτυο μεταφοράς του ρωσικού πετρελαίου.
Μετά την άρνηση της ρωσικής κυβέρνησης, ο επικεφαλής του αποσχιστικού κινήματος Τζοχάρ Ντουντάγιεβ έπαυσε να αναγνωρίζει τις ρωσικές αρχές και αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος της Τσετσενικής Δημοκρατίας της Ιτσκερίας, έχοντας μεγάλη λαϊκή υποστήριξη. Το νέο κράτος δεν αναγνώρισε ποτέ κανείς, παρά μόνο το Αφγανιστάν όσο ελεγχόταν από τους Ταλιμπάν και προσωρινά η Γεωργία, η οποία επίσης είχε προβλήματα με τη Ρωσία εκείνη την περίοδο.
Η κατάσταση συνέχισε να οξύνεται όλο και περισσότερο, μέχρι που σύντομα στα τσετσενικά εδάφη ξεκίνησε ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους Αυτονομιστές και τους Ομοσπονδιακούς. Η σύνθεση των δύο αυτών στρατοπέδων δεν ήταν σαφής, με τους ντόπιους πολέμαρχους να αλλάζουν πλευρά ανάλογα με τα συμφέροντα και τις διαθέσεις της στιγμής. Ο εμφύλιος έδωσε στη Ρωσία το πρόσχημα να επεμβεί στρατιωτικά το 1994 και έκτοτε η Τσετσενία βρίσκεται (επίσημα ή ανεπίσημα) σε εμπόλεμη κατάσταση, με εξαίρεση την τριετία 1996-1999.
Σήμερα η Ρωσία φαίνεται να έχει σταθεροποιήσει την κατάσταση, έχοντας εξοντώσει τα βασικά στελέχη των αυτονομιστών και εγκαθιστώντας φιλική κυβέρνηση στο Γκρόζνυ, έστω και με μεγάλες απώλειες. Αδυνατεί όμως ακόμα να ελέγξει τις ομάδες των αυτονομιστών που δρουν έξω από τις μεγάλες πόλεις και παράλληλα επιχειρούν να εξάγουν τον πόλεμο στις γειτονικές Δημοκρατίες του Νταγκεστάν και της Ινγκουσετίας, όπου ζουν συμπαγείς τσετσενικές μειονότητες.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

SRI LANKA - ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ

Σρι Λάνκα
Η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σρι Λάνκα (παλιότερα γνωστή ως Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κεϋλάνης) είναι μια νησιωτική χώρα νοτιοανατολικά των Ινδιών με έκταση 65.610 km² και πληθυσμό 21.128.772 (κατατάσσεται 56η στον κόσμο. Πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα είναι η πόλη Κολόμπο που βρίσκεται στα δυτικά του νησιού. Οι κάτοικοι του νησιού στο θρήσκευμα είναι Βουδιστές (61%), ινδουιστές (21%), μωαμεθανοί και χριστιανοί (7%). Οι κάτοικοι του νησιού ζουν κυρίως από τη γεωργία. Παράγουν ρύζι, γλυκοπατάτα, αρτόκαρπους, τσάι (περίφημο το τσάι Κεϋλάνης) και κοκκοφοίνικες, αλλά γενικά η γεωργική παραγωγή είναι ανεπαρκής. Έτσι, η Κεϋλάνη υποχρεώνεται να εισάγει από το εξωτερικό τρόφιμα, όπως π.χ. ρύζι από τη Βιρμανία.
Διοικητική πρωτεύουσα είναι τo Κόττε (αγγλ. Sri Jayawardenepura) , όμως μεγαλύτερη πόλη και οικονομική πρωτεύουσα είναι το Κολόμπο. Η επίσημη γλώσσα είναι η σιναλεζική ενώ ομιλούνται επίσης η ταμίλ και η αγγλική.
Το νησί υποδιαιρείται σε τρεις φυσικές περιοχές: Το βόρειο τμήμα είναι πεδινό. Στο κεντρικό τμήμα απλώνονται μικρές πεδιάδες, ενώ στο νότιο τμήμα δεσπόζουν ορεινοί όγκοι με υψηλότερες κορυφές τα βουνά Πιντουρουταλαγκάλα. Επειδή βρίσκεται κοντά στον Ισημερινό (μεταξύ 5ου και 10ου παράλληλου βόρεια του Ισημερινού), η Κεϋλάνη έχει κλίμα θερμό και υγρό. Οι κλιματολογικές αντιθέσεις είναι εμφανείς και επηρεάζουν τη βλάστηση. Έτσι, ενώ η μεσημβρινή περιοχή είναι σκεπασμένη με ωραία δάση, το κεντρικό τμήμα είναι μια φτωχή ζούγκλα. Η μεσημβρινή περιοχή είναι πυκνοκατοικημένη. Το τοπίο της χαρακτηρίζεται από την οργιώδη βλάστηση. Το κεντρικό τμήμα αντίθετα είναι εγκαταλειμμένο και μαστίζεται από την ελονοσία.
Η βιομηχανία δεν έχει αναπτυχθεί. Υπάρχουν εργοστάσια επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων, όπως ελαιουργίας βυρσοδεψίας, καπνεργοστάσια κ.ά. Η βιομηχανία μετάλλου περιορίζεται σ' ένα εργοστάσιο, το ίδιο και η χημική βιομηχανία.
Υπάρχουν ορυχεία γραφίτη, μίκας και πολύτιμων λίθων, που έχουν μεγάλη σπουδαιότητα. Το ποσοστό αναλφαβητισμού μεταξύ των κατοίκων είναι 15%. Η Κεϋλάνη έχει το ψηλότερο ποσοστό εγγράμματων ανάμεσα στις χώρες της μεσημβρινής Ασίας.
Ιστορία
Πληροφορίες εξακριβωμένες έχουμε από το 543 μ.Χ. Τότε εγκαταστάθηκαν εδώ οι Σιγγαλέζοι από την Ινδία. Ο Βουδισμός διαδόθηκε και επικράτησε σαν θρησκεία. Κατά το 1505, έφτασαν οι πρώτοι Πορτογάλοι και ίδρυσαν αποικία. Οι Πορτογάλοι φέρθηκαν σκληρά στους ιθαγενείς. Έτσι, όταν εμφανίστηκαν στις ακτές του νησιού οι Ολλανδοί, οι ιθαγενείς ηγεμόνες έκαναν συμμαχία μαζί τους. Μετά από σκληρούς αγώνες οι Ολλανδοί επικράτησαν και έδιωξαν τους Πορτογάλους.
Αργότερα, μετά τον πόλεμο μεταξύ Αγγλίας και Ολλανδίας, η Κεϋλάνη πέρασε στην αγγλική κυριαρχία. Το 1802 αναγνωρίστηκε επίσημα η βρετανική κυριαρχία και το νησί έγινε "αποικία του στέμματος". Η Σρι Λάνκα έγινε ανεξάρτητο κράτος στις 4 Φεβρουαρίου 1948, παρέμεινε όμως μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας.
Η Κεΰλάνη ή, όπως ονομάστηκε αργότερα, Σρι Λάνκα (Ευλογημένο Νησί), αποτελεί την πρώτη χώρα που εξέλεξε γυναίκα πρωθυπουργό to 1960, την Σιρίμαβο Μπανταρανάικε, η οποία έκανε διάφορες σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις, στήριξε τις γυναίκες, εισήγαγε την χώρα στο Κίνημα των Αδέσμευτων (Non-aligned Movement), αλλά, κυρίως, κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας της άλλαξε το όνομα της χώρας και θέσπισε νέο Σύνταγμα. Το Διεθνές Αεροδρόμιο της Σρι Λάνκα φέρει το όνομά της.
Τον Ιανουάριο του 2009 ο κυβερνητικός στρατός κατάφερε τα μεγαλύτερα πλήγματα εναντίον των ανταρτών Τίγρεις των Ταμίλ. Έπειτα από σφοδρές μάχες κατελήφθησαν από τον κυβερνητικό στρατό οι πόλεις Κιλινότσι, πολιτική πρωτεύουσα των ανταρτών και στη συνέχεια η Μουλαϊτίβου, τελευταία πόλη που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των αυτονομιστών.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

LITHUANIA - ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ

Λιθουανία
Η Δημοκρατία της Λιθουανίας (Lietuvos Respublika - Lietuva) είναι μια χώρα της βορειοανατολικής Ευρώπης και μία από τις 3 Βαλτικές Δημοκρατίες. Συνορεύει με την Πολωνία, τη Λευκορωσία, τη Λετονία και τη Ρωσία (συγκεκριμένα με την περιοχή Καλίνινγκραντ, η οποία ανήκει στη Ρωσία). Είναι μία μικρή χώρα, με έκταση 65.200 τ.χλμ. και πληθυσμό 3.565.205 κατοίκους.
Πρωτεύουσα της Λιθουανίας είναι το Βίλνιους (574.000 κάτοικοι), ενώ άλλες μεγάλες πόλεις είναι το Κάουνας και η Κλαϊπέντα, η οποία είναι και σημαντικό λιμάνι. Περισσότερο απο 80% του πληθυσμού είναι Λιθουανοί και επίσημη γλώσσα είναι η λιθουανική, η οποία ανήκει στην ομάδα βαλτικών γλωσσών.
Η Λιθουανία υπήρξε η πρώτη Σοβιετική Δημοκρατία που διακήρυξε την ανεξαρτησία της, το Μάρτιο του 1990. Το λίτας αντικατέστησε το ρούβλι ως επίσημο νόμισμα το Μάρτιο του 1993 και την 1η Μαΐου 2004 η Λιθουανία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ιστορία
Τον 14ο αιώνα η Λιθουανία ήταν η μεγαλύτερη χώρα στην Ευρώπη. Παράλληλα οι Λιθουανοί ήταν ειδωλολάτρες και εκχριστιανίστηκαν μόλις το 1386. Το 1410, στην Μάχη του Γκρούνβαλντ, οι Λιθουανοί μαζί με τους Πολωνούς συνέτριψαν τους Τεύτονες Ιππότες. Ενωμένες πλέον, η Λιθουανία και Πολωνία, αποτελούσαν το ισχυρότερο κράτος στην Ευρώπη. Το 1569 ιδρύθηκε η Πολωνολιθουανική Κοινοπολιτεία, γνωστή και ως Rzeczpospolita. To 1795 όμως η Λιθουανία βρέθηκε υπό ρωσική κυριαρχία. Το 1905 οι Λιθουανοί απέκτησαν το δικαίωμα να διδάσκεται η γλώσσα τους. Το 1915 οι Γερμανοί κατέκτησαν τη χώρα, αλλά 3 χρόνια αργότερα απελευθερώθηκε και ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη δημοκρατία. Στις 9 Οκτωβρίου 1920 οι Πολωνοί κατέκτησαν το Βίλνιους. Πρωτεύουσα τότε έγινε η Κάουνας. Στις 17 Δεκεμβρίου 1926 επιβλήθηκε αυταρχικό καθεστώς μετά το πραξικόπημα του Αουγκουστίνας Βολντεμάρας. Όμως το 1929 ανατράπηκε από τον Αντάνας Σμετόνας. Στις 23 Αυγούστου 1939 δέν συμπεριελήφθηκε στο Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ.
Καταλήφθηκε από τους Σοβιετικούς τον Ιούνιο 1940 και ενσωματώθηκε στην Σοβιετική Ένωση δύο μήνες αργότερα. Οι Γερμανοί την κατείχαν από το 1941 και για 3 χρόνια, οπότε ξανακαταλήφθηκε από την Σοβιετική Ένωση και έγινε ξανά σοσιαλιστική δημοκρατία. Η Λιθουανία ήταν σοβιετική δημοκρατία από το 1944 έως την ανεξαρτησία της στις 11 Μαρτίου 1990. Στις 4 Φεβρουαρίου 1991 η Ισλανδία ήταν η πρώτη χώρα η οποία αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Λιθουανίας. Η Λιθουανία έγινε μέλος του Ο.Η.Ε. στις 17 Σεπτεμβρίου 1991. Το λίτας αντικατέσ
τησε το ρούβλι ως επίσημο νόμισμα το 1993. Έγινε μέλος του NATO στις 29 Μαρτίου 2004 και την 1η Μαΐου 2004 εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στις 16 Ιανουαρίου του 2009 έγιναν έντονες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στη Βίλνιους, σε διαμαρτυρία για την οικονομική κρίση, Οι διαδηλωτές επεχείρησαν να καταλάβουν το Κοινοβούλιο.
Οικονομία
Η οικονομία της χώρας βασίζεται κυρίως στη γεωργία. Επίσης αναπτυγμένη είναι και η κτηνοτροφία. Υπάρχουν μεταλλοτεχνίες και ελαφρές βιομηχανικές μονάδες. Το νόμισμα της χώρας από το 1993 είναι το λίτας.
Πολιτικά
Πρόεδρος της χώρας είναι ο Βάλντας Άνταμκους και πρωθυπουργός ο Άντριους Κουμπίλιους.

Πόλεις
Η Λιθουανία έχει 103 πόλεις (miestai). Κυριότερες πόλεις είναι η Βίλνιους (πρωτεύουσα), η Κάουνας, η Κλαϊπέντα, η Σιαουλιά και η Πανεβεζύς.
Oι 10 μεγαλύτερες πόλεις της Λιθουανίας σε πληθυσμό (2005)
1. Βίλνιους (πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη) 540.318
2. Κάουνας 361.274
3. Κλαϊπέντα 187.442
4. Σιαουλιάι 129.075
5. Πανεβεζύς 115.604
6. Αλύτους 69.481
7. Μαριγιάμπολε 48.675
8. Μαζεϊκιάι 41.389
9. Γιόναβα 34.782
10. Ούτενα 33.086
Γεωγραφία
Η Λιθουανία βρίσκεται στη βόρεια Ευρώπη και είναι η μεγαλύτερη σε έκταση από τις βαλτικές χώρες. Έχει 99 χιλιόμετρα αμμώδη ακτογραμμή από τα οποία τα 38 βρίσκονται στη Βαλτική Θάλασσα. Η χώρα έχει πολυάριθμες λίμνες. Ο κύριος ποταμός της χώρας είναι ο Νέμουνας Νέμαν 475 km, που στο Κάουνας ενώνεται με τον Νέρις και με το όνομα Νέμουνας χύνονται στη Βαλτική. Είναι - όπως και όλες οι χώρες της περιοχής - μιά χώρα όπου δεν υπάρχουν βουνά. Το μεγαλύτερο υψόμετρο.
Πανίδα
Στην άγρια πανίδα της Λιθουανίας υπάρχουν αρκετά ζώα, πτηνά και ερπετά όπως : ελάφια, μινκ, κάστορες, ασβοί και αλεπούδες, λαγοί, αγριόπαπιες, φίδια κλπ. Γενικά είναι μια πλούσια σε πανίδα χώρα, και αυτό οφείλεται περισσότερο στην περιορισμένη δράση των κυνηγητικών σπορ και στην πλούσια χλωρίδα και υδροβιότοπους.
Στην ήμερη πανίδα και οικονομία, η κτηνοτροφία είναι αρκετά αναπτυγμένη με πρώτα τα βοοειδή και την χοιροτροφία. Σπάνια είναι κτηνοτροφία εριοειδών
(αρνιά, κατσίκια)
Χλωρίδα
Η χλωρίδα της χώρας περιλαμβάνει όμορφα δάση - τα οποία ομολογουμένως - σέβονται οι κάτοικοι και οι αρχές, καθαρές λίμνες και ποτάμια. Γενικά είναι μια χώρα πνιγμένη στα δάση με κύριο δέντρο το πεύκο και την λεύκα. Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις δεν είναι πολλές - με κυριότερη παραγωγή τεύτλα, πατάτες, μήλα, καλαμπόκι, και διάφορα οπωροκηπευτικά που προορίζονται περισσότερο για την εσωτερική αγορά.
Κλίμα
Το κλίμα της χώρας είναι ηπειρωτικό με υγρούς χειμώνες και υγρά καλοκαίρια.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009

SPINALOGA - ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ

Σπιναλόγκα
Η Σπιναλόγκα είναι μια βραχονησίδα, εκτάσεως 85 στρεμμάτων και με ύψος ως 53 μέτρα. Βρίσκεται στην βορειοανατολική Κρήτη, στην είσοδο του κόλπου της Ελούντας, στην περιοχή του Μεραμπέλλου του Νομού Λασιθίου. Το αρχαίο της όνομα ήταν «Καλιδών» και υπήρχε εκεί το φρούριο των Ολουνιτών, το οποίο προστάτευε το λιμάνι της αρχαίας πολιτείας Ολούντας. Το όνομα «Σπιναλόγκα» το πήρε κατά την Ενετοκρατία και σημαίνει «μακρύ αγκάθι» (spina=αγκάθι, longa=μακρύ). Προέκυψε από παραφθορά της ονομασίας «Stinelonde» (στην Ελούντα), εξελίχθηκε σε «Spinalonde» και τελικά σε «Spinalonga» («Spinalonga» ονομαζόταν και μια νησίδα στη Βενετία, η σημερινή «Giudecca»). Απ’ αυτή την ονομασία, προέκυψε αργότερα και η ελληνική απόδοση «Μακρακάνθη». Σήμερα η ονομασία που έχει επικρατήσει είναι η «Σπιναλόγκα» (λιγότερο γνωστές είναι οι ονομασίες «Νησί» ή «Κολοκύθα»). Πάνω στα απομεινάρια του αρχαίου φρουρίου, οι Βενετοί έχτισαν ένα ισχυρό φρούριο για να αμυνθούν στην επερχόμενη τουρκική απειλή το οποίο άντεξε μέχρι το 1715, οπότε και πέρασε στην κυριαρχία των Τούρκων, κατόπιν συνθηκολογήσεως. Το νησί είχε αποτελέσει καταφύγιο και ορμητήριο των «χαΐνηδων», των Κρητών επαναστατών που έκαναν ανταρτοπόλεμο στους κατακτητές Οθωμανούς που είχαν ήδη καταλάβει την Κρήτη. Όταν το νησί κατελήφθη απ’ τους Τούρκους, χτίστηκαν κατοικίες και εποικίστηκε. Στα τέλη του 19ου αιώνα, υπολογίζεται ότι κατοικούνταν από περισσότερες των διακοσίων οικογενειών.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο χαρακτήρας του νησιού, θα αλλάξει δραματικά, όταν ο ύπατος αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας, πρίγκιπας Γεώργιος, θα αποφασίσει την ίδρυση λεπροκομείου στην Σπιναλόγκα για να απομονώσει τους λεπρούς του της Κρήτης, καθώς τότε η λέπρα* (ή «Νόσος του Χάνσεν», ή «λώβη») βρισκόταν σε έξαρση. Η κίνηση αυτή είχε και άλλο κίνητρο, καθώς στην Σπιναλόγκα κατοικούσαν μερικές οικογένειες Τούρκων, οι οποίες αρνούνταν να αποχωρήσουν απ’ την Κρήτη. Με την εγκατάσταση εκεί των λεπρών, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί κι έτσι έφυγαν και οι τελευταίοι Τούρκοι απ’ την Κρήτη. Η απόφαση για την ίδρυση του λεπροκομείου, με το όνομα «Άγιος Παντελεήμων», υπογράφηκε στις 30 Μαΐου του 1903 και σε πρώτη φάση μεταφέρθηκαν στις 14 Δεκεμβρίου 1904 στην Σπιναλόγκα περίπου 250 ασθενείς από όλη την Κρήτη. Στην δεκαετία του 1930 χτίστηκαν και νέες κατοικίες, ενώ για την διάνοιξη περιμετρικού δρόμου χρειάστηκε να γκρεμιστούν τμήματα του φρουρίου.
Οι λεπροί μέχρι τότε, ζούσαν απομονωμένοι σε οριοθετημένες συνοικίες (με ασβεστωμένες πέτρες), τις λεγόμενες «μεσκινιές» («μεσκίνηδες» ή «λουβιάρηδες» ονομάζονταν στην Κρήτη οι λεπροί). Ήταν οι «κομμένοι». Ο κόσμος, στην θέα και μόνο των παραμορφωμένων λεπρών, πανικοβάλλονταν κι έτσι οι άτυχοι ασθενείς, αναγκάζονταν να κυκλοφορούν φορώντας κουδουνάκια, για να προειδοποιούν για την παρουσία τους και να απομακρύνεται έγκαιρα ο κόσμος. Η παραβίαση των ορίων της «μεσκηνιάς» από τον λεπρό, μπορούσε να προκαλέσει ακόμη και τον λιθοβολισμό ή πυροβολισμό του. Την λέπρα την αποκαλούσαν και θρησκευτική αρρώστια, λόγω του ότι ο Ιησούς εμφανίζονταν στα ευαγγέλια να θεραπεύει έναν λεπρό κι αυτό προκαλούσε ένα δέος και έναν επιπρόσθετο φόβο. Λόγω του ότι μέχρι τότε η λέπρα ήταν ανίατη ασθένεια κι ο κόσμος αγνοούσε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων έχει φυσική ανοσία απέναντι στην νόσο (αν και έστω η ελάχιστη πιθανότητα μετάδοσης της ασθένειας, ήταν αρκετή για να λειτουργήσει αρνητικά), το στίγμα έφερε κι ολόκληρη η οικογένεια του ασθενή, η οποία οδηγούνταν έτσι σε κοινωνική απομόνωση ως «λεπρόσογο» και «βρόμικοι». Κρατική μέριμνα δεν υπήρχε (οι ασθενείς διαγράφονταν ακόμη και από τα δημοτολόγια) και οι λεπροί ζούσαν αποκλειστικά από την ελεημοσύνη του κόσμου.
Το 1913, με την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, άρχισαν να πηγαίνουν λεπρούς απ’ όλη την χώρα (συνήθως τους πιο «άτακτους» και «αντιδραστικούς»), ενώ σταδιακά η Σπιναλόγκα χαρακτηρίστηκε ως Διεθνές Λεπροκομείο της Ευρώπης· ο δε πληθυσμός έφτασε μέχρι και τους χιλίους κατοίκους. Απέναντι από την Σπιναλόγκα δημιουργήθηκε κι ένας μικρός συνοικισμός, η Πλάκα, όταν δημιουργήθηκαν ένα πανδοχείο για τους επισκέπτες και κάποια καταστήματα με τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, τα οποία προμηθεύονταν οι λεπροί, αλλά και οι επισκέπτες τους. Οι περισσότεροι λεπροί οδηγούνταν στην Σπιναλόγκα δια της βίας (ενίοτε και με χειροπέδες), καθώς γνώριζαν ότι εκεί κατά πάσα πιθανότητα θα περνούσαν το υπόλοιπο της ζωής τους, χωρίς καμμία ελπίδα για επιστροφή. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην είσοδο του λεπροκομείου είχε τοποθετηθεί μια επιγραφή που καλούσε-προειδοποιούσε τους νεοεισαχθέντες με το εξής μήνυμα: «Ο εισερχόμενος να αποθέσει κάθε ελπίδα»…
Παρ’ ότι το λεπροκομείο διέθετε γιατρό και νοσηλευτικό προσωπικό, οι συνθήκες διαβίωσης στο νησί ήταν άθλιες. Μια μεγάλη τρώγλη, χωρίς οργάνωση. Ένα μικρό μηνιαίο επίδομα που τους χορηγούσε η πολιτεία, ήταν ανίκανο να καλύψει τις βασικές τους ανάγκες. Όσοι είχαν δυνάμεις, προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν την τροφή τους είτε καλλιεργώντας κηπευτικά, είτε ασχολούμενοι με το ψάρεμα. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις, που οι ασθενείς δραπέτευαν από το νησί για να πάνε στα κοντινά χωριά προς αναζήτηση τροφής. Οι «δραπέτες» που γίνονταν αντιληπτοί, αλλά και οι λοιποί «παραβάτες», κλείνονταν προς σωφρονισμό σε μια φυλακή που βρισκόταν πάνω σ’ έναν βράχο (από ένα σημείο και μετά, η φυλακή καταργήθηκε). Πολλοί πέθαιναν αβοήθητοι και μέσα σε φρικτούς πόνους, παραμορφωμένοι, τυφλοί, ή ακρωτηριασμένοι από την αρρώστια. Ο νομάρχης Λασιθίου, σε επιστολή του, στις 6 Αυγούστου 1925, προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο είναι αρκετά δηκτικός για την καταλληλότητα της Σπιναλόγκας ως θεραπευτηρίου: «Και ως ειρκτή καταδίκων και ως τάφος ακόμη είναι ανεπαρκής. Επισκεφθείς αυτό απεκόμισα τα χειρίστας εντυπώσεις και ίσως μόνη η μεγάλη φαντασία ενός Δάντη θα ηδύνατο να περιγράψη. Υπέρ τα διακόσια ανθρώπινα άθλια πλάσματα, πάσης ηλικίας, κοινωνικής θέσεως και φύλου και σωματικής παραμορφώσεως, έχουν εκεί εγκαρθειχθή εν πλήρει απογνώσει, άνευ συναισθήσεως ηθικών ή και γραπτών νόμων…». Κι ο διευθυντής του «Ινστιτούτου Παστέρ» στην Τύνιδα, Σαρλ Νικόλ, περιγράφει σε αναφορά του προς τα τέλη της δεκαετίας του 1930, την κατάσταση στη Σπιναλόγκα με μελανά χρώματα, ζητώντας από την ελληνική πολιτεία το κλείσιμο του λεπροκομείου, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Ως μόνη διασκέδαση και απασχόληση, ελλείψει εργασίας, κοιτάζουν την θάλασσα, παίζουν μερικά παιχνίδια και μερικά όργανα μουσικής. Τον περισσότερο όμως καιρό καταριούνται την τύχη τους, πίνουν, μεθούν, τσακώνονται και αγαπούν. Όταν επισκεφθήκαμε το νησί, δεν γίνονταν ούτε της λέπρας καν συστηματική νοσηλεία. Στον τραγικό αυτόν τόπο, ενώ περπατούμε, ακολουθούμενοι, περιστοιχιζόμενοι απ’ όλον τον απρόσβλητο πληθυσμό, δύο ερωτήματα προβάλλουν στην συνείδησή μας: Κι αν από απροσεξία υπάρχει μεταξύ των εγκάθειρκτων αυτών και κανένας υγιής; Ποια θα είναι η ζωή του και πόση η απελπισία του αν το ξέρει… Και μεταξύ των ελαφρότερα προσβεβλημένων (γιατί οι πρώτες εκδηλώσεις της λέπρας είναι ελαφριές) πόσοι δεν θεωρούν τους εαυτούς των αδίκως κλεισμένους στο νησί, καταδικασμένους να περάσουν όλη των την ζωή εκεί μέσα… Πολλοί έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν για να γλυτώσουν από την φριχτήν φυλακή, αλλά και μερικοί κατόρθωσαν κολυμπώντας να φύγουν…». Στην Σπιναλόγκα υπήρχαν και μερικοί κάτοικοι, οι οποίοι δεν ήταν ασθενείς. Ήταν κυρίως άνθρωποι που δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να αποχωριστούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Κατά την διάρκεια του αποχωρισμού από τα αγαπημένα τους πρόσωπα εξελίσσονταν δραματικές και τραγικές στιγμές. Μαρτυρείται μάλιστα η περίπτωση μιας κοπέλας, που μην αντέχοντας μακριά από τον αγαπημένο της, έκανε ένεση στον εαυτό της, ισχυριζόμενη ότι ήταν αίμα του άνδρα της, για να μολυνθεί κι αυτή και να υποχρεωθούν οι υπεύθυνοι να την οδηγήσουν στην Σπιναλόγκα. Όπως κι έγινε… Η κοπέλα πάντως δεν ασθένησε, αν και ο άνδρας της πέθανε στα χέρια της. Όπως δεν ασθένησαν και τα περισσότερα από τα παιδιά που γεννήθηκαν στην Σπιναλόγκα, πολλά εκ των οποίων απομακρύνθηκαν από τις οικογένειές τους για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο νόσησης (αν και οι γάμοι μεταξύ χανσενικών τυπικά απαγορεύονταν λόγω της ασθένειας, αυτό δεν εμπόδισε πολλούς απ’ αυτούς να δημιουργήσουν σχέσεις -«παράνομες» και μη- μεταξύ τους) και μεταφέρονταν σε ειδικό παιδικό σταθμό στην Αθήνα. Η σωματική επαφή ασθενών και υγιών (δηλαδή προσωπικό και επισκέπτες) απαγορευόταν αυστηρά, ενώ κατά τις μεταξύ τους οικονομικές συναλλαγές, τα χρήματα περνούσαν υποχρεωτικά από ειδικό κλίβανο για απολύμανση. Το εξιτήριο μπορούσε ν’ αποκτηθεί, μόνο αν έβγαιναν αρνητικές τρεις διαδοχικές απαιτούμενες εξετάσεις.
Κατά την διάρκεια της Κατοχής, η Σπιναλόγκα ήταν ίσως το μοναδικό μέρος της Ελλάδος στο οποίο δεν πάτησαν πόδι οι Ιταλοί και οι Γερμανοί, καθώς φοβήθηκαν να τους βγάλουν από εκεί, αν και φοβόταν ότι αυτό το μέρος θα μπορούσε να γίνει σημείο απόβασης των Βρετανών, αναλαμβάνοντας έτσι και την τροφοδοσία τους. Η ζωή όμως των λεπρών της Σπιναλόγκας, είχε αρχίσει να αποκτά κάποιο νόημα, λίγα χρόνια πριν, όταν πάτησε το πόδι του στο νησί ένας νέος ασθενής: Ο
Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης
Ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, ήταν εικοσιενός ετών, τριτοετής φοιτητής της Νομικής, όταν το 1936 πληροφορήθηκε ότι πάσχει από την Νόσο του Χάνσεν. Λίγον καιρό πριν, η αδελφή του είχε οδηγηθεί στην Σπιναλόγκα χτυπημένη από την ίδια ασθένεια. Ο ίδιος εξαιτίας της ασθένειάς του, χρόνια αργότερα θα τυφλωθεί και θα χάσει το χέρι του. Όπως γράφει και σχολιάζει ο Ρεμουνδάκης στην ανέκδοτη αυτοβιογραφία του «Αητός χωρίς φτερά», όταν έφτασε στην Σπιναλόγκα, η αδελφή του τον υποδέχθηκε λέγοντάς του «»Καλώς τον» κι όχι «καλώς όρισες». Αυτόν τον χαιρετισμό χρησιμοποιούσαν οι άρρωστοι στο νησί…». Η αδελφή του θα πεθάνει λίγα χρόνια αργότερα…
Ο Ρεμουνδάκης, ένας απ’ τους λίγους μορφωμένους ανθρώπους που υπήρχαν στο νησί, δεν ήταν διατεθειμένος να περιμένει μοιρολατρικά το τέλος της ζωής του, ζώντας ως «ζωντανός νεκρός». Αγωνίστηκε για να καλυτερεύσει την ζωή των λεπρών και απαίτησε από την πολιτεία καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και νοσηλείας. Μια από τις πρώτες του κινήσεις ήταν να ιδρύσει την «Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας». Έφερε ασβέστη για να απολυμανθούν τα σπίτια και να φύγει η δυσοσμία που «τρυπούσε» τις μύτες και φύτεψαν δένδρα. Αποκτήθηκε ηλεκτρογεννήτρια και η Σπιναλόγκα απέκτησε ρεύμα, πριν ακόμη κι από την Πλάκα που βρισκόταν απέναντι και στον «έξω κόσμο». Διοργάνωσε υπηρεσία καθαριότητας των εξωτερικών και κοινόχρηστων χώρων και χάρις σ’ αυτόν, το νησί απέκτησε θέατρο, κινηματογράφο, καφενεία και κουρείο, ενώ τοποθετήθηκαν και μεγάφωνα στους δρόμους που έπαιζαν κλασική μουσική. Άρχισαν να ασκούνται επαγγέλματα, να λειτουργεί υποτυπώδες εμπόριο, δημιουργήθηκε σχολείο με δάσκαλο έναν λεπρό, ενώ είναι χαρακτηριστικό μάλιστα, ότι άρχισε να εκδίδεται και σατιρικό έντυπο. Το πιο σημαντικό ίσως που πέτυχε ο Ρεμουνδάκης, ήταν η τόνωση του αισθήματος της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας. Έτσι, η ζωή των λεπρών άρχισε να θυμίζει κάτι από την προηγούμενη ζωή τους, ή όπως μαρτυρεί κι ένας μετέπειτα θεραπευμένος χανσενικός, ο
Μανώλης Φουντουλάκης, «Από μια στιγμή και μετά το νησί δεν ήταν το κολαστήριο. Ήταν ένα χωριό εγκλείστων, με τους καλούς, τους κακούς, τους τζαναμπέτηδες και τους ζαμανφουτίστες».
Το 1948, θα ανακαλυφθεί στην Αμερική το πρώτο φάρμακο για την αντιμετώπιση της λέπρας και σταδιακά η Σπιναλόγκα θα αδειάζει μέχρι και το 1957 που αποχώρησαν και οι τελευταίοι ασθενείς, οπότε και έκλεισε. Οι εναπομείναντες χανσενικοί που δεν είχαν θεραπευτεί ακόμη, μετακομίστηκαν στο λεπροκομείο της «Αγίας Βαρβάρας» στο Αιγάλεω (ή «λοιμωδών νόσων», όπως επικράτησε να λέγεται), μεταξύ αυτών κι ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης. Κάποιοι ασθενείς, έστω και θεραπευμένοι, αντιμετώπιζαν με μεγάλη επιφύλαξη -και όχι αβάσιμα- την επιστροφή τους στο περιβάλλον που ζούσαν πριν μπουν στην Σπιναλόγκα, λόγω του «στίγματος» που κουβαλούσαν, φοβούμενοι την κοινωνική απόρριψη. Ο μόνος που λέγεται ότι αρνήθηκε πεισματικά να εγκαταλείψει το νησί, ήταν ένας λυράρης από το Ρέθυμνο, ο Αντώνης Παπαδάκης ή «Καρεκλάς», ο οποίος παρ’ ότι δεν ήταν ασθενής είχε αποφασίσει να ζήσει στην Σπιναλόγκα μαζί με τους λεπρούς. Εξακολουθούσε να ζει στο νησί, τρώγοντας αγριόχορτα και σαύρες, και παίζοντας τη λύρα του, έως ότου οι αρχές τον έφεραν με την βία πίσω στον πολιτισμό, αν και ίδιος προτίμησε την απομόνωση από τον κόσμο και εκφραζόταν μόνο με την μουσική του (η περίπτωσή του καταγράφηκε στην ταινία μικρού μήκους του 1968 «Letzte Worte» [«Τελευταία λέξη»] του Werner Herzog). Όπως λέγονταν, είχε τρελαθεί…
Σήμερα, μετά από χρόνια εγκατάλειψης, η Σπιναλόγκα έχει χαρακτηριστεί ως αρχαιολογικός χώρος και διατηρητέο μνημείο, ενώ δέχεται επισκέψεις τουριστών κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, με πλοιάρια. Η Σπιναλόγκα έγινε περισσότερη γνωστή και στο εξωτερικό, όταν το 2001, η Βρετανίδα συγγραφέας Βικτόρια Χίσλοπ, μαθαίνοντας κατά τύχην για την ιστορία της Σπιναλόγκας, συγκλονισμένη έγραψε το μυθιστόρημα
«Το νησί», το οποίο μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες, ενώ μεταφέρθηκε και στην ελληνική τηλεόραση, ως ομώνυμη τηλεοπτική σειρά.