Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΝΗΜΕΙΑ - ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΝΗΜΕΙΑ - ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

BUDAPEST,INCLUDING THE BANKS OF THW DANUBE,THE BUDA CASTLE(HUNGARY) - ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗ,ΟΙ ΟΧΘΕΣ ΤΟΥ ΔΟΥΝΑΒΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΒΟΥΔΑΣ(ΟΥΓΓΑΡΙΑ)

Βουδαπέστη, οι όχθες του Δούναβη και το κάστρο της Βούδας
Στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία είχε μεγάλη επιρροή στα διεθνή ζητήματα, η Βουδαπέστη απολάμβανε στιγμές δόξας. Ο Γκούσταβ Μάλερ και ο νεαρός Μπέλα Μπάρτοκ παρουσίαζαν τα έργα τους στη μουσική ακαδημία και τα κτίρια σε ρυθμό Αρτ Νουβό ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια στις κατοικημένες περιοχές. Η πόλη φωτιζόταν τη νύχτα από σύστημα ηλεκτρικού φωτισμού και το 1896 ξεκίνησε το πρώτο σύστημα υπόγειου σιδηρόδρομου στην ηπειρωτική Ευρώπη. Το γεγονός συνέπεσε με τη χιλιοστή επέτειο του ουγγρικού κράτους, αλλά η ιστορία της πόλης είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα.
Ο πρώτος καταυλισμός στους λόφους Γκέλερτ με το όνομα Ακ Ινκ, που σημαίνει "βράχος πλούσιος σε νερό", κατασκευάστηκε από τους Κέλτες τον πρώτο αιώνα π.Χ. Στην αρχή της χριστιανικής εποχής έγινε πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας της Κάτω Πανονίας με την ονομασία Ακουίνκουμ, σύντομα όμως εισέβαλαν σε αυτή οι Ούννοι. Όταν διαμελίστηκε η αυτοκρατορία των Ούννων, ήλθε η σειρά των Γεπιδών, των Λομβαρδώνν, των Αβάρων και άλλων λαών από την κεντρική Ασία. Οι Μαγυάροι εμφανίστηκαν για πρώτη φορά περί τον 9ο αιώνα και εγκατέστησαν την πρωτεύουσά τους στο Έστεργκομ. Αργότερα, κατά τον 13ο αιώνα, τη μετ'εφεραν στην Ομπούντα (το ρωμαϊκό Ακουίνκουμ) κοντά στην Πέστη, μια εμπορική πόλη που την κατοικούσαν γερμανικοί και ουγγρικοί λαοί.
Στα μέσα του 13ου αιώνα, μετά την εισβολή των Τατάρων, ο βασιλιάς Μπέλα Δ΄ ξεκίνησε την κατασκευή ενός βασιλικού ανακτόρου και οχυρωματικών έργων και τειχών σε ένα επίπεδο που βρισκόταν περίπου 60 μέτρα πάνω από τη δεξιά όχθη του Δούναβη. Μπορούσαν να υπερασπιστούν ευκολότερα αυτή την πλευρά του ποταμού από την Πέστη, η οποία βρισκόταν σε πεδιάδα. Η Βούδα, που αναπτύχθηκε γύρω από το οχυρό του λόφου, ήταν η τρίτη πόλη που ιδρύθηκε σε αυτή την περιοχή και αναπτύχθηκε ταχύτατα. Εκεί εγκαταστάθηκε το δεύτερο πανεπιστήμιο της χώρας το 1395 και το 1473 τυπώθηκε το πρώτο ουγγρικό βιβλίο, το "Μπουντάι Κρόνικα" (Τα χρονικά της Βούδας).
Η Βούδα, που εξελίχθηκε σε πολιτική, οικονομική και πολιτιστική πρωτεύουσα, απήλαυσε τη μεγαλύτερη λαμπρότητά της στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα, όταν την επισκέπτονταν ταξιδιώτες από ολόκληρη την Ευρώπη. Στις αρχές του 16ου αιώνα οι επάλξεις της πόλης ενισχύθηκαν, δεν μπόρεσαν όμως να αντισταθούν στους Τούρκους που κατάφεραν να καταλάβουν την πόλη με πανουργία. Η οθωμανική κατοχή σηματοδότησε μια μακρά περίοδο παρακμής και τελείωσε το 1686 μετά από μακρά πολιορκία. Η Βούδα, που είχε χάσει σχεδόν όλους τους κατοίκους της εξ αιτίας των εχθροπραξιών, υποβαθμίστηκε σε ρόλο μικρής επαρχιακής πόλεως στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.
Η εμφάνιση της Βούδας, σήμερα, μετά από τις σημαντικές καταστροφές που υπέστη κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, έχει μια ποικιλία ρυθμών. Οι δρόμοι της - στους οποίους κυριαρχεί το φρούριο και η κατοικημένη περιοχή και προς νότο το βασιλικό ανάκτορο - περιστοιχίζονται με κτίρια γοτθικού, αναγεννησιακού και μπαρόκ ρυθμού. Η τουρκική κατοχή είναι επίσης αποτυπωμένη σε κτίρια, όπως τα δημόσια λουτρά Κίραλι, που κατασκευάστηκαν μεταξύ 1566 και 1570 και αργότερα επεκτάθηκαν με νεοκλασικές πτέρυγες.
Το πιο ενδιαφέρον κτίριο της πόλης είναι ο ναός της Ευλογημένης Παναγίας, γνωστός επίσης και σαν ναός του Ματίας, επειδή εκεί φυλάσσεται η πανοπλία του Ματίας Κορβίνο που βασίλεψε από το 1458 μέχρι το 1490. Η ιστορία αυτού του ναού είναι ιστορία πόνου και δυστυχίας όπως της πόλης: το πρώτο θρησκευτικό κτίσμα υψώθηκε σε αυτή την τοποθεσία τον 13ο αιώνα, όμως αντικαταστάθηκε σύντομα από έναν καθεδρικό ναό που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Στη διάρκεια της οθωμανικής εποχής το κτίριο μετατράπηκε σε τζαμί και κατά την πολιορκία του 1686 κατέρρευσαν ο πύργος και η οροφή. Η ανακατασκευή περιελάμβανε στοιχεία μπαρόκ, όμως τον 19ο αιώνα το γοτθικό κτίριο ανακατασκευάστηκε μετά από ανασκαφές των ερειπίων του μεσαιωνικού ναού. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν το νεογοτθικό κωδωνοστάσιο και η νότια θύρα. Η τελευταία έχει τοιχογραφηθεί με τη σκηνή του "Θανάτου της Παρθένου" και το εσωτερικό αναζωογονήθηκε με εργασίες σε γυψομάρμαρο και πίνακες με διακοσμητικά θέματα.
Πίσω από τον ναό βρίσκεται ο Προμαχώνας των Ψαράδων, σε ρυθμό κατά κάποιο τρόπο μεταξύ νεογοτθικού και νεορωμανικού, από όπου μπορεί κανείς να θαυμάσει ολόκληρη την πόλη. Η ονομασία του έχει ληφθεί από την περιοχή στην οποία κατοικούσαν οι ψαράδες και από το γεγονός ότι εκεί υπήρχε μια ψαραγορά κατά την αρχαία εποχή, επειδή τα ήρεμα νερά του Δούναβη που χωρίζουν τα δύο μισά της ουγγρικής πρωτεύουσας κυλούσαν εκεί κοντά.
Πολύ γρήγορα η ισχυρογνωμοσύνη του αριστοκράτη Ιτσβάν Σέτσενι αποδείχθηκε χρήσιμη: επειδή αποκλείστηκε στην ανατολική όχθη κατά τη χρονική στιγμή που γινόταν η κηδεία του πατέρα του στη δυτική όχθη, δεν έχασε καιρό και κατάφερε να στήσει μια γέφυρα στο ποτάμι. Χάρη σε αυτόν, το 1848, ολοκληρώθηκε η Σέτσενι Λάντσιντ, μια μεγαλοπρεπής γέφυρα με αλυσίδες και για πρώτη φορά ενώθηκαν οι δύο όχθες του μεγάλου ποταμού.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 'UNESCO - ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ"

Τρίτη 22 Ιουνίου 2010

OLD CITY OF DUBROVNIK (CROATIA) - Η ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΝΤΟΥΜΠΡΟΒΝΙΚ (ΚΡΟΑΤΙΑ)

Η παλιά πόλη του Ντουμπρόβνικ
Μεταξύ Νοεμβρίου 1991 και Μαίου 1992, ο γιουγκοσλαβικός στρατός υπέβαλε την πόλη του Ντουμπρόβνικ σε έναν ανιλεή βομβαρδισμό, μειώνοντας την αντοχή του πληθυσμού στα έσχατα όρια του και προκαλώντας ζημιές περίπου στο 70% των κτιρίων του ιστορικού κέντρου του. Σήμερα το Ντουμπρόβνικ έχει διατηρήσει τα σημάδια εκείνης της τρομερής πολιορκίας, όμως χάρη σε ένα πρόγραμμα αποκατάστασης ευρείας κλίμακας που συντόνισε η ΟΥΝΕΣΚΟ, οι τοίχοι, οι ναοί και τα κτίριά του από ασβεστόλιθο έχουν επανέλθει στην προηγούμενη λαμπρότητά τους.
Κατά την έναρξη του πολέμου που οδήγησε στη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας, οι Κροάτες, υποτιμώντας τη συμβολική αξία του "Μαργαριταριού της Δαλματίας", δεν θεώρησαν ότι το Ντουμπρόβνικ θα γινόταν θέατρο του πολέμου. Στη διάρκεια της ιστορίας της, η πόλη ξεχώρισε τον εαυτό της σαν πρότυπο ελευθερίας, ανεξαρτησίας και αστικής ανοχής και ποτέ δεν υποχρεώθηκε να καταφύγει στα όπλα.
Το Ντουμπρόβνικ, ποι ιδρύθηκε σε ένα μικρό νησάκι το 614 με την ονομασία Λους, μετονομάστηκε σε Ραγκούζα από τους λαούς που έφτασαν από την γειτονική Επίδαυρο (σύγχρονη Καφτάτ) διαφεύγοντας από τις επιδρομές και τις λεηλασίες των Σλάβων και των Αβάρων. Η νέα πόλη απέκτησε σύντομα σταθερά αμυντικά τείχη.
Από τον 7ο μέχρι τον 12ο αιώνα απολάμβανε της προστασίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και έγινε σημαντικό εμπορικό κέντρο στην ανατολική Μεσόγειο. Μέχρι το 1205 βρισκόταν σε ειρηνική συνύπαρξη με τον παρακείμενο σλαβικό καταυλισμό στην ενδοχώρα από τον οποίο έλαβε την οναμασία Ντουμπρόβνικ (από το ντουμπράβα που σημαίνει αριός, αδίλακας, ένα δέντρο που καλύπτει τους γύρω λόφους), όμως την ίδια χρονιά κατακτήθηκε από τη Βενετία. Παρά ταύτα, υπό τη διακυβέρνηση της Γαληνοτάτης συνέχισε να ασκεί το εμπόριό του χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις.
Ανεξάρτητη για μια ακόμη φορά το 1358, ενήμερη όμως ότι δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της από μελλοντικές επιθέσεις, η πόλη ζήτησε την προστασία των βασιλέων της Κροατίας και της Ουγγαρίας με ανταπόδοση ετήσιου φόρου. Ελεύθερη, συνεπώς, να συγκεντρωθεί στις υποθέσεις της, η Ρεμπούμπλικα Ραγκουζίνα εξασφάλισε το μονοπώλιο της εμπορίας του αλατιού στα Βαλκάνια και πέρασε από μακρά περίοδο δόξας. Παρά τον σεισμό του 1667 που τη συγκλόνισε και την κατεδάφισε συθέμελα σκοτώνοντας 5.000 ανθρώπους, συνέχισε να ευημερεί σε τέτοιο βαθμό ώστε κατά τον 17ο αιώνα είχε προξένους σε 80 χώρες. Επί πλέον, θεωρούσε τη διπλωματία τόση σημαντική ώστε να καταστεί η πρώτη ευρωπαική χώρα που αναγνώρισε τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Το τέλος της ανεξαρτησίας της πόλης έφτασε το 1806 όταν ο Ναπολέων ενσωμάτωσε το Ντουμπρόβνικ στις Ιλλυρικές Επαρχίες.
Η επιτυχία του Ντουμπρόβνικ αντανακλάται στην αρχιτεκτονική του και στον σχεδιασμό της πόλεως. Τα τείχη του - που έφταναν σε ύψος τα 25 και σε ορισμένα σημεία είχαν πάχος 6 μέτρα - ήταν ενισχυμένα με γοτθικούς πύργους και ημικυκλικές επάλξεις σε αναγεννησιακό ρυθμό. Τα σημαντικά θρησκευτικά και δημόσια κτίρια της πόλης, όταν κανείς την προσεγγίσει από τη θάλασσα, φαίνονται σαν διάδημα που υψώνεται πάνω από το νερό. Ο κύριος δρόμος της πόλης είναι η Στραντούν, ο φαρδύς λιθόστρωτος δρόμος που ακολουθεί τη γραμμή του καναλιού, το οποίο χώριζε το νησί από την ενδοχώρα κατά τους αρχαίους χρόνους. Η Στραντούν περιστοιχίζεται με κτίρια μπαρόκ που κατασκευάστηκαν μετά τον σεισμό και οδηγεί στο ανάκτορο Σπόνζα του 16ου αιώνα που έχει χτιστεί σε μια αρμονική ανάμιξη γοτθικού και αναγεννησιακού ρυθμού και το οποίο κάποτε αποτελούσε έδρα του τελωνείου και του νομισματοκοπείου.
Μπροστά από το ανάκτορο βρίσκεται ο ναός του Σαν Μπιάτζο. Το σημερικό κτίριο χρονολογείται από το πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα και έχει κομψή μπαρόκ πρόσοψη και πλούσια διακοσμημένο εσωτερικό με αγάλματα και επιχρυσώσεις. Ο καθεδρικός ναός της Σάντα Μαρία Ματζόρε είναι επίσης μπαρόκ και ολοκληρώθηκε το 1713 στα ερείπια ενός ρωμανικού ναού που φαίνεται ότι είχε κατασκευαστεί χάρη στη γενναιοδωρία του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, τα πλοία του οποίου είχαν βρει καταφύγιο στο λιμάνι μετά από μια καταιγίδα.
Ανάμεσα στα άλλα μνημεία υπάρχει η φραγκισκανική μονή Μάλα Μπράκα με έναν ναό σε ρυθμό μπαρόκ και μια κομψή μονή του 14 αιώνα που περιβάλλεται από 60 λεπτούς δίδυμους κίονες, έκαστος των οποίων διέθετε μοναδικά κιονόκρανα που σηματοδοτούν τη μετάβαση από τον ρωμανικό στον γοτθικό αρχιτεκτονικό ρυθμό. Το 1317 ιδρύθηκε εκεί η παλαιότερη γνωστή δημόσια φαρμακευτική εταιρία της Ευρώπης. Τέλος, το Ανάκτορο των Ηγεμόνων που ξεκίνησε το 1460 αποτελεί επίσης ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα. Το εξωτερικό είναι διακοσμημένο με προπύλαια με περίτεχνα γλυπτά κιονόκρανα, ενώ η είσοδος σε αναγεννησιακό ρυθμό οδηγεί μέσα στις αίθουσες του μουσείου της πόλης. Την εποχή της δημοκρατίας χρησίμευε για κατοικία του ευγενή που εκλεγόταν κάθε μήνα για να εκφράζει, αν και μόνο ονομαστικά, τη διοικητική εξουσία. Στην πραγματικότητα η τιμητική αυτή εξουσία εφαρμοζόταν με ένα σημαντικό μειονέκτημα:έναν πολλά υποσχόμενο για το μέλλον απομονωτισμό. Ο εν λόγω ευγενής δεν επιτρεπόταν να εγκαταλείψει το ανάκτορο χωρίς τη συγκατάθεση των εκλεκτόρων του. Ίσως αυτό το παράξενο έθιμο της "έγκλειστης" εξουσίας ήταν το θεμέλιο της φιλελεύθερης παράδοσης αυτής της αρχαίας παράκτιας χώρας.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "UNESCO - ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ"

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

HISTORIC CENTRE OF OAXACA (MEXICO) - ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΟΑΞΑΚΑ (ΜΕΞΙΚΟ)

Το ιστορικό κέντρο της Οαξάκα
Μια αποικιακή οικία στη Γκάλε Γκαρσία Βίγκιλ στη Οαξάκα αποτελεί έδρα μουσείου προς τιμή του Μπενίτο Χουάρεζ, του αγαπημένου τέκνου της πόλης. Ο Χουάρεζ εκλέχτηκε πρόεδρος του Μεξικού το 1858 – Ινδιάνος Ζατοπέκος από ταπεινή καταγωγή που εκπαιδεύτηκε από Φραγκισκανούς στην πατρίδα του – πέρασε στην ιστορία για την αντίστασή του κατά της κοινωνικής προκατάληψης, της υπερβολικής εξουσίας της Καθολικής Εκκλησίας και, από το 1862 και εντεύθεν, κατά της εισβολής των Γάλλων. Το σύνθημά του, «El respecto al derecho ajeno es le paz»» (ειρήνα είναι ο σεβασμός προς τα δικαιώματα των άλλων) σύντομα έγινε συμβολική φράση για όλους τους φιλελεύθερους που πάλευαν για τον εκδημοκρατισμό της χώρας.
Από την αρχή, η Οαξάκα ήταν μια πόλη όπου μετανάστευσαν οι Ινδιάνοι Ολμέκοι, Ζατοπέκοι και Μιξτέκοι και κατόπιν αναμείχθηκαν ειρηνικά με τους Ισπανούς κονκισταδόρες. Στην περιοχή σήμερα υπάρχουν ακόμη 16 διαφορετικές εθνικές ομάδες που μιλούν σχεδόν 150 διαλέκτους. Κάθε Ιούλιο εορτάζεται η Γκελαγκέτσα, μια φαντασμαγορική εορτή κατά την οποία οι αυτόχθονες ομάδες χορεύουν και ανταλλάσσουν δώρα σαν σημάδι αμοιβαίου σεβασμού.
Μετά την κατάκτηση της Τενοτστιτλάν, το 1521, ο Ερνάν Κορτέθ έστειλε στρατό με τον βοηθό του, Φρανθίσκο Ορόθκο κατά της Χουαξιακάκ, όπως έγινε αργότερα γνωστή η πόλη. Ήταν η πιο σημαντική πόλη στην κοιλάδα, βρισκόταν σε ύψος 1.600 μέτρων και περιβαλλόταν από λόφους. Αν και ο Ορόθκο είχε στείλει στον Κορτέθ μια επιστολή δηλώνοντας ότι ήταν εναντίον της κατάληψης της περιοχής (δεν είχε πολύτιμα μέταλλα και την κατοικούσαν πολύ αξιόμαχοι Ινδιάνοι), ο Κορτέθ ήθελε να ελέγξει ο ίδιος την κατάσταση. Ο Ορόθκο ερωτεύτηκε τις φυσικές ομορφιές του τόπου και πέτυχε να έλθει σε συμφωνία με τους ιθαγενείς. Στις 25 Απριλίου 1532, ο βασιλιάς της Ισπανίας αποδέχτηκε την ίδρυση της πόλης και απένειμε στον Κορτέθ τον τίτλο του μαρκησίου της Οαξάκα.
Το περίγραμμα της πόλης σχεδιάστηκε από τον Αλόνσο Γκαρθία Μπράβο, αρχιτέκτονα του Εσκοριάλ, που είχε επίσης σχεδιάσει τη δομή της πόλης του Μεξικού και της Βερακρούζ. Στις άκρες της θόκαλο (μιας από τις ομορφότερες πλατείες του Μεξικού) η κατασκευή ξεκίνησε με το αρχηγείο της ισπανικής εξουσίας και τον καθεδρικό ναό (στον χώρο του ιερού των Ζατοπέκων προς τιμή των νεκρών).
Οι κύριοι δρόμοι της πόλης χαράχτηκαν από την πλατεία και σύμφωνα με τον σχεδιαστή απεικόνιζαν την ισορροπία μεταξύ ιερού και ασεβούς. Αυτό που είναι ασυνήθιστο, είναι ότι ποτέ δεν χρειάστηκε να κατασκευαστεί κάποιο τείχος για την πόλη και βεβαίως η Οαξάκα αφέθηκε σχετικώς ελεύθερη να προχωρήσει με τις δικές της δυνάμεις. Οι σοδειές που αναπτύχθηκαν στην γύρω περιοχή ήταν καλαμπόκι, σιτάρι, καφές και ζαχαροκάλαμο, με το τελευταίο να χρησιμοποιείται για την προμήθεια της αυλής της Ισπανίας με γλυκά παρασκευάσματα. Επίσης στον τόπο αυτό ανακαλύφθηκε ότι από ένα παράσιτο του σίτου μπορούσε να εξαχθεί μια κόκκινη απόχρωση για τη βαφή των υφασμάτων.
Αμέσως μετά την ίδρυση της πόλης κατέφθασαν Δομινικανοί μοναχοί οι οποίοι άρχισαν να κατασκευάζουν θρησκευτικά κτίρια. Το ισπανικό μπαρόκ συνδυάζεται αρμονικά στην Οαξάκα με τις παραδόσεις των εντοπίων και οι ναοί της πόλης και οι περίτεχνες διακοσμήσεις αποτελούν την καλύτερη αρχιτεκτονική του Μεστίζο στο Μεξικό. Η κατασκευή του καθεδρικού ναού καθυστέρησε μέχρι το 1733, όμως η εκκλησία Σάντο Ντομίνγκο είναι πιο μεγαλοπρεπής και πολυδάπανη. Η πρόσοψη, από τα τέλη του 16ου αιώνα, είναι από λεπτοσκαλισμένη πέτρα και περιβάλλεται σε κάθε πλευρά από ένα κωδωνοστάσιο. Το εσωτερικό περιβάλλεται με πολλά κιλά χρυσάφι. Το ψηλό ιερό και οι διακοσμήσεις στους τοίχους και στην οροφή, που απεικονίζουν βιβλικές σκηνές, είναι όλα εξαιρετικά. Στον κάτω τοίχο της εκκλησιαστικής χορωδίας, ένα επίχρυσο ανάγλυφο από γυψομάρμαρο απεικονίζει τη γενεαλογική τάξη του Τάγματος των Δομινικανών υπό μορφή κλήματος. Δίπλα ακριβώς από τον ναό βρίσκεται μια μεγάλη μονή η οποία σήμερα αποτελεί περιφερειακό μουσείο. Ένα από τα εκθέματά της είναι η συλλογή των χρυσών αντικειμένων των Λιξτέκων που βρέθηκαν σε έναν τάφο κατά τη διάρκεια της ανασκαφής του κοντινού αρχαιολογικού χώρου του Μόντε Αλμπάν.
Άλλα λαμπρά δείγματα μπαρόκ αρχιτεκτονικής είναι η Μπασίλικα ντέλα Νουέστρα Σενιόρα ντέλα Σολεδάδ και η εκκλησία Σαν Φελίπε Νέρι. Η τελευταία χρησιμοποιήθηκε σαν στρατώνας στη διάρκεια της Μεξικανικής Επανάστασης και ανακαινίστηκε το 1920. Διακοσμήθηκε ξανά με την προςθήκη στοιχείων Αρτ Νουβό, μια τεχνοτροπία που διακρίνεται επίσης στο κομψό θέατρο Μασεντόνιο Αλκαλά, κοντά στην πλατεία της πόλης. Τα προπύλαια του θόκαλο αποτελούν την καρδιά της εμπορικής ζωής της πόλης.
Πολλοί συγγραφείς και καλλιτέχνες απεικόνισαν την ομορφιά της Οαξάκα. Ο Φρειδερίκος Νίτσε ήθελε να αποσυρθεί εκεί, ενώ ο Άλντους Χάξλι και ο Ίταλο Καλβίνο έμειναν και δύο στην πόλη. Η ατμόσφαιρά της σήμερα μοιάζει με εκείνη στα μυθιστορήματα του πατέρα του μαγικού ρεαλισμού, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκέζ.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ Της ΤΕΧΝΗΣ
»

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

HISTORIC CENTRE OF CORDOBA (SPAIN) - ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΚΟΡΔΟΒΑΣ (ΙΣΠΑΝΙΑ)

Το ιστορικό κέντρο της Κόρδοβας
Χτισμένη στη βόρεια όχθη του Γουαδαλκιβίρ, η Κόρδοβα έγινε διάσημη κατά τη ρωμαϊκή εποχή σαν γενέτειρα του Σενέκα και του Λουκιανού τον 1ο αιώνα π.Χ. Μέχρι τότε ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας Μπετίκα και η μεγαλύτερη πόλη της Ιβηρίας, αλλά η εποχή της μεγάλης ακμής και ευημερίας της τοποθετείται πολλούς αιώνες αργότερα.
Κατά τον 8ο αιώνα, όταν η χριστιανική Ευρώπη ζούσε ακόμη την πιο σκοτεινή της εποχή, η Κόρδοβα έγινε πρωτεύουσα της αλ Ανταλούς (Ανδαλουσίας) υπό τον εμίρη των Ομεϋαδών, Αμπντ ελ Ραχμάν Α΄. Κυνηγημένοι από τη Δαμασκό από τους Αβασίδες, οι Ομεϋάδς κατέκτησαν την Ισπανία με σκοπό να δημιουργήσουν μια οικονομική και στρατιωτική δύναμη αρκετά μεγάλη για να ανταγωνιστούν τη Δαμασκό και τη Βαγδάτη.
Τα σύνορα του εμιράτου επεκτάθηκαν ταχύτατα και έφταναν από το Γιβραλτάρ μέχρι τα Πυρηναία, ενώ και το ανεκτικό πνεύμα του εμίρη διασφάλιζε την μακρόχρονη κυριαρχική ευημερία της περιοχής. Η βασιλική του Αγίου Βικεντίου μοιράστηκε ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους και στην πόλη κατοικούσαν ειρηνικά Άραβες, Βερβερίνοι, εβραίοι και Βησιγότθοι. Η Κόρδοβα έγινε κέντρο μιας ακμάζουσας γεωργικής περιοχής που εισήγαγε στην Ευρώπη τα πορτοκάλια, τα βερίκοκα, το ρύζι και τις μελιτζάνες, ενώ παραλλήλως η πόλη καθιέρωσε τη φήμη της σαν κέντρο παραγωγής υφασμάτων.
Για να ευχαριστήσει τον Θεό, το 785 ο Αμπντ ελ Ραχμάν Α΄ αποφάσισε να ιδρύσει ένα τέμενος που θα γινόταν σύμβολο της μεγαλοπρέπειας του εμιράτου των Ομεϋαδών. Αγόρασε μια βασιλική από τους χριστιανούς και στη θέση της ανήγειρα αυτό που θα γινόταν ο πυρήνας του Μεθκίτα Μαγιόρ. Κατασκευάστηκε στα πρότυπα του τεμένους της Δαμασκού, όμως σύντομα το ξεπέρασε σε μεγαλοπρέπεια. Σε 4 στάδια επέκτασης που χρειάστηκαν περισσότερο από 2 αιώνες, η Μεθκίτα έφτασε σιγά-σιγά στο τελικό μέγεθός της. Το χαράμ (ιερή περιοχή) ήταν 180 x 30 μέτρα και κάλυπτε σχεδόν 1,5 εκτάριο. Στο εσωτερικό, ένα δάσος με 1293 κίονες από γρανίτη, ίασπη και μάρμαρο ήταν χωρισμένοι από 19 διαδρόμους. Τα υλικά τους είχαν ληφθεί από ρωμαϊκά και βησιγοτθικά κτίρια από τη νότια Ισπανία και στήριζαν στοές σε σχήμα πετάλων κατασκευασμένες είτε από πλίνθους είτε από λευκή πέτρα. Σε αυτό τον τεράστιο χώρο, που σταδιακά καλύφθηκε με υπέροχα μωσαϊκά, είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς το μιχράμπ, το ιερό που βλέπει προς τη Μέκκα.
Το κτίριο το οποίο στα νότια περιορίζεται από τον ποταμό Γουαδαλκιβίρ και περικλείεται από ψηλά τείχη με προπύργια, ανοίγει προς βορρά στην Πάτιο ντε λος Ναράνχος, το προαύλιο στο οποίο οι πιστοί εκτελούν την ιεροτελεστική πλύση στις 4 πηγές που κατασκευάστηκαν ανάμεσα στις πορτοκαλιές τον 10ο αιώνα.
Η Κόρδοβα απήλαυσε τη μεγαλύτερη δόξα κατά τον 11ο και 12ο αιώνα. Είχε περίπου ένα εκατομμύριο κατοίκους και ήταν διαιρεμένη σε 21 περιφέρειες, εκάστη των οποίων είχε τα τεμένη, τις αγορές και τα δημόσια λουτρά της.
Η πόλη επίσης ήταν κέντρο όπου άνθισαν οι τέχνες και οι επιστήμες. Το 1126 έγινε γενέτειρα του Ιμπν Ρασίντ (του μεγάλου Άραβα φιλοσόφου γνωστού σαν Αβερόπ) και σε λιγότερο από 10 χρόνια αργότερα, του εβραίου Μωϋσή Μπεν Μαϊμόν, φυσικού και θεολόγου, γνωστου σαν Μαϊμονίδη. Οι εβραίοι έμποροι αποτελούσαν ηγετικές μορφές στη ζωή της πόλης. Σήμερα, η συνοικία τους, Γιουντερία, πίσω από τη Μεθκίτα, έχει παραμείνει σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτη. Τα δρομάκια περιβάλλονται από λευκούς τοίχους πίσω από τους οποίους υπάρχουν υπέροχες αστικές οικίες, ανθισμένες αυλές, σιδερόφρακτες πύλες και βυρσοδεψεία για τα οποία η Κόρδοβα φημιζόταν πάντοτε.
Μετά την ανακατάληψη της Ισπανίας από τους χριστιανούς το 1236, η Μεθκίτα εγκαινιάστηκε εκ νέου σαν χριστιανικός ναός και η πόλη εμπλουτίστηκε με οχυρωμένα ανάκτορα όπως το Αλκαζάρ ντε λος Ρέγιες Κριστιάνος και η Τόρε ντε λα Καλαόρα. Οι γραμμές της Μεθκίτα, πάντως, παρέμειναν αναλλοίωτες μέχρι το τέλος του 14ου αιώνα όταν κατεδαφίστηκε ο μιναρές για να δημιουργηθεί χώρος για την Πουέρτα ντελ Περντόν, μια επιβλητική είσοδο σε ρυθμό μουντεχάρ που είχε στην κορυφή της την Τόρε ντελ Αλμινάρ, ένα κωδωνοστάσιο ύψους 93 μέτρων, από όπου μπορεί κανείς να έχει θέα ολόκληρη την πόλη. Την ίδια περίοδο κατασκευάστηκε μέσα στη Μεθκίτα το πρώτο χριστιανικό παρεκκλήσιο, η Καπίλα ντε Βιλαβιθιόσα. Τον 16ο αιώνα, ο αυτοκράτωρ της Αγίας Ρωμαϊκης Αυτοκρατορίας Κάρολος Ε΄ έδωσε την εξουσιοδότησή του για την κατασκευή ενός καθεδρικού ναού στην καρδιά της Μεθκίτα. Η δομή αυτού του ναού, που σχεδιάστηκε από την οικογένεια αρχιτεκτόνων Ερνάν Ρουίθ, αναμιγνύει στοιχεία ύστερου γοτθικού και ρυθμού Αναγεννήσεως, στους οποίους προστέθηκε κατά τον 19ο αιώνα ένα περίπλοκο ξύλινο εκκλησιαστικό χοροστάσιο.
Οι ευγενείς της Κόρδοβας κατασκεύασαν επίσης επιβλητικά ανάκτορα, όπως το Παλάθιο ντε Βιάνα, όμως αυτά δεν επηρέασαν το πνεύμα της μαυριτανικής πόλης. Σήμερα η Κόρδοβα είναι ένα εκπληκτικό πέτρινο σύνολο της αρμονικής πολιτιστικής και οικονομικής συνύπαρξης των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ»

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010

OLD HAVANA AND ITS FORTIFICATIONS (CUBA) - Η ΠΑΛΑΙΑ ΑΒΑΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΤΗΣ (ΚΟΥΒΑ)

Η παλαιά Αβάνα και οι οχυρώσεις της
Στις 9 ακριβώς κάθε βράδυ μια ομοβροντία κανονιοβολισμών από τα τείχη της Φορταλέζα ντέλα Καμπάνια αναγγέλλει το κλείσιμο του λιμανιού και της πόλης της Αβάνας. Φαίνεται παράξενο που η επαναστατική Κούβα του Φιντέλ Κάστρο έχει διατηρήσει αυτή την αρχαία παράδοση και η θέα των στρατιωτών με τις παλιομοδίτικες στολές που κινούνται πάνω στις επάλξεις του ισχυρότερου λατινοαμερικανικού φρουρίου φέρνουν στον νου εικόνες της εποχής της αποικιοκρατίας και των πειρατών.
Περίπου δύο εβδομάδες μετά την πρώτη μοιραία προσέγγιση στην Αμερική, το πλήρωμα του Κολόμβου αποβιβάστηκε στο πιο όμορφο νησί που είχε ποτέ αντικρίσει ανθρώπινο μάτι, όπως σημείωνε στο ημερολόγιό του ο καπετάνιος. Ήθελε να το ονομάσει Χουάνα, προς τιμή της κόρης της βασίλισσας Ισαβέλλας της Ισπανίας και προστάτιδάς του.
Στην Κούβα, όπως την αποκαλούσαν οι ιθαγενείς, η πόλη Σαν Κριστομπάλ ντε λα Χαμπάνα ιδρύθηκε από τον Διέγο Βελάσκεθ το 1519. Η πόλη, που προστατεύεται από έναν μεγάλο ορμίσκο, επρόκειτο σύντομα να γίνει σπουδαίο λιμάνι και το 1550 την έκαναν έδρα του κυβερνήτη της νήσου. Όμως σύντομα ανακάλυψαν το μεγαλείο της οι πειρατές οι οποίοι προσέγγιζαν τακτικά τον κόλπο του Μεξικού. Πέντε χρόνια αργότερα ο Γάλλος Ζακ ντε Σορ κατέλαβε την πόλη ξεπερνώντας τις επιδρομές του διάσημου Φράνσις Ντρέικ.
Για την προστασία της πόλης ήταν απαραίτητο ένα οχυρό. Το σύμβολό της, Χιραλδίγια, διακρίνεται ακόμη στον πύργο του 1577, Καστίγιο ντε λα Ρεάλ Φουέρτσα. Είναι ένας ανεμοδείκτης με τη μορφή της Ινές ντε Μπομπαντίγια, συζύγου του κυβερνήτη Ερνάν ντε Σότο. Παρά τα προγνωστικά, το κτίριο ήταν ανεπαρκές και οι Ισπανοί ξεκίνησαν την κατασκευή δύο ακόμη ογκωδών φρουρίων το 1589.
Το Καστίγιο ντε λος Τρες Σάντος Ρέγες Μάγος ντελ Μόρο και το Καστίγιο ντε Σαν Σαλβαδόρ ντε λα Πούντα, που βρίσκονται στην ακτή απέναντι από το στόμιο της Μπαχία ντε λα Χαμπάνα, ενώνονταν με μια ισχυρή αλυσίδα που απέτρεπε την είσοδο πειρατικών πλοίων. Πάντως, δεν ήταν εύκολο να αποτραπεί ο αγγλικός στόλος από επιδρομές στην Αβάνα όλο τον 17ο αιώνα και το 1762 τελικώς κατέλαβε την πόλη. Μόλις έναν χρόνο αργότερα, επιστράφηκε στην Ισπανία σε αντάλλαγμα για τη Φλόριντα και ο Ισπανός βασιλιάς Κάρολος Γ΄ άρχισε την κατασκευή της μεγάλης Φορταλέζα ντε λα Καμπάνια που ολοκληρώθηκε το 1777. Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε και ο καθεδρικός ναός, τριάντα χρόνια πριν εγκαινιαστεί τελικώς από τους Ιησουΐτες. Η μπαρόκ πρόσοψή του από κοραλλιογενή ασβεστόλιθο δεσπόζει στην πλατεία της παλαιάς πόλης που περιστοιχίζεται από προπύλαια και στην οποία βλέπουν τα κυβερνητικά κτίρια. Ο καθεδρικός ναός με τον κυρίως ναό και τους δύο διαδρόμους είναι απλός και μάλλον σκούρος και αποτελείται από περίεργο κράμα ρυθμών, αποτέλεσμα των πολλών ανακαινίσεων που έχει υποστεί σε περίοδο δύο αιώνων. Εκτός από το ψηλό ιερό που είναι υπέροχα διακοσμημένο με χρυσό, άργυρο και όνυχα, υπάρχουν εικόνες του Ζαν Μπατίστ Βερμέ και πολλά γλυπτά. Εδώ παρέμεινε η σορός του Χριστόφορου Κολόμβου μέχρι το 1898 οπότε μεταφέρθηκε στη Σεβίλη, όταν η Ισπανία αποχώρησε και από την τελευταία της αποικία.
Ο πρώτος καθεδρικός ναός της Αβάνας καταστράφηκε τον 18ο αιώνα, εξακολούθησε όμως να βρίσκεται στην Πλάζα ντε Άρμας, στο πάρκο Σεσπέδες, που είναι η παλαιότερη πλατεία της πόλης και υπήρξε καρδιά της πολιτικής και στρατιωτικής ζωής από τον 16ο αιώνα. Εκεί δεσπόζουν μερικά από τα ομορφότερα κτίρια της πόλης, όπως το Παλάσιο ντε λος Καπιτάνος, Χεμεράλες (έδρα του αστικού μουσείου), το Παλάσιο ντελ Κόντε ντε Σαντοβένια και το Καστίγιο ντε λα Ρεάλ Φουέρτσα. Το Παλάσιο ντελ Σεγκούντο Κάμπο, από την άλλη πλευρά, είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα της κουβανικής μπαρόκ αρχιτεκτονικής. Κατασκευάστηκε το 1772 σε μια υπέροχη κιονοστοιχία για να στεγάσει το ταχυδρομείο και βλέπει στο ανδαλουσιανού ρυθμού προαύλιο, ενώ έγινε κατοικία του κυβερνήτη το 1853. Από την πλατεία ξεκινούν πολλοί δρόμοι της αποικιακής πρωτεύουσας (όπως η Οβίσπο που συνδέει την Πλάζα ντε Άρμας και το Πασέο ντε Μαρτί που έλαβε την ονομασία του από τον ήρωα της επανάστασης) στην οποία αντικρίζουν με μεγάλες αυλές, οι κατοικίες αποικιακού και Αρτ Νουβό ρυθμού.
Ο πιο ελκυστικός δρόμος της Αβάνας είναι ίσως η Μαλεκόν, ο δρόμος που διασχίζει επί 7 χιλιόμετρα την παραλία από το Καστίγιο ντε λα Πούντα μέχρι την εκβολή του ποταμού Αλμεντάρες. Το πρώτο τμήμα του περιστοιχίζεται από κιονοστοιχίες με ισπανικά αποικιακά σπίτια που χρησίμευαν ίσως για τη διαπραγμάτευση εμπορικών συμφωνιών, με δεδομένη τη γειτνίασή τους με το λιμάνι. Σήμερα, παρά τις προσπάθειες της κουβανικής κυβέρνησης να υπεραμυνθεί αυτής της τάσης, πολλά από τα κτίρια αυτά έχουν αλλοιωθεί σε μεγάλο βαθμό.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ»

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

WORKS OF ANTONI GAUDI (SPAIN) - ΠΑΡΚΟ ΓΚΟΥΕΛ, ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΓΚΟΥΕΛ ΚΑΙ ΟΙΚΙΑ ΜΙΛΑ (ΙΣΠΑΝΙΑ)

Πάρκο Γκουέλ, ανάκτορο Γκουέλ και οικία Μιλά (Ισπανία)
Καθώς πλησίαζε ο χειμώνας, ο Εουσέμπι Γκουέλ Μπατσιγκαλούπι, ένας πλούσιος εργοστασιάρχης υφασμάτων, κυνηγός και λάτρης του Βάγκνερ, κατευθύνθηκε προς το Πασέιγ ντε Γκράτσια στη Βαρκελώνη για να αγοράσει ένα ζευγάρι γάντια. Όταν έφτασε στο κατάστημα έμεινε εντυπωσιασμένος από την ελκυστική βιτρίνα. Μπήκε και ρώτησε ποιος ήταν ο υπεύθυνος γι’ αυτή την εντυπωσιακή βιτρίνα. Ο Εουσέμπι Γκουέλ, φυσικά, ξέχασε να αγοράσει τα γάντια του, όμως έκανε μια πολύ πιο σημαντική αγορά που επρόκειτο να αλλάξει τον ρου στην ιστορία της αρχιτεκτονικής. Αυτός που είχε διακοσμήσει τη βιτρίνα είχε αποφοιτήσει προσφάτως από το πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Καταγόταν από το Ρέους κοντά στην Ταραγόνα και ονομαζόταν Άντονι Γκαουντί Κορνέτ. Έτσι άρχισε μια σχέση μεταξύ του προστάτη και του καλλιτέχνη που επρόκειτο να αποδειχθεί μια από τις πιο δημιουργικά πετυχημένες σχέσεις στην ιστορία.
Μετά από μερικές μικρότερες παραγγελίες, ο Γκουέλ ζήτησε το 1886 από τον Γκαουντί να του σχεδιάσει ένα σπίτι σε ένα μικρό οικόπεδο στο κέντρο της πόλης, στην Κάλε Νου ντε λα Ράμπλα. Μόλις 34 ετών, ο αρχιτέκτων κατασκεύασε για τον μέντορά του το πρώτο του αριστούργημα. Η καρδιά του Παλάου Γκουέλ είναι η κεντρική αίθουσα υποδοχής που διαθέτει 3 ορόφους. Στην κορυφή περιβάλλεται από θόλο εμπνευσμένο από την αραβική αρχιτεκτονική, με μικρά ανοίγματα για να δίνουν την εντύπωση νυχτερινού ουρανού. Ενθουσιασμένος ο Γκαουντί φρόντισε κάθε λεπτομέρεια του σχεδίου. Έφτιαξε τις λάμπες, τα κιγκλιδώματα και τις θύρες λυγίζοντας σφυρήλατο σίδηρο σε απίθανα σχήματα, σχεδίασε τα έπιπλα και δημιούργησε μια οροφή πάνω στην οποία παραμυθένιες καπνοδόχοι καλύπτονταν με κομμάτια από κεραμικά που ξεπρόβαλαν σαν μανιτάρια.
Το φανταστικό σχέδιο συζητήθηκε σε ολόκληρη τη Βαρκελώνη και ο Γκαουντί έκανε θριαμβευτικά την είσοδό του στα πιο σπουδαία σαλόνια, δεχόμενος συγχαρητήρια και παραγγελίες. Με την πάροδο του χρόνου τελειοποίησε τον ρυθμό του και στη διάρκεια αυτής της περιόδου ξεκίνησε το πιο σημαντικό έργο του, τη Σαγράντα Φαμίλια, η οποία 100 χρόνια αργότερα δεν είχε ολοκληρωθεί. Το 1900 ο Γκουέλ επιφόρτισε για μια ακόμη φορά τον Γκαουντί με αυτό που επρόκειτο να γίνει το πιο πρωτότυπο έργο του.
Η πρόθεση του πελάτη ήταν το πάρκο Γκουέλ να γίνει ένα τεράστιο πάρκο της γειτονιάς σε μια απομονωμένη περιοχή πάνω σε έναν λόφο που δέσποζε στη Βαρκελώνη. Η τοποθεσία θα είχε 60 αγροτεμάχια, στο κάθε ένα από τα οποία επρόκειτο να κατασκευαστεί ένα μόνο σπίτι για μια οικογένεια. Οι βίλες στην πραγματικότητα δεν κατασκευάστηκαν ποτέ, όμως ο Γκαουντί σχεδίασε λεπτομερώς τους δρόμους που αποτελούνταν από 5 στοιχεία: έναν κύριο δρόμο, μια λεωφόρο, μια πλατεία, δρόμους για οχήματα και μονοπάτια για πεζούς. Στην είσοδο κατασκευάστηκε ένα είδος ελληνικού ιερού με δωρικούς κίονες και κεραμικές ροζέτες που κρέμονταν από την οροφή. Ολόκληρο το πάρκο κατοικείται από φανταστικά πλάσματα και ζωηρά χρώματα επειδή ο Γκαουντί κάλυψε τα πάντα με μικρά κομμάτια κεραμικά, απορρίμματα από ένα εργοστάσιο κεραμικών. Τον ρυθμό εκπροσωπούσαν καλύτερα τα κυματοειδή κιγκλιδώματα και οι πάγκοι που περιέκλειαν το μεγάλο πανοραμικό κεκλιμένο επίπεδο.
Το 1906, ο Πέρε Μιλά Καμπς, ένας άλλος επιτυχημένος Καταλανός επιχειρηματίας παράγγειλε στον Γκαουντί την κατασκευή ενός συγκροτήματος διαμερισμάτων σε αγροτεμάχιο έκτασης 1.000 και πλέον τετραγωνικών μέτρων στη γωνία Πασέιγ ντε Γκράσια και Κάλε Προβέντσα. Εδώ ο λαμπρός αρχιτέκτων άφησε τη φαντασία του να καλπάσει: η κατοικία που κατασκεύασε ήταν από πέτρα σκαλισμένη σε κυματοειδή σχήματα που φαίνονται να διαστέλλονται και να συστέλλονται σαν να είναι ζωντανά. Η ογκώδης κατασκευή είναι φτιαγμένη από δοκούς σφυρήλατου σίδηρου και θόλους που στηρίζονται σε επιστύλια από τούβλα και μέταλλο. Η κατασκευή της προσόψεως είχε κάτι τελετουργικό. Ο Γκαουντί επεξεργάστηκε τραχιά τμήματα, κατόπιν τα κομμάτια από πέτρα μεταφέρθηκαν στον χώρο του σπιτιού για να κοπούν, να λάβουν το σχήμα τους και να τοποθετηθούν στη θέση τους. Στο σημείο αυτό θα τροποποιούσε στις καμπύλες και τα σχήματα σύμφωνα με τις απόψεις του. Στους περαστικούς ο δρόμος έμοιαζε όλο και περισσότερο με λατομείο, «λα Πεδρέρα», ονομασία με την οποία πάντοτε ήταν γνωστή στη Βαρκελώνη η Κάσα Μιλά. Το τελικό αποτέλεσμα ήρθε με την προσθήκη της οροφής στην οποία οι καμινάδες είχαν τη μορφή μασκοφόρων πολεμιστών.
Λόγω των καθυστερήσεων που οφείλονταν στην πολυτέλεια που ήθελε να προσδώσει ο αρχιτέκτων, η κατασκευή διήρκησε 4 χρόνια. Όταν ολοκληρώθηκε, ο ενθουσιασμένος πελάτης Πέρε Μιλά μετακόμισε στον πρώτο όροφο του κτιρίου. Η σύζυγός του, σενιόρα Ροσάριο, δεν εκτίμησε την ανατρεπτική φαντασία του Γκαουντί, όμως δεν το έδειξε. Η Κάσα Μιλά ήταν το τελευταίο δημόσιο κτίριο του Γκαουντί, δεδομένου ότι από την εποχή αυτή μέχρι το θάνατό του, το 1926, δεν καταπιάστηκε με τίποτα άλλο εκτός από τη Σαγράντα Φαμίλια. Μετά τον θάνατό του, η σενιόρα Ροσάριο εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και μετέτρεψε ολόκληρο τον πρώτο όροφο της Πεδρέρα σε ένα κομψό αλλά συνηθισμένο διαμέρισμα σε ρυθμό Λουδοβίκου ΙΣΤ΄.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ»

Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

HISTORICAL CENTRE OF THE CITY OF AREQUIPA (PERU) - ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΡΕΚΙΠΑ (ΠΕΡΟΥ)

Το ιστορικό κέντρο της Αρεκίπα
Στις 23 Ιουνίου 2001 στις τρεις μετά το μεσημέρι περίπου, ένας ισχυρός σεισμός με επίκεντρο την Νοροέστε ντε Οκόνια ταρακούνησε το νότιο Περού, αφήνοντας αμέτρητα θύματα στο πέρασμά του και προξενώντας εκτεταμένες καταστροφές. Στην Αρεκίπα, την κυριότερη πόλη της περιοχής, έπεσε ο τρούλος του καθεδρικού ναού και κατέρρευσε ένα από τα δύο κωδωνοστάσια που περιέβαλαν την πρόσοψη. Οι περιστάσεις ήταν τραγικές, όμως οι σεισμοί είναι ένα χαρακτηριστικό της ιστορίας της πόλης και έχουν επανειλημμένως επιφέρει ζημιές στην αρχιτεκτονική της.
Η Βίλα Ερμόσα ντε Αρεκίπα ιδρύθηκε επισήμως στις 25 Αυγούστου 1540 από τον δον Γκαρσία Μανουέλ ντε Καρμπαχάλ με εντολή του κυβερνήτη Φρανθίσκο Πιθάρο. Προηγουμένως, στην τοποθεσία υπήρχε ένας οικισμός των Ίνκας, γνωστός σαν «Άρι Κουιπάι» που σημαίνει «τόπος πέρα από την κορυφή» στη γλώσσα των Αϊμάρα. Η εν λόγω κορυφή πρέπει να ήταν το Μίστι, το πιο κοντινό από τα ηφαίστεια που περικλείουν την εύφορη λεκάνη όπου βρισκόταν η πόλη.
Το Μίστι, το Τσατσάνι και το Πιτσουπίτσου, τρεις γίγαντες με ύψος μεγαλύτερο από 4.900 μέτρα, αποτελούν κάτι παραπάνω από σκηνικό υπόβαθρο για την πόλη: τα ηφαίστεια είναι επίσης πηγή «σίλαρ», του λευκού βράχου που χρησιμοποιείται για όλα τα κτίρια στην αποικιακή πόλη. Ο βράχος αυτός προήλθε από μια τεράστια έκρηξη του όρους Τσατσάνι που συνέβη πριν από 2 εκατομμύρια χρόνια και πλέον, όταν το βουνό εκτίναξε μι τεράστια ποσότητα μάγματος σε ύψος 50 χιλιόμετρα πάνω από τον κρατήρα.
Τέσσερα χρόνια μετά την άφιξη των Ισπανών κατασκευάστηκε ένας ναός στον πεζόδρομο, ο οποίος μετά από αίτημα του αυτοκράτορα Καρόλου Ε΄, ονομάστηκε Πλάζα ντε Άρμας. Ο ναός υπέστη εκτεταμένες ανακαινίσεις όχι μόνο λόγω των ζημιών από τον σεισμό αλλά και για την επέκτασή του και με την πάροδο των αιώνων ο αρχικός ναός μεταμορφώθηκε σε έναν εντυπωσιακό καθεδρικό ναό. Η σημερινή εμφάνισή του χρονολογείται από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν μεγάλο μέρος του κτιρίου έπρεπε να κατασκευαστεί εκ νέου μετά από μια πυρκαγιά. Η πρόσοψή του είναι η μοναδική στο Περού που καλύπτει ολόκληρη την πλευρά ενός τετραγώνου και ο καθεδρικός ναός της Αρεκίπα είναι ένας από τους 100 μόνο ναούς σε ολόκληρο τον κόσμο που επιτρέπεται να φέρει τη σημαία του Βατικανού. Η αρχιτεκτονική του είναι νεοαναγεννησιακή, όμως το εσωτερικό του ναού δεν ταιριάζει με τη μεγαλοπρέπεια της πρόσοψής του.
Στην απέναντι πλευρά της Πλάζα ντε Άρμας, μιας πλατείας που περιβάλλεται από ψηλά προπύλαια και κομψά κτίρια από την αποικιακή και τη δημοκρατική περίοδο, βρίσκεται η εκκλησία ντε λα Κομπανία που ολοκληρώθηκε το 1698, περίπου έναν αιώνα μετά την έναρξη κατασκευής της. Η διώροφη πρόσοψη χαρακτηρίζεται από ελικοειδής κίονες και ανάγλυφα με θέματα που απεικονίζουν τη βλάστηση των Άνδεων σε ρυθμό που δίνει νέα ερμηνεία στο ισπανικό μπαρόκ. Στο εσωτερικό υπάρχει ένα τεράστιο ιερό από ξύλο κέδρου σκαλισμένο με λεπτό τρόπο που τελειώνει με χρυσά φύλλα. Το παρεκκλήσιο του Σαν Ινιάσιο με τον πολύχρωμο θόλο του βρίσκεται στα αριστερά του ιερού.
Η αποικιακή αρχιτεκτονική της «Σιουδάδ Μπλάνκα» (λευκή πόλη) θριαμβεύει στους δρόμους πίσω από τον καθεδρικό ναό. Η περιοχή αυτή είναι η περιοχή των «κασόνα», των οικιών των προυχόντων της πόλης, που καλύπτουν έναν μόνο όροφο με δωμάτια που καταλήγουν σε προαύλια παραφορτωμένα με λουλούδια. Τα πιο πολυτελή από αυτά, όπως η Κάσα ντελ Μοράλ (στην Κάλε Μοράλ 318) και η Κάσα Ρίκετς (στην Κάλε ντε Σαν Φρανσίσκο) αγοράστηκαν από ιδιωτικά ιδρύματα και τώρα μπορεί να τα επισκεφτεί το κοινό. Εξακολουθούν να περιέχουν την αρχική επίπλωσή τους, καθώς επίσης και πίνακες του 17ου και 18ου αιώνα.
Το στολίδι της Αρεκίπα είναι το μοναστήρι της Σάντα Καρολίνα, με έκταση 20.000 τετραγωνικών μέτρων με παρεκκλήσια, μονές, κελιά και τραπεζαρίες που καλύπτουν μια ολόκληρη περιοχή της πόλης η οποία περιβάλλεται με ψηλούς τοίχους. Μόλις 40 χρόνια μετά την ίδρυση της Αρεκίπα, η Μαρία ντε Γκουζμάν, μια πλούσια Ισπανίδα χήρα, ίδρυσε τη μονή σύμφωνα με την παράδοση κατά την οποία η δεύτερη από τις κόρες μιας πλούσιας οικογένειας έπρεπε να παραιτηθεί από τα επίγεια πλούτη της για να ζήσει σε κοινότητα του Θεού. Στην πραγματικότητα, επί 3 αιώνες μόνο το ένα τρίτο από τις 450 επισκέπτριες της Σάντα Καταλίνα ήταν μοναχές. Οι υπόλοιπες ήταν υπηρέτριες των ευγενών γυναικών οι οποίες, αν και απομονωμένες, οργάνωναν συναυλίες και συνέχιζαν να ζουν με χλιδή. Το 1871 η επαίσχυντη συμπεριφορά των καλογραιών προσείλκυσε την προσοχή του Πίου Θ΄, ο οποίος έστειλε μια Δομινικανή μοναχή από την Ευρώπη για να αποκαταστήσει την τάξη.
Τα επόμενα 100 χρόνια οι μοναχές τήρησαν τους πιο αυστηρούς κανόνες της μοναστικής ζωής, όμως μέχρι το 1970 είχαν απομείνει μόλις 20, πολύ λίγες για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την κατάλληλη συντήρηση που απαιτούσε το μεγάλο συγκρότημα. Εκείνη τη χρονιά η μονή άνοιξε για το κοινό και μετά από 4 αιώνες οι κάτοικοι της Αρεκίπα είχαν τελικώς την ευκαιρία να ανακαλύψουν τους θησαυρούς που κρύβονταν πίσω από τους τοίχους της.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
»

Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

PORT, FORTRESSES AND GROUP OF MONUMENTS, CARTAGENA(COLOMBIA) - ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ,ΤΑ ΟΧΥΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΤΗΣ ΚΑΡΤΑΧΕΝΑ(ΚΟΛΟΜΒΙΑ)

Το λιμάνι, τα οχυρά και το συγκρότημα μνημείων της Καρταχένα
Τριάντα ένας τόνοι χρυσού ήταν η ποσότητα που ξόδεψε το ισπανικό στέμμα για να κατασκευάσει τα οχυρά που υποτίθεται ότι θα προστάτευαν την Καρταχένα και το εμπόριό της σε πολύτιμα αγαθά και σκλάβους από πειρατικές επιθέσεις. Αναφέρεται ότι όταν έγινε γνωστή η δαπάνη των έργων αυτών στον βασιλιά Φίλιππο Β΄ βγήκε έξω στο μπαλκόνι και αναφώνησε, «Με αυτή την τιμή θα μπορούσαμε να τη βλέπουμε από την Ισπανία».
Πάντως, τα τεράστια έξοδα αποδείχθηκαν δικαιολογημένα χρόνια αργότερα, το 1741, όταν η Καρταχένα αντιστάθηκε ηρωικά στις εφόδους του βρετανικού στόλου, του οποίου ηγείτο ο ναύαρχος Έντουαρντ Βέρνον. Ύστερα από πολιορκία μηνών και ενώ ήδη κατασκευάζονταν στην Αγγλία αναμνηστικά μετάλλια του θριάμβου, τα αγγλικά πλοία επέστρεψαν άπρακτα πίσω, εξουθενωμένα από τη μάχη και τις ασθένειες. Ο ήρωας της αντίστασης ήταν ο δον Μπλας ντε Λέζο, ο γενναίος Βάσκος ηγέτης ο οποίος είχε ήδη χάσει ένα μάτι, ένα χέρι και ένα πόδι στη μάχη. Μετά τον θάνατό του, αναγέρθηκε προς τιμή του ένα άγαλμα στο Καστίγιο ντε Σαν Φελίπε ντε Μπαράχας, το μεγαλύτερο φρούριο στην πόλη που κατασκευάστηκε για την υπεράσπιση του λόφου του Σαν Λάζαρο.
Η Κολομβία ανακαλύφθηκε το 1502 από τον Ροδρίγο ντε Μπαστίδας και στον ορμίσκο στην ακτή της Καραϊβικής είχε δοθεί η ονομασία Μπαχία ντε Καρταχένα λόγω της ομοιότητάς της με την ισπανική πόλη. Η προσπάθεια των Ισπανών να εγκατασταθούν στη χώρα συνάντησε την εχθρότητα των αυτοχθόνων πληθυσμών. Μόλις την 1η Ιανουαρίου 1533 ο Πέδρο ντε Ερέδια από τη Μαδρίτη κατάφερε να ιδρύσει την πόλη της Καρταχένα στο σημείο όπου βρισκόταν το χωριό των γηγενών Κουραμάρι. Η Καρταχένα, που ήταν το πρώτο αποικιακό λιμάνι της νότιας Αμερικής, έγινε σημείο αναφοράς για τα ισπανικά γαλιόνια που φόρτωναν πλούτη από τη Σάντα Φε, την Αντιόκια, την Ποπαγιάν και ακόμη το Κίτο, πρωτεύουσα του Εκουαντόρ.
Οι αντιβασιλείς στον δρόμο τους προς και από το Περού σταματούσαν εκεί και μαζί με αυτούς υψηλοί αξιωματούχοι στον δρόμο τους προς τη Λίμα, το Σαντιάγκο και το Μπουένος Άϊρες. Στα τέλη του 16ου αιώνα ο στόλος της Καρταχένα αριθμούσε από 80 έως 90 γαλιόνια και η πόλη είχε αποκτήσει την ύποπτη φήμη ότι ήταν το μεγαλύτερο λιμάνι δουλεμπορίου. Κατά συνέπεια έγινε ο αγαπημένος στόχος των πειρατών και αυτό οδήγησε στην κατασκευή της ογκώδους οχύρωσης της πόλης.
Το 1811 η Καρταχένα ήταν η πρώτη πόλη της Κολομβίας που ανακήρυξε την ανεξαρτησία της από την Ισπανία, όμως παρά την ακλόνητη πίστη του Σιμόν Μπολιβάρ στο ακαταμάχητο των αμυντικών του θέσεων αναγκάστηκε μα παραδοθεί στον αποικιακό στρατό το 1815. Η σφοδρή επιθυμία για ελευθερία ικανοποιήθηκε μόλις 6 χρόνια αργότερα, αλλά αυτή η πρώτη εξέγερση είχε ήδη αποδώσει στην πόλη τον τίτλο της Σιουδάδ Ερόικα, της ηρωικής πόλης.
Ο αρχικός πυρήνας της πόλης βρίσκεται μέσα στο οχυρωμένο τρίγωνο, το Σιουδάδ Αμαρουγιάδα, το οποίο αποτελείται από 27 επάλξεις. Ο σχεδιασμός των οχυρώσεων έγινε από τον Ιταλό μηχανικό Μπατίστα Αντονέλι και τον Ισπανό αρχιτέκτονα Χουάν ντε Τεχάδα. Η κατασκευή άρχισε το 1634 και διήρκεσε επί 100 και πλέον έτη. Το 1657 κατασκευάστηκε το Καστίγιο ντι Σαν Φελίπε ντε Μπαράχας και το 1697, υπό τη διεύθυνση του Αλόνσο ντε Σολίς, το Καστίγιο ντε Σαν Φερνάντο ντε Μποκατσίκα. Μέσα στα τείχη η πόλη ήταν χωρισμένη σε 3 περιοχές. Σαν Πέδρο, Σαν Διέγο και Γκετσεμανί. Η περιοχή του Σαν Διέγο ήταν το τμήμα στο οποίο ζούσαν οι μεσοαστοί έμποροι, η Γκετσεμανί ήταν η λαϊκή συνοικία και το Σαν Πέδρο ήταν η τοποθεσία του καθεδρικού ναού που κατασκευάστηκε μεταξύ 1575 και 1612 και διέθετε κομψά σπίτια ανδαλουσιανού ρυθμού στα οποία κατοικούσαν οι Ισπανοί κυβερνήτες και οι αξιωματούχοι. Ο Δομινικανός επίσκοπος Ντιονίσιο ντε Σάντις αποφάσισε την κατασκευή του σπουδαιότερου θρησκευτικού κτιρίου της Καρταχένα. Ήταν μια απλή και ογκώδης βασιλική που δεν διέφερε πολύ από τις στρατιωτικού ρυθμού οχυρώσεις της πόλης.
Ενδιαφέροντα δείγματα της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής της Καρταχένα παραμένουν, για παράδειγμα, η εκκλησία του 1603 του Σαν Πέδρο Κλάβερ, η εκκλησία Κονβέντο ντε Σάντο Ντομίνγκο, η παλαιότερη στην πόλη που κατασκευάστηκε μεταξύ 1559 και 1570 και το Παλάσιο ντελ Ινκουισισιόν, ένα μεγαλοπρεπές δείγμα αποικιακής αρχιτεκτονικής που ολοκληρώθηκε το 1770. Όμως η ομορφιά της πόλης εντοπίζεται κυρίως στα αστικά κτίρια που χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα. Η Κάλε Φακτορία, η Κάλε Σάντο Ντομίνγκο και η Κάλε ντε λας Ντάμας περιστοιχίζονται από υπέροχα σπίτια αποικιακού ρυθμού με παράθυρα και μπαλκόνια στολισμένα με λεπτά σκαλισμένο ξύλο. Στους δρόμους δεσπόζουν τα «ρεπίσα», τα χαρακτηριστικά μπαλκόνια που εξέχουν και τα οποία στην τοπική διάλεκτο είναι γνωστά με την ονομασία «πάνζα» (κοιλιές). Υπέροχα πρότυπα του ρυθμού των ξυλόγλυπτων της Καρταχένα αναφέρεται ότι εκτελούσαν σημαντική κοινωνική αποστολή: Σε μια πόλη όπου κυριαρχούσε ο αυστηρός κανόνας των Ιησουϊτών οι νεαρές γυναίκες σπανίως έβγαιναν έξω και, στις περιπτώσεις που γινόταν αυτό, πάντοτε συνοδεύονταν. Για τον λόγο αυτό τα μπαλκόνια ήταν ο χώρος συναντήσεων στις οποίες οι κόρες των καλών οικογενειών μπορούσαν να βρουν σύζυγο χωρίς να βγαίνουν από το σπίτι.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ»

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

18TH-CENTURY ROYAL PALACE AT CASERTA WITH THE PARK,THE AQUEDUCT OF VANVITELLI AND THE SAN LEUCIO COMPLEX(ITALY)- ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΣΤΗΝ ΚΑΖΕΡΤΑ

Το βασιλικό ανάκτορο στην Καζέρτα, το υδραγωγείο του Βανβιτέλι και το Σαν Λεούτσο
Καθισμένος σε ένα ογκώδες μπαρόκ γραφείο την 20 Σεπτεμβρίου 1860, ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι υπέγραψε την επιστολή με την οποία εκχωρούσε την ανώτατη εξουσία στον Βίκτωρα Εμμανουήλ Β΄ της Σαβοΐας, μαζί με το πιο εκθαμβωτικό σύμβολο της ισχύος των Βουρβόνων στην Ιταλία. Έναν μόλις αιώνα νωρίτερα, ο Κάρολος των Βουρβόνων είχε χαράξει στον θεμέλιο λίθο που τοποθέτησε στην κατοικία του , «Είθε το ανάκτορο, το κατώφλι του και η οικογένεια των Βουρβόνων να παραμείνει υπό την εξουσία του εφόσον αυτός ο λίθος παραμένει σταθερός».
Ήταν 20 Ιανουαρίου 1752. Για την ολοκλήρωση της κατασκευής του ανακτόρου που επρόκειτο να ανταγωνιστεί τις Βερσαλλίες απαιτήθηκαν 22 χρόνια, περισσότερα από 6 εκατομμύρια δουκάτα και χιλιάδες εργάτες. Το σχέδιο στο σύνολό του δόθηκε στον Λουίτζι Βανβιτέλι, ενώ τα υδραυλικά έργα είχε αναλάβει ο Φραντσέσκο Κολετσίνι. Τα συντριβάνια επρόκειτο να χαράξει ο Πάολο Σολάρι, το περίγραμμα του πάρκου ο Μαρσέλ Μπιανκούρ από το Παρίσι και τον σχεδιασμό του αγγλικού κήπου ο Τζον Άντριου Γκρέβερ, ο βοτανολόγος που ήταν υπεύθυνος για την καλλιέργεια της πρώτης καμέλιας στην Ευρώπη.
Το ανάκτορο είναι πράγματι εκπληκτικό. Ο Λουίτζι Βανβιτέλι – και αργότερα ο γιος του Κάρλο, ο οποίος ανέλαβε τη συνέχιση των σχεδίων από τον πατέρα του – δημιούργησε ένα μοναδικό μνημείο που αναμιγνύει το μπαρόκ και τον νεοαναγεννησιακό ρυθμό σε μια σύνθεση που αναδεικνύεται μέσα από τον ορθολογισμό του Διαφωτισμού. Το κτίριο, με ύψος 36 μέτρα, είναι κατασκευασμένο εν μέρει με τούβλα και εν μέρει με τραβερτίνη λίθο από το Σαν Ιόριο. Οι διακοσμήσεις, από την άλλη πλευρά, είναι σκαλισμένες με μάρμαρο από τη νότια Ιταλία και την Καράρα. Οι 5 όροφοι περιέχουν 1.200 δωμάτια, 34 κλιμακοστάσια και περίπου 2.000 παράθυρα. Ξεκινώντας από την υπέροχη τετράγωνη εσωτερική αυλή που βλέπει στην κύρια σκάλα, τα εσωτερικά περιέχουν καλλιτεχνικά αριστουργήματα, όπως αγάλματα από ανασκαφές στην Πομπηία και στο Ηράκλειο, ένα μικρό θέατρο της αυλής όπου παρουσιάζονταν εντυπωσιακές παραστάσεις από όπερες του Παϊζιέλο και του Τσιμαρόζα και το παχνί των Χριστουγέννων με την αναπαράσταση της γέννησης του Χριστού με περισσότερες από 1.200 μορφές βοσκών και ζώων των πιο διάσημων καλλιτεχνών του 18ου αιώνα από τη Νάπολη. Επί πλέον, τα βασιλικά διαμερίσματα διαθέτουν ατελείωτες συλλογές ζωγραφικών πινάκων, επίπλων και επιπλώσεων από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα. Το τεράστιο πάρκο που καλύπτει 1.200 στρέμματα περιέχει μια ποικιλία από λιβάδια, φράχτες, κήπους και δάση που τα διασχίζουν δύο λεωφόροι με μήκος περίπου 3 χιλιόμετρα. Δώδεκα διαδοχικοί καταρράκτες μαζί με τις λίμνες σχηματίζουν μια θαλάσσια οδό που ενώνει την υπέροχη πηγή της Αφροδίτης και του Άδωνι με το ανάκτορο. Πίσω από το ανάκτορο, ο μεγάλος καταρράκτης με ύψος 78 μέτρα σηματοδοτεί την άφιξη των υδάτων που προέρχονται από το Καρολίνειο Υδραγωγείο. Αυτό το εκπληκτικό τμήμα μηχανικής (επίσης από τον Βανβιτέλι) συγκεντρώνει τα νερά που έρχονται από τις πηγές των βουνών και τα μεταφέρει επί 40 χιλιόμετρα. Το πιο εντυπωσιακό τμήμα του υδραγωγείου είναι η επίστυλη οδογέφυρα Πόντι ντέλα Βάλε που έχει μήκος 530 και ύψος 56 μέτρα και αποτελείται από τρεις σειρές αψίδων.
Ο Κάρλος των Βουρβόνων δεν μπόρεσε να απολαύσει αυτό το μοναδικό συγκρότημα επειδή το 1759 προτάθηκε για τον ισπανικό θρόνο. Όμως τη θέση του τελικώς πήρε ο γιος του Φερδινάνδος που ήταν μόλις 8 ετών. Αρχικώς, το αγόρι έγινε βασιλιάς της Νάπολης σαν Φερδινάνδος Δ΄ και ακολούθως, από το 1816, βασιλιάς των Δύο Σικελιών υπό την ονομασία Φερδινάνδος Α΄. Φωτισμένος ηγεμόνας που του άρεσαν οι δεξιώσεις και το κυνήγι, ήταν η ζωή και η ψυχή της Καζέρτας, η οποία αργότερα έγινε κέντρο των πιο διάσημων διανοιών του αιώνα.
Εμπνεόμενος από τα ουτοπικά δόγματα του Γκαετάνο Φιλαντζέρι, ο βασιλιάς ανακάλυψε τη Φερδινανδόπολη, μια «πόλη της ευτυχίας» στο κοντινό χωριό του Σαν Λεούτσο. Η δημιουργία εργοστασίων μέταξας και υφασμάτων θεωρήθηκε ότι θα εξασφάλιζε την οικονομική αυτάρκεια του χωριού. Οι νόμοι της κοινότητας βασίστηκαν στις αρχές της ισότητας και της αμοιβαίας υποστήριξης και το χωριό άκμασε μέχρι την εποχή που τα εργοστάσια αγοράστηκαν από ιδιώτες όταν η περιουσία των Βουρβόνων δημεύτηκε από τους άρχοντες της Σαβοΐας.
Από τη βασιλεία του Φερδινάνδου Α΄ παραμένει ο πολύ ελκυστικός αστικός σχεδιασμός που έγινε από τον Κολετσίνι και το Καζίνο Ρεάλε ντι Μπελβεντέρε, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η οροφή με τις τοιχογραφίες του Φέντελε Φιασκέτι με την υπέροχη θέα του ανακτόρου και του πάρκου της Καζέρτας. Το Σαν Λεούτσο εξακολουθεί να είναι τόπος εργοστασίων μέταξας που παράγει υφάσματα εξαιρετικής ποιότητας.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ»

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

HISTORIC CENTRE OF SALVADOR DE BAHIA (BRAZIL) - ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΣΑΛΒΑΔΟΡ ΝΤΕ ΜΠΑ'Ι'Α (ΒΡΑΖΙΛΙΑ)

Το ιστορικό κέντρο του Σαλβαδόρ ντε Μπαία
Το βράδυ της 31ης Δεκεμβρίου κάθε χρόνο, η εικόνα του Σενιόρ μπομ Ζέσους ντος Ναβεγκάντες μεταφέρεται στην Ιγκρέχα Νόσα Σενιόρα ντα Κονσεϊσάο. Για τον εορτασμό της άφιξης του νέου χρόνου, το επόμενο πρωί συνοδεύεται πακεταρισμένη από εκεί με δεκάδες πλοία σε μια θαλάσσια πομπή στην Ιγκρέχα Νόσα Σενιόρα ντα Μπόα Βιαγκέμ, όπου φυλάσσεται μέχρι τον επόμενο χρόνο. Αν και αυτή η τελετή κληρονομήθηκε από μια πορτογαλική παράδοση δεν θα αποτελούσε έκπληξη ότι το Σαλβαδόρ ντε Μπαία αρχίζει τον καινούργιο χρόνο σε μια τελετή που είναι ταυτοχρόνως εκ φύσεως και θρησκευτική και ναυτική επειδή αυτά τα δύο στοιχεία είναι εκείνα που καθόριζαν πάντοτε τον τρόπο ζωής της πόλης. Το Σαλαβαδόρ είναι η πρωτεύουσα της πολιτείας της Μπαία στη βορειοανατολική Βραζιλία. Βρίσκεται στη Μπαία ντε Τόντος ος Σάντος, τον τεράστιο και ήρεμο κόλπο που έλαβε την ονομασία από ένα μέλος του πληρώματος του Αμέρικο Βεσπούτσι κατά την άφιξή του εκεί την 1η Νοεμβρίου 1501. Λίγα χρόνια αργότερα, ένα πλοίο υπό τη διακυβέρνηση του Διόγο Αλβαρέζ ναυάγησε εκεί και του δόθηκε άσυλο από τη φυλή Τουπιναμπρά που ζούσε στην παραλία. Ο Αλβαρέζ νυμφεύτηκε την κόρη του αρχηγού Ταπαρίκα και κατέληξε να παίξει αποφασιστικό ρόλο όταν ο βασιλιάς της Πορτογαλίας, Ζοάο Γ΄, έδωσε εντολές να χτιστεί μια πόλη στον κόλπο.
Το 1549 ένας στόλος που μετέφερε περισσότερους από 1.000 αποίκους εγκατέλειψε τις ευρωπαϊκές ακτές υπό την αρχηγία του πλοιάρχου Τομέ ντε Σόουζα. Όταν έφτασαν στις ακτές της Μπαία ντε Τόντος ος Σάντος, τους καλωσόρισαν με όλες τις τιμές ο Αλβαρέζ και ο τοπικός πληθυσμός. Αυτή ήταν η αρχή του Σαλβαδόρ ντε Μπαία, της πρωτεύουσας της νέας αποικίας, ενώ στον Τομέ ντε Σόουζα απονεμήθηκε ο τίτλος του κυβερνήτη της Βραζιλίας.
Μετά από μισό αιώνα η πόλη είχε 1.600 κατοίκους και έκανε εμπόριο ζαχαροκάλαμου, καπνού και βάμβακα. Λίγο αργότερα ξεκίνησε το επικερδές εμπόριο σκλάβων, το οποίο με την ανάμιξη ιθαγενών Νοτιαμερικανών, Πορτογάλων αποίκων και Αφρικανών σκλάβων, έκανε την Μπαία πολυεθνική πόλη. Τέτοια ξαφνική ευημερία προσείλκυσε φυσικά την προσοχή των ξένων που άρχισαν να προπαρασκευάζουν εκστρατείες για την κατάκτηση της Μπαία.
Πρώτοι ήλθαν οι Ολλανδοί της Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών που κυβέρνησαν την πόλη το 1624-1625. Μόλις επανήλθε η ειρήνη, η Μπαία έγινε περιοχή πλούσια σε νέους θησαυρούς που προέρχονταν από τα ορυχεία χρυσού και διαμαντιών. Οι πλούσιοι Πορτογάλοι αξιωματούχοι άρχιζαν να κατασκευάζουν μεγαλοπρεπείς κατοικίες και μπαρόκ εκκλησίες. Μέχρι το 1763 είχε αναπτυχθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και αριθμούσε 60.000 κατοίκους από κάθε φυλή και εθνικότητα, όμως στη συνέχεις ο Πορτογάλος μονάρχης αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα νοτιότερα στη εξ ίσου ακμάζουσα πόλη Ρίο ντε Ζανέιρο. Αυτό αποτέλεσε την αρχή μιας αργής παρακμής του Σαλβαδόρ ντε Μπαία που δεν σταμάτησε ακόμη και με την ανεξαρτησία από την Πορτογαλία το 1822.
Η πόλη είναι διάσημη για την ομορφιά της αποικιακής αρχιτεκτονικής της. Η μεγαλύτερη απόδειξη του ευρωπαϊκού παρελθόντος της στο κάτω μέρος της πόλης διακρίνεται στα κατάλοιπα των οχυρώσεών της που κατασκευάστηκαν για την προστασία του σημαντικού λιμανιού και του Μερκάτο Μοντέλο όπου έφταναν τα προϊόντα. Στην κορυφή του λόφου, από την άλλη πλευρά, υπάρχει η μεγάλη Ιγκρέχα ντο Νόσο Σενιόρ ντο Μπονφίμ, αφιερωμένη στον πολιούχο άγιο της πόλης. Η καθημερινή ζωή στη Μπαία κατά το μεγαλύτερο μέρος λαμβάνει χώρα στο άνω τμήμα, που συνδέεται με το λιμάνι με έναν αναβατήρα ο οποίος κατασκευάστηκε αρχικώς το 1610 από Ιησουΐτες για να διευκολύνουν την εργασία των σκλάβων. Σήμερα δεν υπάρχει κανένα ίχνος από τον πρώτο αυτό μηχανισμό, μπορεί όμως κανείς να διακρίνει τον αναβατήρα Λασέρντα, έναν ογκώδη ατμοκίνητο σιδερένιο μηχανικό εξοπλισμό που εγκαταστάθηκε το 1868. Το άνω τμήμα της Μπαία περιέχει όχι μόνο τις οικίες των ευγενών και των εμπόρων αλλά και τους περισσότερους ναούς της πόλης. Ο θρύλος αναφέρει ότι κάποια εποχή υπήρχαν 365, ένας για κάθε μέρα του χρόνου, καταμαρτυρώντας τη δύναμη της θρησκείας σε μια πόλη όπου ο καθολικισμός ήταν συνήθως ενωμένος με τις ανιμιστικές δοξασίες των Αφρικανών σκλάβων που συνέθεταν τη συγκριτική λατρεία του Καντομπλέ. Ο ωραιότερος ναός είναι αναμφιβόλως η Ιγκρέχα ντε Σάο Φρανσίσκο, οι τοίχοι και το ιερό του οποίου είναι τελείως καλυμμένοι με φύλλα χρυσού.
Εκεί κοντά βρίσκεται και η αρχαία συνοικία Πελουρίνιο, ένα εντυπωσιακό μοναστηριακό συγκρότημα κτιρίων του 17ου και 18ου αιώνα. Η ονομασία Πελουρίνιο σημαίνει «τόπος των μαστιγίων» επειδή σε αυτή την τοποθεσία αγοράζονταν και πωλούνταν οι σκλάβοι. Σήμερα το παλαιό σκλαβοπάζαρο, στο Λάργκο ντο Πελουρίνιο, είναι η τοποθεσία της Φουντασάο Κάσα ντε Ζόρζε Αμάντο, προς τιμή του μεγάλου Βραζιλιάνου συγγραφέα ο οποίος έζησε σε παρακείμενο ξενοδοχείο στη διάρκεια των πανεπιστημιακών σπουδών του.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ»

Τρίτη 11 Μαΐου 2010

HISTORIC CITY OF SUCRE (BOLIVIA) - Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΒΟΛΙΒΙΑ (ΣΟΥΚΡΕ)

Η ιστορική πόλη της Σούκρε
Στις 6 Αυγούστου 1825, στις αίθουσες του Πανεπιστημίου Σαν Φρανσίσκο Χαβιέρ ανακηρύχθηκε η δημοκρατία του Καράκας, η οποία από εκείνη τη στιγμή και μετά έγινε γνωστή στη Βολιβία προς τιμή του Σιμόν Μπολιβάρ, αρχιτέκτονα της ελευθερίας της χώρας και ήρωα όλης της Λατινικής Αμερικής. Πέντε ημέρες αργότερα, στις ίδιες αίθουσες η πρωτεύουσα της χώρας μετονομάστηκε Σούκρε. Η «Κάσα ντε λα Λιμπερτάδ» (σημερινή ονομασία του κτιρίου του πανεπιστημίου) είναι μια υπέροχη οικοδομή που κατασκευάστηκε πριν από το 1700 από την Εταιρία του Ιησού γύρω από ένα μεγάλο μοναστήρι για να γίνει κατοικία των ιεραποστόλων. Πάντως, από την η ημερομηνία της ανεξαρτησίας μέχρι το 1898, το κτίριο έγινε έδρα του βολιβιανού κοινοβουλίου, του νομοθετικού σώματος της χώρας.
Η Σούκρε είναι επίσης διάσημη επειδή υπήρξε η «πόλη με τις 4 ονομασίες». Εκτός από τη σημερινή της ονομαζόταν επίσης Σιουντάντ Μπλάνκα λόγω των λευκών κτιρίων της, Κάρκας από την ονομασία των ιθαγενών που κατοικούσαν την περιοχή και Λα Πλάτα, ονομασία που της δόθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1538 (ημερομηνία της ίδρυσής της) από τον Πέδρο ντε Ανθούρες, μαρκήσιο του Κάμπο Ρεδόνδο και οδηγό των στρατευμάτων του Φρανθίσκο Πιθάρο. Η πόλη – που κατασκευάστηκε στην τοποθεσία του χωριού των ιθαγενών Τσόκε-Τσάκα – ιδρύθηκε με εντολή του Πιθάρο για την εκμετάλλευση των ορυκτών αποθεμάτων στο Ποτοσί. Αποτέλεσε επίσης σταθμό για τις εξερευνήσεις στις χώρες που βρίσκονταν δυτικά των Άνδεων.
Από το 1552 έγινε επισκοπική έδρα και 7 χρόνια αργότερα ο Φίλιππος Β΄ της Ισπανίας διέταξε τον οργανισμό «Αουντιένσια ντε Κάρκας» να κυβερνήσει την τεράστια περιοχή που περιλάμβανε την Παραγουάη, το νότιο Περού, τη βόρεια Χιλή, την Αργεντινή και τη Βολιβία. Το 1609 η πόλη αναβαθμίστηκε θρησκευτικά και έγινε έδρα αρχιεπισκοπής.
Τα χρόνια του 16ου αιώνα μιλούσαν ήδη για πληθυσμό αρκετών χιλιάδων, μεταξύ των οπίων περιλαμβάνονταν αγρότες, μεταλλωρύχοι, στρατιώτες, ιεραπόστολοι και έμποροι. Στις 27 Μαΐου 1624 ο Ιησουΐτης Χουάν ντε Φρίας Εράν ίδρυσε το πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο Χαβιέρ που μεταφέρθηκε στο μοναστήρι των Ιησουϊτών το 1767 όταν το Τάγμα εξορίστηκε από ολόκληρη την Αμερική. Στο νέο του κτίριο το πανεπιστήμιο έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην εκπαίδευση των πρωτοπόρων διανοουμένων που υποστήριζαν την ανεξαρτησία, όπως τη θεμελίωσε η ιδέα του Θωμά Ακινάτου για λαϊκή κυριαρχία.
Κατά τον 17ο αιώνα, η Λα Πλάτα ήταν το πιο σημαντικό πολιτικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο στη δυτική Λατινική Αμερική. Σήμερα το ιστορικό κέντρο του αποτελεί τέλειο δείγμα ισπανικής αποικιοκρατίας και κυρίως η θρησκευτική τέχνη από τον 16ο αιώνα. Τα πιο σημαντικά κτίρια της πόλης βρίσκονται γύρω από την Πλάζα ντε Άρμας: η εκκλησία Μαγιόρ, το ανάκτορο του αρχιεπισκόπου, το Καπιτώλιο, η Ρεάλ Αουντιένσια και οι φυλακές. Πάντως, το παλαιότερο κτίριο στη Σούκρε είναι η εκκλησία του Σαν Λάζαρο, η κατασκευή της οποίας άρχισε το 1544. Η εκκλησία, που κατασκευάστηκε όχι πολύ μακριά από την τοποθεσία όπου λατρευόταν η τοπική θεότητα Τάνγκα-Τάνγκα, περιβάλλεται από στοές και έχει ένα παρεκκλήσιο δίπλα της στο οποίο γινόταν η πολιτική κατήχηση των γηγενών Ινδιάνων κατοίκων.
Το 1559 ξεκίνησαν οι εργασίες για τον καθεδρικό ναό, η μακρόστενη και αντιφατική κατασκευή του οποίου οδήγησε σε μια τάση αρχιτεκτονικών ρυθμών που εξαπλώθηκαν σε όλη την Λατινική Αμερική από τον 16ο μέχρι τον 18ο αιώνα: έχει διακοσμήσεις από την Αναγέννηση, νεοκλασικό κυρίως ναό και υπέροχες μπαρόκ εισόδους μέχρι την Καπίγια ντε λα Βιργιέν ντε Γουαδελούπε.
Η θρησκευτική αρχιτεκτονική της Σούκρε περικλείει και άλλες εκπλήξεις, όπως οι γοτθικοί εγκάρσιοι διάδρομοι στην εκκλησία του Σάντο Ντομίνγκο και η ανδαλουσιανή διακόσμηση στην εκκλησία του Σαν Μιγκέλ (1621) και του Σαν Φρανσίσκο (1581). Η εκκλησία του Σαν Μιγκέλ είναι ένα αριστούργημα αναγεννησιακής τέχνης, έντονα επηρεασμένη από τον κομψό ρυθμό μουντεχάρ που προέρχεται από τη μαυριτανική αρχιτεκτονική που εξαπλώθηκε σε όλη την Ισπανία με την έναρξη του 13ου αιώνα. Σε αντίθεση, η εκκλησία του Σαν Φρανσίσκο διαθέτει μια αξιοθαύμαστη συγχώνευση από ισπανικές και τοπικές διακοσμητικές παραδόσεις με τη χρήση στολιδιών μουντεχάρ, που περιλαμβάνουν οκτάγωνα, σημάδια και αστέρια σε κόκκινο, γαλάζιο και χρυσό που διακρίνονται στον κυρίως ναό, στα δύο παρεκκλήσια και στο πρεσβυτέριο.
Το 1898 η πρωτεύουσα της Βολιβίας μεταφέρθηκε στη Λα Παζ και η Σούκρε, που έχει σήμερα 150.000 κατοίκους, έγινε μια ήσυχη επαρχιακή πόλη.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ»

Κυριακή 9 Μαΐου 2010

BRASILIA (BRAZIL) - ΜΠΡΑΖΙΛΙΑ (ΒΡΑΖΙΛΙΑ)

Μπραζίλια
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η Βραζιλία ήταν μια χώρα με ανεξάντλητες φυσικές πηγές και έντονες κοινωνικές αντιθέσεις. Ήταν επίσης μια χώρα που αναζητούσε απεγνωσμένα κάποιον προσανατολισμό. Στην ευφορία της μεταπολεμικής εποχής, όταν οι ανεπτυγμένες χώρες ζούσαν σε μια φρενήρη δραστηριότητα, η Βραζιλία βρήκε 3 διαφορετικές ηγεσίες: Η πρώτη ήταν ο Ζουσελίνο Κούμπιτσεκ, ένας φιλόδοξος πολιτικός που έγινε πρόεδρος το 1956. Ο δεύτερος ήταν ο Λούσιο Κόστα, ένας λαμπρός σχεδιαστής πόλεων που μεγάλωσε στην Ευρώπη και επέστρεψε στη Βραζιλία για να αποκομίσει τους καρπούς της μαθητείας του. Κι ο τρίτος ήταν ο πασίγνωστος αρχιτέκτων Όσκαρ Νιμέγιερ, μαθητής του Κόστα και του Κορμπιζιέ.
Η συνεργασία των δύο σχεδιαστών το 1956 οδήγησε στον σχεδιασμό της Μπραζίλια, της νέας πρωτεύουσας που επρόκειτο να κατασκευαστεί στο κέντρο της χώρας σε ένα υψίπεδο μάλλον άγονο, σε ύψος 1.100 μέτρα. Η τοποθεσία είχε επιλεγεί θεωρητικά μετά από πολλές αναγνωριστικές πτήσεις. Οι διάφορες κυβερνήσεις της Βραζιλίας είχαν σκεφτεί τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ρίο ντε Ζανέϊρο που ασφυκτιούσε πληθυσμιακά επί 200 χρόνια σε μια ηπειρωτική τοποθεσία, με σκοπό να επιταχυνθεί η ανάπτυξη σε περιοχές παραδοσιακά καθυστερημένες. Όταν επήλθε συμφωνία μετά τον γεωγραφικό συντονισμό, ο Κούμπιτσεκ προκήρυξε διαγωνισμό για τον σχεδιασμό μιας πόλης πρότυπο που θα αποτελούσε την εικόνα για γρήγορη πρόοδο ολόκληρης της χώρας. Νικητές του διαγωνισμού αναδείχθηκαν ο Κόστα και ο Νιμέγιερ. Ο Κόστα ανέλαβε τον σχεδιασμό του περιγράμματος της πόλης, ενώ ο Νιμέγιερ ήταν υπεύθυνος για τον σχεδιασμό των πιο σημαντικών δημόσιων κτιρίων. Λόγω της έμμονης ιδέας που είχε καταλάβει τον κόσμο εκείνη την εποχή με τα αυτοκίνητα, τόσο σαν σύμβολα υπεροχής όσο και σαν μέσα μεταφοράς, ο Κόστα σχεδίασε την πόλη με εξαιρετικά φαρδείς δρόμους – ο Αβενίντα Έιξο Μονουμεντάλ εξακολουθεί να είναι ο πιο πλατύς δρόμος στον κόσμο – προς όφελος φυσικά των αυτοκινητιστών και όχι των πεζών. Σύμβολο της αστικής προόδου, η Μπραζίλια σχεδιάστηκε κατά μήκος δύο κάθετων αξόνων: Τον άξονα από ανατολή προς δύση που περιστοιχιζόταν από κυβερνητικά κτίρια και από βορρά προς νότο με κατοικήσιμες περιοχές. Με εξαίρεση τη Ρούα ντα Ινγκρεζίνια, οι δρόμοι δεν είχαν ονόματα αλλά η ονομασία τους οριζόταν με γράμματα και αριθμούς. Αυτά τα σουπερκουάντρα (τεράστια τετράγωνα) συνδέονταν με δρόμους που ήταν κατανεμημένοι σε περιοχές για εμπορικούς σκοπούς, για παροχή υπηρεσιών και για αναψυχή και διασκέδαση. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της πόλης, τα πάρκα, έρχονται σε αντίθεση με την ξηρότητα της περιοχής και συγκαταλέγουν τη Μπραζίλια στις πόλεις με τις περισσότερες πράσινες περιοχές κατά κεφαλή στον κόσμο. Τα μεγαλύτερα κτίρια περιβάλλονται με λίμνες γεμάτες νερό για αισθητικούς λόγους και επειδή η εξάτμιση αυξάνει την υγρασία του αέρα. Έτσι μειώνονται οι επιπτώσεις από το ξηρό κλίμα του υψιπέδου.
Η μικρογραφία της δύναμης αυτής της χώρας που είναι μεγάλη σαν ήπειρος είναι οι δίδυμοι πύργοι όπου έχουν την έδρα τους τα δύο κοινοβούλια της Βραζιλίας. Διαθέτουν 28 ορόφους και συνδέονται με μια γέφυρα για πεζούς σχηματίζοντας το γράμμα «Η», που αντιπροσωπεύει τις λέξεις Homem, Honra, Honestidade: Άντρας, τιμή, τιμιότητα. Ένα ημισφαίριο στη μια πλευρά των κτιρίων βλέπει επάνω και ένα άλλο πανομοιότυπο στην άλλη πλευρά βλέπει κάτω για να απεικονίζει την παγκόσμια ισορροπία. Στις γωνίες της τριγωνικής πλατείας Τρες Ποντέρες (Τρεις εξουσίες) βρίσκονται η εκτελεστική, η νομοθετική και η δικαστική εξουσία της κυβέρνησης της Βραζιλίας, σε μια σχέση που συμβολίζει την ανεξαρτησία και την ισότητα και των τριών. Το ίδιο κτίριο του κοινοβουλίου, το μουσείο Χ.Κ. Μεμόριαλ (που περιέχει επίσης το μαυσωλείο του Κούμπιτσεκ μετά τον θάνατο του σε τροχαίο δυστύχημα το 1976) και ο σταθμός των λεωφορείων είναι όλα ευθυγραμμισμένα στον ίδιο άξονα.
Ο Νιμέγιερ άφησε πραγματικά τη δημιουργικότητά του ελεύθερη στον καθεδρικό ναό δημιουργώντας απαλές κυματοειδείς γραμμές με τη χρήση του παροιμιωδώς άκαμπτου υλικού, του ενισχυμένου τσιμέντου. Προτιμώντας να προσδώσει περισσότερη ομορφιά παρά λειτουργικότητα, ο αρχιτέκτων δημιούργησε μια κατασκευή που συνδυάζει ορθολογισμό και παραδοσιακό βραζιλιάνικο μπαρόκ. Εργάστηκε προσωπικά, αλλά και επέβλεψε τους καλλιτέχνες και τους γλύπτες για τη διακόσμηση των κτιρίων. Τα τεράστια παράθυρα είναι έργα του Μαγέν Περέτι και τα ογκώδη μπρούτζινα γλυπτά των 4 Ευαγγελιστών μπροστά από την είσοδο του Αλφρέντο Τσεσκιάττ. Ένας άλλος Ιταλός ήταν υπεύθυνος για τη «Μετεόρα», το εντυπωσιακό σύμβολο των 5 ηπείρων που ήταν τοποθετημένο σε μια λίμνη από νερό μπροστά από το υπουργείο Εξωτερικών.
Η Μπραζίλια, που εγκαινιάστηκε την 21 Απριλίου 1960, είναι πρωτεύουσα της χώρας επί 40 και πλέον χρόνια, όμως ήδη φαίνονται πάνω της σημάδια από την πάροδο του χρόνου. Το αρχικό σχέδιο έγινε με σκοπό να μπορούν να την κατοικήσουν 500.000 άνθρωποι, όμως σήμερα η πόλη έχει πληθυσμό 2 εκατομμύρια και τα νέα προάστια δεν σέβονται τα σχεδιαστικά κριτήρια που είχαν θεσπίσει οι δημιουργοί της πόλης. Συνέπεια τούτου είναι πολλοί να διερωτώνται κατά πόσον το σχέδιο υπήρξε επιτυχές. Το 1997, λίγους μόλις μήνες πριν από τον θάνατό του, ο Λούσιο Κόστα απάντησε στους επικριτές του ότι «η αλήθεια είναι ότι το όνειρό μου αποδείχθηκε μικρότερο από την πραγματικότητα».
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ»