Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΖΩΑ - ΦΥΣΗ -ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΖΩΑ - ΦΥΣΗ -ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

ARCHAEOPTERYX - ΑΡΧΑΙΟΠΤΕΡΥΞ

Αρχαιοπτέρυξ
Αρχαιοπτέρυξ ή Αρχαιοπτέρυγα, (Archaeopteryx) αναφερόμενο μερικές φορές και με το γερμανικό του όνομα, Urvogel («το πρώτο πτηνό»), είναι το αρχαιότερο και πιο πρωτόγονο γένος πτηνών που είναι γνωστό. Το όνομα προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά ἀρχαῖος και πτέρυξ.
Ο Αρχαιοπτέρυξ έζησε στην ύστερη Ιουράσια περίοδο, περίπου 150-145 εκατομμύρια χρόνια πριν, εκεί που σήμερα βρίσκεται η νότια Γερμανία σε μια περίοδο που η Ευρώπη ήταν αρχιπέλαγος νησιών σε μία ρηχή τροπική θάλασσα, πολύ πιο κοντά στον ισημερινό από ότι είναι τώρα.
Ο αρχαιοπτέρυξ είχε μέγεθος παρόμοιο με της κίσσας και μπορούσε να φτάσει περίπου μισό μέτρο σε μήκος. Παρά το μικρό του μέγεθος, τα φαρδιά φτερά και την τεκμαιρόμενη ικανότητά του να πετάει ή να αιωρείται, ο αρχαιοπτέρυξ είχε περισσότερα κοινά με μικρά θηριόποδα παρά με τα σύγχρονα πτηνά. Πιο συγκεκριμένα, μοιράζεται τα εξής χαρακτηριστικά με τα δεινονυχοσαύρια (δρομαιοσαυρίδeς και τροοδοντίδες): σαγόνια με αιχμηρά δόντια, τρία δάχτυλα με νύχια, μακρυά οστέινη ουρά, τα δεύτερα δάχτυλα του ποδιού είναι υπερεκτάσιμα, πούπουλα (που υπαινίσσονται ομοιοθερμία) και διάφορα σκελετικά χαρακτηριστικά.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά κάνουν τον αρχαιοπτέρυγα τον πρώτο ξεκάθαρο υποψήφιο για μεταβατικό απολίθωμα μεταξύ των δεινοσαύρων και των πτηνών.Έτσι ο αρχαιοπτέρυξ παίζει σημαντικό ρόλο, όχι μόνο στην μελέτη της προέλευσης των πτηνών αλλά και στην μελέτη των δεινοσαύρων.
Το πρώτο πλήρες είδος Αρχαιοπτέρυγος ανακαλύφθηκε το 1861, δύο χρόνια αφότου ο Τσαρλς Ντάργουιν δημοσίευσε το έργο του, Περί της καταγωγής των ειδών, και αποτέλεσε βασικό στοιχείο στο ζήτημα της εξέλιξης. Με την πάροδο των χρόνων ανακαλύφθηκαν εννέα ακόμα απολιθώματα αρχαιοπτέρυγων. Παρά την ποικιλία ανάμεσα σε αυτά τα απολιθώματα, οι περισσότεροι ειδικοί θεωρούν ότι όλα τα ευρήματα ανήκουν στο ίδιο είδος, αν και το ζήτημα είναι ακόμα υπό συζήτηση.
Πολλά από αυτά τα έντεκα απολιθώματα περιέχουν εντυπωμένα πούπουλα —από τις παλαιότερα (αν όχι τα παλαιότερα) άμεσα στοιχεία που υπάρχουν για τα πούπουλα. Επιπλέον επειδή αυτά τα πούπουλα είναι προηγμένης μορφής (κωπαία φτερά), τα απολιθώματα αυτά αποτελούν στοιχείο του ότι τα πούπουλα είχα αρχίσει ήδη να εξελίσσονται για αρκετό καιρό
Περιγραφή
Ο Αρχαιοπτέρυξ ήταν πρωτόγονο πτηνό που έζησε κατά την Τιθώνια φάση της Ιουρασικής περιόδου, περίπου 150-145 εκατομμύρια χρόνια πριν. Τα μόνα δείγματα Αρχαιοπτέρυγος που έχουν ανακαλυφθεί προέρχονται από ασβεστόλιθους του Σόλνχοφεν, στη νότια Γερμανία, που είναι σπάνιος και αξιοσημείωτος γεωλογικός σχηματισμός γνωστός για τα έξοχης λεπτομέρειας απολιθώματα.

ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

ALLOSAURUS - ΑΛΛΟΣΑΥΡΟΣ

Αλλόσαυρος


O Aλλόσαυρος (Allosaurus) ήταν ένα είδος σαρκοφάγου δεινόσαυρου, μετρίου μεγέθους (περίπου 8 με 12 μέτρα)/ Ανήκε στην υποτάξη Θηριόποδα και έζησε 155 με 145 εκατομμύρια χρόνια πριν, στην Ιουρασική περίοδο. Κυνηγούσε σε αγέλες, ομάδες συγγενών Αλλόσαυρων έως 10 ατόμων. Η κορυφή του κεφαλιού του φέρεται να ήταν διακοσμημένη με ένα οστέϊνο εξόγκωμα ή μικρά κέρατα κατά μήκος του λαιμού.
Ο Αλλόσαυρος καταδίωκε το θήραμά του για πολλή ώρα, και μπορούσε να διανύσει εύκολα αρκετά μεγάλες αποστάσεις. Συνήθως πλήγωνε το θήραμα στα πόδια για να μην μπορεί να τρέξει, μέχρι που αυτό έπεφτε εξαντλημένο κάτω. Τα πιο συχνά θηράματα γι' αυτόν ήταν οι Διπλόδοκοι, οι Ιγκουανόδοντες και οι Στεγόσαυροι.

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

ABELISAURUS - ΑΒΕΛΙΣΑΥΡΟΣ

Αβελίσαυρος
Ο Αβελίσαυρος (Abelisaurus, «σαύρα του Άμπελ») είναι γένος αβελισαυρίδη θηριόποδου δεινοσαύρου από την Ύστερη Κρητιδική Περίοδο (Καμπάνιο) της περιοχής που σήμερα είναι η Νότια Αμερική. Ήταν δίποδος σαρκοφάγος δεινόσαυρος που πιθανώς έφτανε τα 7 με 9 μέτρα σε μήκος, αν και είναι γνωστός μόνο από ένα ατελές κρανίο.
Το όνομα του γένους δόθηκε προς τιμήν του Ρομπέρτο Άμπελ, αναγνωρίζοντάς του την ανακάλυψη του δείγματος, ο οποίος ήταν διευθυντής του επαρχιακού Μουσείου του Σιπολέτι της Αργεντινής, όπου στεγάζεται το δείγμα. Το όνομα περιλαμβάνει και το ελληνικό σαυρος. Υπάρχει ένα ονομασμένο είδος, ο A. comahuensis, προς τιμήν της περιοχής Κομάχουε (Comahue) όπου βρέθηκε το απολίθωμα. Το γένος και το είδος ονομάστηκαν και περιγράφηκαν από του αργεντίνους παλαιοντολόγους Χοσέ Μποναπάρτε και Φερνάντο Νόβας το 1985, οι οποίοι το τοποθέτησαν στη νεοσυσταθείσα οικογένεια των αβελισαυρίδων.
Έχουν ανακαλυφθεί πολλοί αβελισαυρίδες μετά την ανακάλυψη του αβελίσαυρου, όπως εξαιρετικά ολοκληρωμένα δείγματα Αουκάσαυρου, Καρνόταυρου και Μαχαζανγκάσαυρου. Κάποιοι επιστήμονες τοποθετούν τον αβελίσαυρο εκτός της οικογένειας των καρνοταυρίνων (Carnotaurinae), ενώ άλλοι είναι λιγότερο σίγουροι για την θέση του. Οι αβελισαυρίδες έχουν κάποια κοινά κρανιακά χαρακτηριστικά με τους μη συγγενικούς καρχαροδοντοσαυρίδες και, καθώς ο αβελίσαυρος είναι γνωστός από ένα μόνο κρανίο, μελλοντικές ανακαλύψεις ενδεχομένως να αποδείξουν ότι το γένος στην πραγματικότητα ανήκει στους καραχαροδοντοσαυρίδες, αν και κάτι τέτοιο δεν θεωρείται πολύ πιθανό.
Απολιθωμένο υλικό
Το ένα γνωστό απολιθωμένο κρανίο Αβελίσαυρου είναι ατελές, ειδικά στην δεξιά πλευρά. Του λείπει επίσης το μεγαλύτερο μέρος της υπερώας (ουρανίσκος). Παρά τα κομμάτια που λείπουν, έχει μήκος πάνω από 85 εκατοστά. Αν και δεν υπάρχουν οστέινα λοφία ή κέρατα, όπως αυτά που έχουν βρεθεί σε άλλους αβελισαυρίδες όπως ο καρνόταυρος, οι τραχείες αυλακώσεις στο ρύγχος και πάνω από τα μάτια ενδέχεται να στήριζαν κάποιου είδους λοφίο από κερατίνη, το οποίο δεν απολιθώθηκε. Το κρανίο έχει επίσης πολύ μεγάλες θυρίδες (ανοίγματα), κοινό χαρακτηριστικό πολλών δεινοσαύρων, οι οποίες μειώνουν το βάρος του.
Αμφιλεγόμενη ηλικία
Ο αβελίσαυρος είναι ένας από τους πολλούς δεινόσαυρους που ανακαλύφθηκαν στην Παταγωνία. Αρχικά περιγράφηκε ως προερχόμενος από τον Σχηματισμό Άλεν, όμως επακόλουθη έρευνα απέδειξε ότι τα κατάλοιπα είχαν στην πραγματικότητα βρεθεί στον Σχηματισμό Anacleto (τμήμα της Ομάδας Neuquén) της Επαρχίας Ρίο Νέγκρο της Αργεντινής. Ο γεωλογικός σχηματισμός Anacleto, χρονολογείται από το νεότερο Καμπάνιο στάδιο της Ύστερης Κρητιδικής περιόδου, μεταξύ 83 και 80 εκατομμύρια χρόνια πριν.

ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

CARETTA-CARETTA TURTLE - ΧΕΛΩΝΑ ΚΑΡΕΤΑ-ΚΑΡΕΤΑ

Χελώνα Caretta- Caretta
Βιολογία
Στον πλανήτη υπάρχουν επτά είδη θαλάσσιων χελωνών. Και τα 7 είδη έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά όσον αφορά τον κύκλο ζωής τους. Έχουν σύνθετους κύκλους ζωής κατά τη διάρκεια των οποίων μετακινούνται μεταξύ πολλών διαφορετικών οικοτόπων. Όλες οι θαλάσσιες χελώνες ξεκινούν την ζωή τους ως έμβρυα σε αυγά που εναποθέτουν οι θηλυκές χελώνες σε αμμώδεις παραλίες. Οι περιβαλλοντικές συνθήκες, πρωταρχικά η θερμοκρασία, καθορίζουν το φύλο των νεοσσών στην κάθε φωλιά. Μετά από 46-70 ημέρες επώασης, τα αυγά εκκολάπτονται και οι νεοσσοί κινούνται γρήγορα προς τη θάλασσα. Οι νεοσσοί κάνουν την έξοδό τους συνήθως κατά τη διάρκεια της νύχτας και βρίσκουν τη θάλασσα προσανατολιζόμενοι προς τον φωτεινότερο ορίζοντα. Η καρέτα είναι μία μεγάλη θαλάσσια χελώνα με καβούκι που αποτελείται από κεράτινες πλάκες καφεκόκκινου χρώματος. Ζυγίζει κατά μέσο όρο 90 κιλά και το μήκος της φτάνει το ένα μέτρο. Τρέφεται κυρίως με θαλάσσια φυτά και ασπόνδυλα με ιδιαίτερη προτίμησή στις τσούχτρες.
Ζει στη θάλασσα, αλλά η διαιώνισή της εξαρτ
άται απόλυτα από τη στεριά, αφού εκεί ολοκληρώνεται ο βιολογικός της κύκλος, με την ωοτοκία, την εκκόλαψη, και την επακόλουθη είσοδο των νεοσσών στη θάλασσα.
Οι θηλυκές Caretta caretta, αφού ωριμάσουν σεξουαλικά σε ηλικία περίπου τριάντα ετών, επιστρέφουν κάθε δύο τρία χρόνια στον τόπο όπου γεννήθηκαν οι ίδιες, για να εναποθέσουν τα αβγά τους. Προτιμούν τις αμμώδεις παραλίες με ήπιες κλίσεις και χωρίς εμπόδια, όπου η άμμος έχει τα κατάλληλα χαρακτηριστικά υφής και μεγέθους και πληροί τις προϋποθέσεις θερμοκρασίας και υγρασίας που είναι απαραίτητες για την επώαση. Γεννάνε τους καλοκαιρινούς μήνες, βγαίνοντας δύο ως τέσσερις φορές στην παραλία, αργά το βράδυ. Η εκκόλαψη διαρκεί δύο μήνες. Οι νεοσσοί, περίπου 100 σε κάθε φωλιά, έχουν μήκος πέντε εκατοστά και ζυγίζουν δεκαεπτά γραμμάρια. Μόλις εκκολαφθούν, ανεβαίνουν όλοι μαζί στην επιφάνεια της άμμου και τρέχουν αμέσως προς τη θάλασσα. Αυτό το πρώτο ταξίδι είναι το σημαντικότερο της ζωής τους, γιατί βοηθά τα χελωνάκια να προσανατολιστούν και να μπορέσουν να ξαναγυρίσουν στον ίδιο τόπο μερικές δεκαετίες αργότερα. Οι νεοσσοί έχουν να αντιμετωπίσουν πάμπολλους φυσικούς εχθρούς -καβούρια, γλάρους και ψάρια-, και η θνησιμότητά τους είναι εξαιρετικά υψηλή. Υπολογίζεται ότι σε κάθε χίλια χελωνάκια επιζεί και ενηλικιώνεται μόνο ένα!
Έχει παγκόσμια εξάπλωση (ΗΠΑ, Νότια Αφρική, Αυστραλία), όπου δημιουργεί
φωλιές σε εύκρατες και υποτροπικές περιοχές. Τα Σεκάνια στη Ζάκυνθο είναι η σημαντικότερη παραλία ωοτοκίας του είδους σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Παρόλο που το μήκος της παραλίας είναι μόνο 500 μ. περίπου, εδώ γεννούν τα αβγά τους τουλάχιστον οι μισές από τις χελώνες που βγαίνουν γι' αυτόν το σκοπό στις ζακυνθινές παραλίες. Ανάλογα με τη χρονιά, οι φωλιές στα Σεκάνια κυμαίνονται από πεντακόσιες ως χίλιες - μια από τις υψηλότερες πυκνότητες ωοτοκίας στον κόσμο. Άλλες σπουδαίες παραλίες ωοτοκίας γι' αυτό το είδος χελώνας, στη χώρα μας, βρίσκονται στον κόλπο του Λαγανά (στη Ζάκυνθο), στον Κυπαρισσιακό κόλπο, στον Λακωνικό κόλπο, στο Ρέθυμνο και τα Χανιά.
Κίνδυνοι - Απειλές
Η υποβάθμιση και η καταστροφή των βιότοπων όπου αναπαράγεται η καρέτα θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο την επιβίωση του είδους. Κύρια αιτία για την αλλοίωση του φυσικού χαρακτήρα των ακτών αποτελεί η άναρχη τουριστική ανάπτυξη, που συνεπάγεται δραματική συρρίκνωση των διαθέσιμων παραλιών ωοτοκίας της χελώνας: Ο θόρυβος από τα ξενοδοχεία και τις ταβέρνες τρομάζει τις θηλυκές Caretta caretta, τα φώτα αποπροσανατολίζουν τους νεοσσούς, ενώ τα οχήματα, οι ομπρέλες για τον ήλιο και οι ξαπλώστρες συμπιέζουν την άμμο προκαλώντας σοβαρά προβλήματα στην ωοτοκία και την εκκόλαψη.
Σημαντικές απειλές αποτελούν επίσης η χρήση μη επιλεκτικών αλιευτικών εργαλείων -κάθε χρόνο χιλιάδες θαλάσσιες χελώνες μπλέκονται τυχαία στα δίχτυα και τα παραγάδια και πνίγονται- και η ρύπανση από προϊόντα πετρελαίου, χημικές ουσίες και σκουπίδια. Ιδιαίτερο πρόβλημα αποτελούν οι πλαστικές σακούλες, αφού οι χελώνες τις τρώνε, νομίζοντας πως πρόκειται για τσούχτρες, με αποτέλεσμα να πεθαίνουν από ασφυξία.
Τέλος, κάποιες χελώνες τραυματίζονται, μερικές φορές θανάσιμα, από ταχύπλοα σκάφη που πλέουν κοντά στις παραλίες ωοτοκίας. Πάντως, με την εφαρμογή των απαραίτητων μέτρων προστασίας, αυτή η τελευταία απειλή τείνει πλέον να μειωθεί σημαντικά.
Η δράση του WWF Ελλάς
Από τα πρώτα χρόνια της παρουσίας του στη χώρα μας, το WWF Ελλάς έθεσε την προστασία της χελώνας καρέτα ως μια από τις βασικές προτεραιότητές του και στήριξε το έργο του Συλλόγου Προστασίας Θαλάσσιας Χελώνας, όπως είχε κάνει νωρίτερα και το WWF International. Επιπλέον, το WWF Ελλάς ανέλαβε δράση
στον νομικό τομέα στοχεύοντας τόσο στην τήρηση των υφιστάμενων μέτρων προστασίας της θαλάσσιας χελώνας όσο και στη βελτίωσή τους.
Κεντρικό σημείο αυτής της δράσης είναι η άσκηση πίεσης, μαζί με άλλες οργανώσεις, για τη δημιουργία Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου στη Ζάκυνθο (ΕΘΠΖ), όπου βρίσκονται οι κυριότεροι βιότοποι της Caretta caretta. Η εγκαθίδρυση του ΕΘΠΖ αναμένεται ότι θα προσφέρει ένα ολοκληρωμένο θεσμικό μέσο για την προστασία των θαλάσσιων χελωνών, αλλά και για τη διασφάλιση μιας βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης.
Η σημαντικότερη όμως ενέργεια του WWF Ελλάς για την προστασία του είδους ήταν η αγορά της περιοχής που περιβάλλει την παραλία των Σεκανίων, στη Ζάκυνθο - τη σπουδαιότερη παραλία αναπαραγωγής της χελώνας καρέτα σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.
ΑΠΟ ΤΟ http://www.wwf.gr/

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009

ΚΑΜΗΛΟΠΑΡΔΑΛΗ - GIRAFFE

Καμηλοπάρδαλη
Η καμηλοπάρδαλη είναι το ψηλότερο ζώο στον κόσμο. Ανήκει στην τάξη των Αρτιοδάχτυλων, στο οποίο ανήκει ένα μόνο είδος, η Καμηλοπάρδαλις η Κοινή (Giraffa camelopardalis). Το εν λόγω είδος έχει αρκετές ποικιλίες και ζει σε αγέλες θηλυκών με τα μικρά τους, τα οποία έχουν ένα αρσενικό για αρχηγό.
Είναι θηλαστικό και φυτοφάγο. Πήρε το όνομά της από τον συνδυασμό των λέξεων «Καμήλα» και «Λεοπάρδαλη». Το ύψος της φτάνει τα 5,5 μέτρα και το βάρος της τα 1.350 κιλά. Το σώμα της καλύπτεται από παχύ δέρμα και φέρει καφετιές κηλίδες. Το κεφάλι της φαντάζει μικροσκοπικό σε σχέση με το μακρύ λαιμό της και καταλήγει σε δύο μικρά κέρατα. Έχει μεγάλα υγρά μάτια και ευκίνητα αυτιά. Η όραση και η ακοή της είναι πολύ ανεπτυγμένες. Η καμηλοπάρδαλη βαδίζει αργά, και όταν παραστεί ανάγκη μπορεί να τρέξει με
ταχύτητα 30 χιλιομέτρων.
Τρέφεται με φύλλα και βλαστούς ψηλών δέντρων που είναι απρόσιτα στα άλλα ζώα. Όταν θέλει να πάρει κάτι από το έδαφος ή να πιει νερό ανοίγει τα μπροστινά πόδια της ή γονατίζει λυγίζοντάς τα. Ωστόσο, η καμηλοπάρδαλη δεν πίνει συχνά νερό διότι, λόγω ύψους, είναι αναγκασμένη να ακολουθήσει ολόκληρη διαδικασία για να σκύψει, οπότε εκείνη τη στιγμή γίνεται πολύ ευάλωτη στους εχθρούς της.
Η καμηλοπάρδαλη ζει στην Κεντρική Αφρική. Κατά μέσο όρο ζει ως 30 χρόνια. Είναι κοινωνικό ζώο. Ζει σε ομάδες των 12-15 ατόμων που αποτελείται από ένα αρσενικό και τα θηλυκά με τα μικρά τους. Είναι ζώο φιλήσυχο και συνήθως τρέ
πεται σε φυγή για να γλιτώσει από τα σαρκοφάγα ζώα. Η νεογέννητη καμηλοπάρδαλη έχει ύψος 1,5 μέτρα και βάρος 55 κιλά. Kαθημερινά η καμηλοπάρδαλη περνάει 12 ώρες βόσκοντας και κοιμάται βαθιά 20 λεπτά το 24ωρο. Η καμηλοπάρδαλη γεννάει όρθια και το μωρό της πέφτει στο έδαφος από ύψος 1,5 μέτρου.
Περιγραφή
Το κεφάλι της καμηλοπάρδαλης είναι σχετικά μικρό με κέρατα που καλύπτονται από δέρμα, επίπεδο ρύγχος και λεπτά χείλη , ενώ έχει μεγάλα μάτια και αυτιά. Τα ρουθούνια της μοιάζουν σαν σχισμές. Η όρασή της είναι οξύτατη και επίσης, έχει ανεπτυγμένες την ακοή και την όσφρηση. O λαιμός του ζώου έχει μήκος που μπορεί να φτάσει τα 2,8 μέτρα και βάρος που φτάνει το μισό τόνο. Το συνολικό της ύψος είναι 6 μέτρα. Ο υπερβολικά ανεπτυγμένος λαιμός αποτελεί παράδειγμα φυσικής επιλογής. Με βάση τη θεωρία εξέλιξης του Δαρβίνου, τα ζώα με μακρύ λαιμό υπερίσχυσαν άλλων, καθώς η καμηλοπάρδαλη τρέφεται με φύλλα από ψηλά δέντρα. Έτσι, επέζησε έπειτα από εκατομμύρια χρόνια το συγκεκριμένο είδος με το μακρύ λαιμό. Καθώς είναι ζώο θηλαστικό, έχει επτά αυχενικούς σπονδύλους, οι οποίοι είναι μεγάλοι σε μήκος. Το τρίχωμά της έχει κηλίδες καστανού χρώματος. Η πλάτη του ζώου παρουσιάζει κλίση, επειδή τα εμπρόσθια πόδια είναι ψηλότερα από τα πίσω. Βαδίζει στα πλάγια.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009

ΒΑΤΡΑΧΟΣ - FROG

Βάτραχος
Ο βάτραχος είναι ένα από τα γνωστότερα αμφίβια. Μαζί με τους φρύνους αποτελεί την τάξη των άνουρων αμφίβιων. Το γένος των βατράχων ανήκει στην τάξη των ανούρων, που υπάγεται στα αμφίβια. Τα πιο συνηθισμένα είδη βατράχου στην Ελλάδα είναι ο βάτραχος ο πράσινος και ο βάτραχος ο κοινός.
Μορφολογία
Το σώμα του βατράχου μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη: στο κεφάλι και τον κορμό. Το κεφάλι έχει σχήμα τριγωνικό και μπροστά υπάρχει το στόμα, που φτάνει μέχρι τ' αυτιά. Τα μάτια του βατράχου, αντίθετα από του ανθρώπου, έχουν αναπτυγμένο το κάτω βλέφαρο. Το χρώμα του σώματος των βατράχων είναι από ανοιχτό μέχρι και σκούρο καστανό και στην κοιλιά κιτρινωπό. Ο βάτραχος όμως, όπως και ο χαμαιλέοντας, μπορεί να αλλάζει χρώμα και να προσαρμόζεται καλύτερα στο περιβάλλον του, και έτσι να αποφεύγει τους εχθρούς του. Τ
ο δέρμα του είναι λείο και καλυμμένο με βλέννα.
Το μέγεθος του βατράχου ποικίλει ανάλογα με το είδος του. Το μικρότερο είναι το κουβανικό είδος Sminthillus limbatus, του οποίου τα ενήλικα άτομα δεν ξεπερνούν σε μήκος τα 12 χιλιοστά. Το μεγαλύτερο είδος είναι ο αφρικάνικος βάτραχος Coprana goliath, με μήκος 30 εκατοστά περίπου. Τα παραπάνω μήκη αναφέρονται σε μέτρηση με τα πόδια μαζεμένα στο κυρίως σώμα του βατράχου.
Οι βάτραχοι κοάζουν, όταν είναι σε περίοδο αναπαραγωγής, αλλά και σ' όλες τις εποχές του χρόνου, κυρίως το βράδυ, όταν η ατμόσφαιρα είναι υγρή. Η φωνή του βάτραχου λέγεται "κόασμα" ή "κοασμός" το δε ρήμα "κοάζω" επί ανθρώπων: μιμούμαι τη φωνή του βάτραχου (κοάξ-κοάξ).
Σπουδαιότεροι εχθροί του βατράχου είναι τα φίδια, οι
πελαργοί, οι γερανοί και άλλα πουλιά. Εχθρός του βατράχου είναι και ο άνθρωπος, γιατί σε μερικά μέρη της Ευρώπης (Γαλλία, Ιταλία) τα πόδια του βατράχου θεωρούνται εκλεκτός μεζές.
Οι βάτραχοι εύκολα γίνονται πειραματόζωα των εργαστηρίων, γιατί και η διατροφή τους είναι εύκολη αλλά και το σώμα τους, αν και διαφέρει από το σώμα του ανθρώπου, παρουσιάζει βασικά την ίδια κατασκευή και ίδιες φυσιολογικές λειτουργίες. Έτσι τα συμπεράσματα από τις έρευνες στους βατράχους
μπορούν να επεκταθούν και στο ανθρώπινο σώμα.

ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009

HEDGEHOG - ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΣ

Σκαντζόχοιρος
Σκαντζόχοιροι λέγονται τα μικρά αγκαθωτά θηλαστικά της υποοικογένειας των ερινακεϊνών, της οικογένειας των ερινακεϊδών, της τάξης των εντομοφάγων. Υπάρχουν 15 είδη σκαντζόχοιρων σε 4 γένη, που συναντώνται στην Ασία, την Ευρώπη, την Αφρική και τη Νέα Ζηλανδία (όπου έχουν εισαχθεί).
Εξωτερική περιγραφή
Οι σκαντζόχοιροι ξεχωρίζουν εύκολα από τα αγκάθια τους, που έχουν μήκος περίπου 2 εκατοστά και χρώμα απαλό κίτρινο με ραβδώσεις. Πρόκειται για τρίχες που έχουν γίνει σκληρές με κερατίνη. Τα αγκάθια αυτά δεν έχουν δηλητήριο και, αντίθετα με αυτά του αμερικανικού αναρριχητή ακανθόχοιρου (porcupine), μπορούν εύκολα να αφαιρεθούν από το ζώο. Καθώς ο σκαντζόχοιρος μεγαλώνει, κατά το πρώτο έτος της ηλικίας του, χάνει τα απαλά αγκάθια που είχε κατά τη γέννησή του και τα αντικαθιστά με μεγαλύτερα και σκληρότερα. Τα αγκάθια τα χάνει και από στρες ή ασθένεια.
Ο λαιμός, το πρόσωπο και η κοιλιά του σκαντζόχοιρου καλύπτονται από μαλακές τρίχες που έχουν χρώμα κιτρινωπό ή λευκωπό. Τα πόδια του έχουν δάχτυλα που καταλήγουν σε νύχια δυνατά και γαμψά. Το θηλυκό είναι λίγο πιο παχύ και πιο μακρύ από το αρσενικό και έχει πιο μακρύ ρύγχος (φυλετικός διμορφισμός). Οι σκαντζόχοιροι συνδέονται με τους ασπάλακες και άλλα εντομοφάγα, όπως οι μυγαλές, οι σωληνόδοντες και το deinogalerix το οποίο έχει εξαφανιστεί.
Συμπεριφορά/εχθροί
Όλοι οι σκαντζόχοιροι μπορούν να τυλιχτούν σε σφιχτή μπάλα, και με τη βοήθεια υποδόριων μυών να κάνουν τα αγκάθια τους να πεταχτούν προς τα έξω. Πάντως, η αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου προστασίας εξαρτάται από τον αριθμό των αγκαθιών, και καθώς μερικοί σκαντζόχοιροι της ερήμου έχουν εξελιχθεί ώστε να μεταφέρουν λιγότερο βάρος, είναι πιθανότερο να προσπαθήσουν να διαφύγουν τρέχοντας ή ακόμα και να επιτεθούν στον εισβολέα, τρυπώντας τον με τα αγκάθια τους, και ν' αφήσουν τη μέθοδο της μπάλας ως τελευταία λύση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφορετικοί εχθροί για διαφορετικά είδη: ενώ οι σκαντζόχοιροι του δάσους έχουν σχετικά λίγους εχθρούς, κυρίως πουλιά και ειδικότερα κουκουβάγιες, αλλά και νυφίτσες και σκύλους και φίδια, τα μικρότερα είδη όπως ο μακρώτις σκαντζόχοιρος έχουν ως επιπλέον εχθρούς τις αλεπούδες, τους λύκους και τις μαγκούστες.
Όλοι οι σκαντζόχοιροι είναι βασικά νυκτόβιοι, παρότι διάφορα είδη μπορεί να βγαίνουν και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Για ένα μεγάλο διάστημα της ημέρας ο σκαντζόχοιρος κοιμάται, είτε κάτω από κάποιο βράχο ή θάμνο ή σε μια τρύπα στο χώμα. Μερικά είδη μπορεί να έχουν διαφορετικές συνήθειες, αλλά οι περισσότεροι σκαντζόχοιροι σκάβουν καταφύγια στο χώμα.
Όλοι οι άγριοι σκαντζόχοιροι μπορούν να πέσουν σε χειμέρια νάρκη, αν και δεν το κάνουν όλοι. Το αν θα το κάνουν εξαρτάται από τη θερμοκρασία, την αφθονία του φαγητού και το είδος τους. Η διαδικασία έχει ως εξής: Το φθινόπωρο, στρώνουν μια φωλιά με βρύα και φύλλα κάτω από ένα δένδρο και πέφτουν σε χειμερία νάρκη, που διαρκεί ως το Μάρτιο ή τον Απρίλιο. Η θερμοκρασία του σώματος τους στην περίοδο αυτή πέφτει στους 5,5 βαθμούς C.
Οι σκαντζόχοιροι βγάζουν διάφορες φωνές, και δεν επικοινωνούν μόνο με γρυλίσματα και ρουθουνίσματα, αλλά και με δυνατά τσιρίγματα (ανάλογα με το είδος).
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

ANACONDA - ΑΝΑΚΟΝΤΑ

Ανακόντα
Η ανακόντα (του είδους Ευνήκτης - Eunectes, επιστημονική ονομασία: ευνήκτης ο μυοφάγος) είναι γένος των μη ιοβόλων φιδιών της οικογένειας Βοΐδες και της τάξης Φολιδωτά ή Λεπιδωτά. Μπορεί να φθάσουν σε μήκος τα 7 μέτρα και σε βάρος τα 100 κιλά. Απαντώνται κυρίως στην τροπική Λατινική Αμερική, όπου έχουν την κοινή ονομασία ανακόντες. Τα μέλη τους συμπεριλαμβάνουν μερικά από τα μεγαλύτερα φίδια στον κόσμο. Τρέφονται με θηλαστικά και πτηνά, τα οποία ακινητοποιούν σφίγγοντάς τα και στη συνέχεια συνθλίβοντάς τα, όπως οι βόες. Η ονομασία Eυνήκτης προέρχεται από την ομώνυμη αρχαία ελληνική λέξη, που σημαίνει τον "καλό κολυμβητή." Σήμερα αναγνωρίζονται 3 είδη.
Περιγραφή
Το χρώμα του φιδιού είναι πράσινο και λαδί ή καστανό με μαύρες κηλίδες. Το μέγιστο μέγεθος των ερπετών αυτών έχει επιφέρει συζητήσεις. Ο Mehrtens (1987) θεωρεί ότι η ενήλικη ανακόντα κατά μέσο όρο φτάνει σε μέγεθος τα 18-20 μέτρα για το είδος της πράσινης ανακόντας, Eunectes murinus και πολύ σπάνια τα 23-25 μέτρα . Οι υπολογισμοί που κάνουν λόγο για 35-40 μ. είναι ασαφείς Σε έρευνα που έγινε σε 1000 είδη που πιάστηκαν στη Βενεζουέλα, το μεγαλύτερο ήταν 17 μέτρα και ζύγιζε 100 κιλά.
Κοινές ονομασίες
Τα τοπικά ονόματα του φιδιού στη Λατινική Αμερική περιλαμβάνουν τον ισπανικό όρο matatoro, που σημαίνει "φονιάς ταύρων", και τα ονόματα sucuri και yakumama, που του έχουν δώσει οι ιθαγενείς. Η λέξη ανακόντα προέρχεται από τη σιναλεζική γλώσσα, που είναι η ιθαγενής γλώσσα των κατοίκων της Σρι Λάνκα. Οι πύθωνες που βρίσκονται στις ζούγκλες του νησιού αυτού έχουν ομοιότητες με τις ανακόντες και είναι μερικές φορές πολύ μεγάλοι σε μέγεθος. Η σινγκαλέζικη λέξη "Hena Kandaya" που σημαίνει ζώο με μεγάλο σώμα, πιθανότατα πέρασε στους Βρετανούς ως Anaconda. Οι Βρετανοί κυβέρνησαν τη Σρι Λάνκα για περισσότερο από έναν αιώνα. Πιστεύεται επίσης ότι η ονομασία ανακόντα μπορεί να προήλθε από τη γλώσσα Ταμίλ και τη λέξη anaikondran, που σημαίνει "δολοφόνος ελεφάντων" ή anaikkonda, που σημαίνει "έχοντας σκοτώσει έναν ελέφαντα".
Γεωγραφική εξάπλωση
Το ερπετό απαντάται στη Νότια Αμερική, από την Κολομβία και τη Βενεζουέλα και νότια της Αργεντινής. Ζει σε υδάτινα ρεύματα ή επάνω στα δέντρα.
Αναπαραγωγή
Πρόκειται για ωοζωοτόκο ζώο, που σημαίνει ότι γεννά ζωντανά μικρά.
Αιχμαλωσία
Έχουν αναφερθεί ελάχιστες περιπτώσεις αιχμαλωσίας του ζώου. Τον Οκτώβριο του 2007 στο Ενυδρείο της Νέας Αγγλίας στη Βοστόνη ανακάλυψαν ότι ένα από τα θηλυκά που είχε ήταν έγκυος. Γεννήθηκαν 14 μικρά την Πρωτοχρονιά του 2008.

ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

STARFISH - ΑΣΤΕΡΙΑΣ

Αστερίας
Ο αστερίας είναι εχινόδερμο ζώο της τάξης των Αστεροειδών. Το σώμα του παρουσιάζει ακτινωτή συμμετρία. Τυπικά έχει πέντε βραχίονες ή και περισσότερους, οι οποίοι σχηματίζουν πεντάκτινη συμμετρία. Ο σκελετός του βοηθά μόνο στην προστασία του και όχι στην κίνηση, η οποία γίνεται με σύστημα ποδιών- σωλήνων. Φέρουν ενδοσκελετό, που σημαίνει ότι σχετίζονται με τα Χορδωτά. Η τροφή τους περιλαμβάνει συνήθως ζώα με κέλυφος, όπως μύδια, αχιβάδες και στρείδια. Απαντώνται σε όλους τους ωκεανούς του πλανήτη.
Περιγραφή
Οι αστερίες αποτελούνται από έναν κεντρικό κυκλικό δίσκο, ο οποίος φέρει βραχίονες («μπράτσα») σε πεντάκτινη συμμετρία. Το στόμα τους είναι κάτω από τους αστερίες και στην επάνω πλευρά τους έχουν ένα είδος φίλτρου για το νερό. Ο ρόλος του είναι να παρέχει νερό στους αστερίες για να κινηθούν. Πολλοί αστερίες έχουν και σειρές από αγκάθια για την άμυνά τους από τους εχθρούς ενώ άλλοι δεν έχουν καθόλου. Στο άκρο του κάθε βραχίονα υπάρχει ένα μικροσκοπικό μάτι, με το οποίο το ζώο μπορεί να δει, μόνο αν είναι φως ή σκοτάδι. Η κίνηση του αστερία γίνεται με τη βοήθεια ποδιών- σωλήνων. Η πέψη του αστερία γίνεται με δύο στομάχια: ένα για την καρδιά και ένα για τον πυλωρό. Το καρδιακό στομάχι μοιάζει με σάκο και βρίσκεται στο κεντρικό μέρος του σώματος του ζώου. Μπορεί να «γυρίσει» και να βγει έξω από το σώμα του αστερία, όταν χωνεύει την τροφή του. Μερικά είδη χρησιμοποιούν το υδραγγειακό τους σύστημα κίνησης για να ανοίγουν το όστρακο των Δίθυρων ζώων με τα οποία τρέφονται. Αυτό γίνεται με το να βυθίζουν τα στομάχια τους μέσα στα όστρακα των διθύρων. Όταν χωνευτεί κατά ένα μέρος η τροφή, το καρδιακό στομάχι επιστρέφει στο εσωτερικό του σώματος και η μισοχωνεμένη τροφή πηγαίνει στο πυλωρικό στομάχι. Η επιπλέον πέψη γίνεται στο έντερο. Τα απόβλητα εξέρχονται από τον πρωκτό του ζώου ή όταν απουσιάζει, όπως σε μερικά είδη, από το στόμα του. Το νευρικό του σύστημα είναι περίπλοκο.
Τροφή
Η κύρια τροφή του αστερία είναι τα μαλάκια, όπως τα μύδια, τα στρείδια, οι αχιβάδες και άλλα ζώα με όστρακο. Η ικανότητα του αστερία να χωνεύει την τροφή του έξω από το σώμα του, τον κάνει να κυνηγά λεία που είναι πολύ μεγαλύτερη απ[ό το στόμα του. Έτσι, εκτός από μικρά σε μέγεθος μαλάκια, οι αστερίες τρέφονται και με αρθρόποδα ακόμα και μικρά ψάρια, ειδικά όταν είναι ετοιμοθάνατα. Αρκετά είδη μπορούν να ζήσουν για αρκετό καιρό χωρίς τροφή. Πιστεύεται ότι πιθανότατα λαμβάνουν θρεπτικά συστατικά από οργανικές ύλες που είναι διαλυμένες στο θαλασσινό νερό. Επίσης, πολλά είδη τρέφονται με οργανισμούς σε αποσύνθεση.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

KANGAROO - ΚΑΓΚΟΥΡΟ

Καγκουρό
Το καγκουρό είναι μαρσιποφόρο ζώο που απαντάται στην Αυστραλία και τη Νέα Γουϊνέα. Ανήκουν στην οικογένεια των μακρόποδων, που περιλαμβάνει 63 είδη καγκουρό.
Ο πρώτος Ευρωπαίος που είδε καγκουρό ήταν ο Ολλανδός ναυτικός
Φραντσίσκο Πέλσαρτ, το 1629, όταν το πλοίο του ναυάγησε στην ακτή της Αυστραλίας. Το όνομά τους το πήραν από τον Άγγλο θαλασσοπόρο Τζέιμς Κουκ. Όταν ο Κουκ έφτασε, το 1770, στην Αυστραλία, παρατήρησε το ζώο και ρώτησε τους ιθαγενείς πώς λέγεται. Αυτοί απάντησαν: "Καν γκου ρό", που σημαίνει "πάνω-κάτω". Το αληθινό όνομα του Καγκουρό στη γλώσσα των Ιθαγενών είναι γολαρού και το λένε έτσι μέχρι και σήμερα. Αυτά που είχε δει ο Κουκ ήταν τα γαλαμπί όπως τα λένε οι Ιθαγενείς, και ανήκουν και αυτά στην οικογένεια των μακρόποδων
.
Όλα όμως τα ζώα που τα λένε καγκουρό, μικρά ή μεγάλα ανήκουν στην τάξη των μαρσιποφόρων. Το όνομα μαρσιποφόρα προέρχεται από την αρχαία λέξη
μάρσιπος
, που σημαίνει σάκος και δόθηκε στα ζώα αυτά επειδή η θηλυκιά έχει ένα είδος σάκου στην κοιλιά, όπου τα μικρά τους περνούν τους πρώτους μήνες της ζωής τους. Στην κοιλιακή πλευρά του μαρσίπου υπάρχουν οι θηλές, απ' όπου τα μικρά καγκουρό θηλάζουν για μερικούς μήνες. Όταν γεννηθούν, η μητέρα γλείφει το τρίχωμα της κοιλιάς της κι ανοίγει ένα δρόμο ως τον σάκο, ώστε τα μικρά να μπορούν εύκολα να τον βρούν.
Η θηλυκιά γεννάει ένα, και καμιά φορά δύο, μικρά. Μερικοί επιστήμονες λένε ότι τα καγκουρό ζούσαν σε
δέντρα
, και δεν είναι γνωστό πώς ή γιατί κατέβηκαν στο έδαφος. Ωστόσο ένα είδος, τα δενδρόβια καγκουρό, ξαναγύρισαν στα δέντρα όπου τρέφονται και κοιμούνται.
Tα καγκουρό, σε αντίθεση με πολλά ζώα, δεν φτιάχνουν συνήθως φωλιές ή
λαγούμια. Ζουν χωρίς να έχουν κανένα καταφύγιο, τριγυρνούν ελεύθερα και τρέχουν εδώ κι εκεί με μεγάλα πηδήματα που φτάνουν τα 6 έως 8 μέτρα και τα βοηθούν να τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα, σχεδόν ως πενήντα χιλιόμετρα την ώρα. Στηρίζονται στα δυνατά πισινά πόδια και στην ουρά ως πρόσθετο υποστήριγμα.
Το ενήλικο, γκρίζο, γιγάντιο καγκουρό μπορεί να φτάσει τα δυόμισι περίπου μέτρα ύψος. Το βάρος του μπορεί να φτάσει τα 100 κιλά. Τα δενδρόβια καγκουρό δεν
ξεπερνούν το ένα μέτρο ύψος. Από τον καιρό που οι άποικοι φέρανε στην Αυστραλία αλεπούδες και σκύλους, τα μικρότερα καγκουρό αποδείκτηκαν θανάσιμοι εχθροί τους. Όλα τα καγκουρό είναι φυτοφάγα. Τα περισσότερα τρώνε φύλλα ή χορτάρι. Για να φτάσουν τα φύλλα, τα δενδρόβια καγκουρό σκαρφαλώνουν στα δέντρα, χρησιμοποιώντας για στήριγμα τις ουρές τους. Μπορούν να κοιμηθούν πολλές ώρες την ημέρα, στη διχάλα ενός δέντρου.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

JELLYFISH - ΜΕΔΟΥΣΑ

Μέδουσα
Οι μέδουσες είναι θαλάσσια ασπόνδυλα (Κνιδόζωα) της τάξης των Σκυφόζωων. Πρόκειται για πλαγκτονικούς οργανισμούς, οι οποίοι απαντώνται σε όλες τις θάλασσες του κόσμου. Αντιπροσωπεύουν το κυρίαρχο στάδιο του βιολογικού κύκλου των Κοιλεντερωτών, Υδρόζωων (υδρομέδουσες, που έχουν ένα κράσπεδο , που περιβάλλει την κοιλότητα που σχηματίζεται κάτω από την «ομπρέλα» τους) και Σκυφόζωων (που δεν έχουν κράσπεδο) (σκυφομέδουσες). Ζουν σε ομάδες και το τσίμπημά τους προκαλεί κνησμό και παράλυση της λείας τους. Τρέφονται με μικρά ψάρια και ζωοπλαγκτόν, τα οποία συλλαμβάνουν με τα πλοκάμια τους.Είναι γνωστότερες με την κοινή ονομασία τσούχτρες.
Περιγραφή
Το σώμα της μέδουσας έχει σχήμα καμπάνας και παράγει μια ζελατινώδη ουσία. Στην περιφέρεια έχουν πλοκάμια και αισθητήρια όργανα, Το κάθε πλοκάμι καλύπτεται με κύτταρα, που καλούνται κνιδοκύτταρα ή κνιδοκύστεις και μπορούν να τσιμπήσουν ή και να σκοτώσουν ζώα. Τα κύτταρα αυτά υπάρχουν και στο στόμα τους. Οι πιο πολλές μέδουσες χρησιμοποιούν τα κύτταρα αυτά για εξασφάλιση τροφής και για άμυνα. Άλλες δεν έχουν καθόλου πλοκάμια. Έχουν πολλά μικρά μάτια στο κωδωνοειδές σώμα τους, που τις επιτρέπει να έχουν όραση 360 μοιρών.
Αν και στερούνται βασικών αισθητηρίων οργάνων και δεν έχουν εγκέφαλο, το νευρικό τους
σύστημα τις επιτρέπει να αντιλαμβάνονται ερεθίσματα, όπως το φως και η οσμή και να αντιδρούν γρήγορα σε αυτά. Κολυμπούν πολύ αργά, καθώς δεν έχουν υδροδυναμικό σώμα. Αντ’ αυτού, κινούνται με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργούν ρεύματα, αναγκάζοντας τη λεία τους να φτάσει στα πλοκάμια τους. Η κίνηση αυτή γίνεται ρυθμικά με άνοιγμα και κλείσιμο του σώματός τους που μοιάζει με καμπάνα. Η πυκνότητά τους είναι σχεδόν ίση με την πυκνότητα του νερού.
Το πεπτικό τους σύστημα είναι ατελές, καθώς από το ίδιο άνοιγμα (στόμα, βρίσκεται στο κέντρο και στο κάτω μέρος της «καμπάνας») γίνεται η πρόσληψη αλλά και η αποβολή της τροφής. Το στόμα της περιβάλλεται από κροσσωτά χείλη και οδηγεί σε ακτινωτά
σωληνάρια, τα οποία καταλήγουν στη γαστρική κοιλότητα. Η τελευταία είναι ένας κυκλικός σωλήνας, που καταλαμβάνει όλη την περιφέρεια του ζώου. Το σώμα σε μία ενήλικη μέδουσα αποτελείται από 94-98% νερού. Η «καμπάνα» της τσούχτρας αποτελείται από ένα στρώμα επιδερμίδας και κατά το μεγαλύτερο μέρος από τη μεσογλοία. Πρόκειται για μία ακύτταρη, ημιδιαφανής, ζελατινώδη μάζα.
Σημασία για τον άνθρωπο
Μέδουσες χρησιμοποιούνται και για τροφή.
Οι μέδουσες είναι σημαντική πηγή τροφής για τους Κινέζους αλλά και σε άλλες ασιατικές
χώρες.Ενδεικτικά, στην Κίνα, οι επεξεργασμένες μέδουσες αφαλατώνονται με εμβάπτιση στο νερό όλη τη νύχτα και τρώγονται μαγειρεμένες ή ωμές. Συχνά σερβίρονται ως σαλάτα, μαζί με λαχανικά. Στην Ιαπωνία τις πλένουν, τις κόβουν σε λωρίδες και τις σερβίρουν ως ορεκτικό με ξίδι.
Εξάλλου, οι μέδουσες χρησιμοποιούνται και στη βιολογία. Ειδικότερα, το 1961 ανακαλύφθηκε στη μέδουσα του είδους Aequorea Victoria η πράσινη φθοριούχος πρωτεΐνη (GFP) . Αυτή χρησιμοποιείται για τη μελέτη των γονιδίων των ιστών και του τρόπου έκφρασής τους. Το κολλαγόνο τους επίσης είναι θεραπευτικό μέσο για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Επικινδυνότητα
Η μέδουσα με τη χαίτη λιονταριού (Lion's mane jellyfish) φημίζεται για το οδυνηρό και σπανίως θανατηφόρο τσίμπημά της.
Όταν κάποιος τσιμπηθεί από τσούχτρα, χρειάζεται απαραίτητα πρώτες βοήθειες. Τα τσιμπήματα των Σκυφόζωων μεδουσών γενικά
δεν είναι θανατηφόρα. Ωστόσο, κάποια είδη από τα Κυβόζωα (αυτόνομη τάξη), όπως το Irukandji, μπορεί να αποβούν θανατηφόρα. Ωστόσο, το τσίμπημα των μεδουσών προκαλεί οξύ πόνο και μπορεί να προκαλέσει αναφυλαξία και ίσως το θάνατο. Για το λόγο αυτό, όταν κάποιοι άνθρωποι τσιμπηθούν από τσούχτρα, θα πρέπει να βγουν αμέσως έξω από το νερό, προς αποφυγή πνιγμού.
Για τις πρώτες βοήθειες, οι κύριοι στόχοι είναι η αποφυγή τραυματισμού των διασωστών (γι’ αυτό συνιστάται να φορούν ειδικά ρούχα, που θα καλύπτουν σημεία του σώματος), η απενεργοποίηση των κνιδοκύστεων (για να μη γίνει ενδοφλέβια ένεση στον ασθενή) και η αφαίρεση των πλοκάμω
ν που πιθανόν έχουν κολλήσει στο σώμα του ασθενούς.
Για τα τσιμπήματα ενός συγκεκριμένου είδους μέδουσας, μπορεί να τοποθετηθεί ξίδι στην πληγή. Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και νερό της θάλασσας αν δεν είναι άμεσα διαθέσιμο το ξίδι. Δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται φρέσκο νερό, γιατί η αλλαγή του pH μπορεί να απελευθερώσει επιπλέον δηλητήριο. Για τον ίδιο λόγο θα πρέπει να αποφεύγεται ο κνησμός του τραύματος, η χρήση οινοπνεύματος, αμμωνίας και παρόμοιων ουσιών. Ένα ζεστό μπάνιο μπορεί επίσης να βοηθήσει, με εξαίρεση την περίπτωση υποθερμίας.
Η αφαίρεση των πλοκάμων μπορεί να γίνει με το χέρι, με τη χρήση ειδικών γαντιών. Έπειτα από την αφαίρεση μεγάλων κομματιών από μέδουσες, στο τραύμα μπορεί να μπει αφρός ξυρίσματος και με
την άκρη ενός μαχαιριού, με ένα ξυράφι ή με πιστωτική κάρτα να αφαιρεθούν όλα τα εναπομείναντα κνιδοκύτταρα. Εκτός από τη χορήγηση πρώτων βοηθειών, για να μειωθεί ο κνησμός, μπορούν να χορηγηθούν αντιισταμινικές ουσίες στον ασθενή. Οδοντόκρεμα με σόδα και πάγος εναλλακτικά μπορούν επίσης να δοθούν στο θύμα για την απομάκρυνση του δηλητηρίου.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

SEA COW - ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΑΓΕΛΑΔΕΣ

Θαλάσσιες αγελάδες
Θαλάσσιες αγελάδες καλούνται τα θαλάσσια ζώα της τάξης των σειρηνοειδών, και πιο συγκεκριμένα το ντιγκόνγκ (ή ντουγκόνγκ, ή αλικόρη) της οικογένειας των ντιγκονγκιδών, και ο μανάτος της οικογένειας των τριχεχιδών. Όλα τα γνωστά είδη σειρηνοειδών αγαπούν τα ζεστά νερά και προτιμούν να ζουν εκεί, εκτός από τη θαλάσσια αγελάδα του Στέλλερ.
Η θαλάσσια αγελάδα του Στέλλερ
Το 1741 ο Γερμανός γιατρός και φυσιοδίφης Γκέοργκ Βίλχελμ Στέλλερ (Georg Wilhelm Steller) ανακάλυψε σ' ένα ταξίδι του
τη γιγάντια θαλάσσια αγελάδα του Βόρειου Ειρηνικού (επιστημονική ονομασία: Hydrodamalis gigas). 27 χρόνια μετά, το είδος είχε εξαφανιστεί από τη δράση αδίστακτων κυνηγών. Το πέμπτο αυτό είδος σειρηνοειδούς είχε μήκος 25 πόδια και ζύγιζε περισσότερο από 8 τόννους. Ήταν το μόνο σειρηνοειδές που μπορούσε να ζήσει σε κρύα νερά. Επιπλέον, διέφερε από τα υπόλοιπα στο ότι δεν είχε δόντια και δεν έτρωγε θαλάσσια φυτά, αλλά φύκια.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

ΑΚΡΟΚΑΝΘΟΣΑΥΡΟΣ - ACROCANTHOSAURUS

Ακροκανθόσαυρος
Ζούσε στην Βόρεια Αμερική
Περιγραφή: Μεγάλο θηριόποδο
Μήκος: 8-12 μέτρα από το ρύγχος ως την ουρά
Διακριτικά χαρακτηριστικά: Αυτό το μεγαλόσωμο, ζωηρόχρωμο, αργοκίνητο και εξαιρετικά χαμηλής νοημοσύνης θηριόποδο τρέφεται αποκλειστικά. Το χαρακτηριστικό ραχιαίο ιστίο του, που διαμορφώνεται από την επιμήκυνση των τραχηλικών σπονδύλων, υποδεικνύει τη συγγένειά του με τον Ακανθόσαυρο. Στη πραγματικότητα, αυτό το ζώο έχει πολύ στενότερη συγγένεια με τον Αλλόσαυρο ή τον Καρχαροδοντόσαυρο. Οι βραχίονές του είναι σχετικά κοντοί
με έναν προεξέχον νύχι στο πρώτο δάχτυλο. Η συνήθειά τους να τρέφονται με θνησιμαία, τους προσδίδει μια ισχυρή οσμή σαπίλας και σήψης. Διαθέτουν φτωχή όραση και ακοή αλλά εξαιρετικά αναπτυγμένη όσφρηση. Μοναχικά συνήθως ζώα, καβγαδίζουν για τα θνησιμαία και ζευγαρώνουν κατά τρόπο τυχαίο κι άχαρο. Φέρνουν στο κόσμο ζωντανά νεογνά. Τα νεογνά παρουσιάζουν εξαιρετικά σπάνια ανάπτυξη και το σκάνε μόλις γεννηθούν. Η συμπεριφορά
αυτή αποτελεί επιλεκτικό πλεονέκτημα, καθώς τα νεκρά στη γέννα ή βραδυκίνητα νεογνά τρώγονται αμέσως από τη μητέρα.
Συμπεριφορά και κατ
οικία: Αν δεν υπήρχε μια εκπληκτική ιδιορρυθμία στη βιολογία τους, οι δεινόσαυροι αυτοί θα είχαν γκρι χρώμα. Το φυσιολογικό ζωηρό σχέδιο με κόκκινες και πράσινες κηλίδες και ραβδώσεις είναι η πηγή της οσμής του ζώου, η οποία περιγράφεται ως «φρακαρισμένες αποχετεύσεις, γεμάτες κλούβια αυγά». Η προτίμησή τους για το σάπιο κρέας τα εξέθεσε σε λοιμώξεις από βακτήρια, αρκετά από τα οποία ανέπτυξαν στενή σχέση με το δεινόσαυρο και δημιούργησαν αποικίες στο δέρμα και ιδιαίτερα στο πρόσωπο, τη ράχη και το ιστίο του, προκαλώντας το ιδιαίτερο χρωματικό σχέδιο. Η μυρωδιά των βακτηρίων διαφέρει από άτομο σε άτομο, προσδίδοντας σε κάθε ζώο την ιδιαίτερη οσμή του. Αυτές οι διαφορές ίσως να επηρεάζουν την επιλογή συντρόφου.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ''ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΩΝ''

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

ARCTIC HARE - ΑΡΚΤΙΚΟΣ ΛΑΓΟΣ

Αρκτικός λαγός
Ο αρκτικός λαγός (Lepus arcticus) είναι είδος λαγού που έχει προσαρμοστεί στο αρκτικό περιβάλλον. Παλιότερα θεωρούνταν υποείδος του λαγού των βουνών, αλλά τώρα κατατάσσεται ως ξεχωριστό είδος. Ζει στην τούνδρα της Γροιλανδίας, στο βόρειο τμήμα του Καναδά καθώς και στην Αλάσκα. Στα πολύ βόρεια γεωγραφικά πλάτη παραμένει λευκός όλο το χρόνο. Νοτιότερα, το τρίχωμά του παίρνει ένα μπλε-γκρι χρώμα το καλοκαίρι, όμως η ουρά του παραμένει λευκή. Το μέγεθός του φτάνει κατά μέσο όρο τα 45-60 εκατοστά, ενώ ζυγίζει 4,5-6 κιλά.
Τρέφεται κυρίως με ξυλώδη φυτά. Τρώει άνθη, καρπούς, φύλλα καθώς και τα δολώματα από κρέας στις παγίδες των κυνηγών. Έχει δυνατή αίσθηση όσφρησης και καμιά φορά σκάβει το χιόνι για να βρει τροφή. Το θηλυκό γεννάει 2 φορές το χρόνο 3-4 μικρά.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

ΜΑΜΕΓΧΙΣΑΥΡΟΣ - MAMENCHISAURUS

Μαμεγχίσαυρος
Ζούσε στη Κίνα
Περιγραφή: Μακρύλαιμο σαυρόποδο
Μήκος: 20-26 μέτρα από το ρύγχος ως την ουρά
Διακριτικά χαρακτηριστικά: Το ζώο αυτό μοιάζει με το Διπλοδόκο. Ο λαιμός φαντάζει πολύ μακρύς και δυσανάλογα παχύς σε σύγκριση με το ελαφρύ του σώμα. Η ουρά του καταλήγει σε ένα μικρό οστέινο ρόπαλο, ενώ μπορεί να υπάρχει ακρολοφία από όρθιες πλάκες κατά μήκος της ράχης. Τα άκρα και τα πλευρά του είναι στικτά γκρι, ενώ το πάνω μέρος του σώματος, ο λαιμός και η ουρά έχουν σκούρο γκρι έως μαύρο χρώμα. Μια γραμμή έντονου ερυθρού χρώματος εκτείνεται σε κάθε πλευρά από το περίγραμμα της κάτω γνάθου έως τη μέση της ουράς. Η ρινική περιοχή και τα μάτια μπορεί να έχουν κόκκινες σάρκινες αποφύσεις, ενώ η ρινική απόφυση διογκώνεται κατά την ένδειξη ή όταν το ζώο βγάζει ήχους. Ο Μαμεγχίσαυρος είναι κοινωνικό ζώο και απαντά συνήθως σε μεγάλα κοπάδια έως και 100 ζώων, οργανωμένων γύρω από μια ή δυο μητριαρχικές φυλές. Τα αδέσμευτα αρσενικά είναι οργανωμένα σε μικρότερες ομάδες, οι οποίες συναθροίζονται με τα μεγαλύτερα κοπάδια κατά την εποχή του ζευγαρώματος. Τα θηλυκά γεννούν 10-20 αυγά και στη συνέχεια τα θάβουν κάτω από τη βλάστηση και τα φυλάνε έως την εκκόλαψή τους. Οι νεοσσοί αναπτύσσονται πολύ γρήγορα και στις αρχές του καλοκαιριού είναι έτοιμοι να ακολουθήσουν τις μετακινήσεις του κοπαδιού.
Συμπεριφορά και κατοικία: Ζουν συνήθως κοντά σε νερό. Εξαιτίας του μεγέθους και της κοινωνικότητάς τους δεν έχουν πολλούς εχθρούς. Μόνο λίγα θηριόποδα, όπως ο Γιανγκτσουανόσαυρος είναι αρκετά μεγάλα, ώστε να μπορούν να τους επιτεθούν. Οι Μαμεγχίσαυροι είναι καλοί κολυμβητές, γεγονός που τους επιτρέπει να διαφεύγουν από αρπακτικά που τυχόν τους καταδιώκουν.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ''ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΩΝ''

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

ΒΡΑΧΙΟΝΟΣΑΥΡΟΣ - BRACHIOSAURUS

Βραχιονόσαυρος - Brachiosaurus
Ζούσε στη Βόρεια Αφρική
Περιγραφή: Γιγαντιαίο σαυρόποδο
Μήκος: 20-32 μέτρα από το ρύγχος ως την ουρά
Διακριτικά χαρακτηριστικά: Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα ζώα που υπήρξαν ποτέ, πολύ πιο ογκώδες από τους σύγχρονούς του, Διπλόδοκο και Μαμεγχίσαυρο. Τα μπροστινά πόδια του είναι μακρύτερα από τα πίσω, προσδίδοντας στη ράχη του μεγάλη κλίση, ενώ ο λαιμός διατηρείται περισσότερο σε κάθετη παρά σε οριζόντια θέση. Έχει χρώμα γκρι με καφέ κηλίδες στο κεφάλι, το λαιμό, τη μέση ραχιαία γραμμή και τους ώμους. Στο μέτωπο υπάρχουν κόκκινοι θύλακες, που φουσκώνουν όταν το ζώο βγάζει ήχους. Τα θηλυκά
συνήθως είναι πολύ πιο μικρόσωμα από τα αρσενικά. Ο Βραχιονόσαυρος ζει σε αγέλες, αλλά αντίθετα από άλλα σαυρόποδα, η κοινωνία των Βραχιονοσαυριδών είναι ανδροκρατική. Κάθε αγέλη αποτελείται από τον αρχηγό, ένα γιγάντιο αρσενικό, το χαρέμι του από 10 τουλάχιστον θηλυκά, τους απογόνους του και από συγγενικά αρσενικά. Η κυριαρχία του επικρατέστερου αρσενικού αμφισβητείται κατά την εαρινή εποχή του ζευγαρώματος, όταν τα υποτελή αρσενικά προσπαθούν να το ανατρέψουν με βίαιες επιδείξεις. Τα θηλυκά γεννούν 10-12 αυγά, τα οποία καλύπτουν με βλάστηση και τα φυλάνε.
Συμπεριφορά και κατοικία: Οι αγέλες μετακινούνται ανάμεσα στις περιοχές βοσκής τους, τα ορεινά δάση κωνοφόρων και τις περιοχές ζευγαρώματος στα πεδινά λιβάδια. Τρέφονται με τρυφερά φύλλα και κουκουνάρια, αλλά η δίαιτα αυτή είναι σχετικά φτωχή και συμπληρώνεται από βιταμίνες που συνθέτονται από συμβιωτικά εντερικά βακτήρια, που βοηθούν
επίσης στη χώνεψη των σκληρών φυτών. Ο Βραχιονόσαυρος έχει λίγους εχθρούς: τον Ορνιθοληστή που κλέβει τα αυγά του και ελάχιστα αρπακτικά όπως τον μέγιστο Αλλόσαυρο. Η κυριότερη απειλή για έναν ενήλικα αρσενικό Βραχιονόσαυρο, είναι ένας άλλος αρσενικός Βραχιονόσαυρος.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ''ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΩΝ''

ΣΚΕΛΙΔΟΣΑΥΡΟΣ - SCELIDOSAURUS

Σκελιδόσαυρος
Ζούσε στην Ευρώπη
Περιγραφή: Θωρακισμένος δεινόσαυρος
Μήκος: 2,5 – 4,5 μέτρα από το ρύγχος ως την ουρά
Διακριτικά χαρακτηριστικά: Πρωτόγονος και σχετικά λεπτόσωμος, αυτός ο δεινόσαυρος έχει ομοιόμορφο μπλε-γκρι χρώμα. Η ραχιαία επιφάνειά του, προστατεύεται με επτά παράλληλες σειρές γκρίζων κερατοειδών φολίδων, ενώ τα αντιβράχια, ο λαιμός, η ουρά και το πίσω μέρος του κεφαλιού του προστατεύονται με επιπρόσθετες κερατοειδείς φολίδες. Το δέρμα ανάμεσα στις φολίδες και ειδικά στη ράχη, είναι σκληρό. Οι Σκελιδόσαυροι ζουν είτε μοναχικά είτε κατά ζεύγη και δεν έχουν συγκεκριμένη περίοδο αναπαραγωγής. Σποραδικά πραγματοποιούν δυο γέννες ανά έτος, που περιλαμβάνουν 4 ή 5 αυγά η καθεμιά, ενώ ωριμάζουν 10 έτη μετά τον αποχωρισμό από τους γονείς τους. Τα ζώα αυτά μπορεί να φτάσουν σε πολύ μεγάλη ηλικία, μερικά πάνω από 200 ετών. Οι κερατοειδείς φολίδες στα ηλικιωμένα ζώα ενίοτε απορρίπτονται και αντικαθίστανται, ενώ
προστίθενται και νέες.
Συμπεριφορά και κατοικία: Ζει σε εξαιρετικά πυκνά ελώδη δάση, σε περιοχές με μαγκρόβια βλάστηση και σε εκβολές ποταμών, όπου βόσκει και τρέφεται με αγριόχορτα, υδρόφια φυτά, σκουλήκια και σαλιγκάρια. Είναι καλός, αν και αργός κολυμβητής. Μπορεί να καταδυθεί και να παραμείνει κάτω από το νερό αρκετά λεπτά, ενώ προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι βαδίζει στο βυθό των
ποταμών.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ''ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΩΝ''

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

ΣΤΕΓΟΣΑΥΡΟΣ - STEGOSAURUS

Στεγόσαυρος
Ζούσε στη Βόρεια Αμερική
Περιγραφή: Θωρακισμένος δεινόσαυρος
Μήκος: 8-10 μέτρα από το ρύγχος ως την ουρά
Διακριτικά χαρακτηριστικά: Ο μεγαλύτερος από τους «θωρακισμένους» δεινόσαυρους. Ο «αρματωμένος» δεινόσαυρος είναι ένα ογκώδες τετράποδο, γενικά πράσινου χρώματος, που χαρακτηρίζεται από πλατιές οστέινες πλάκες σε εναλλασσόμενη(ζικ ζακ) διπλή σειρά κατά μήκος της ράχης του. Η ουρά καταλήγει σε 4 αγκάθια και το ζώο μπορεί να τη κινεί πέρα δώθε. Οι Στεγόσαυροι ζουν σε μικρές οικογενειακές ομάδες υπό την αρχηγία μιας θηλυκής κυρίαρχης, παρ΄ ότι δεν έχουν τόσο αναπτυγμένη κοινωνική οργάνωση όσο τα σαυρόποδα. Οι ομάδες συναθροίζονται κάθε έτος στους τόπους ζευγαρώματος, όπου τα ζώα- και ειδικότερα τα αδέσμευτα αρσενικά- μετακινούνται ανάμεσα στις οικογενειακές ομάδες. Τα αρσενικά που βρίσκονται σε οίστρο έχουν χαρακτηριστικές ζωηρόχρωμες κηλίδες στο λάρυγγα. Τα πιο μεγαλόσωμα αρσενικά και θηλυκά φυλάνε τις φωλιές, καθεμιά από τις οποίες περιέχει 10-12 αυγά.
Συμπεριφορά και κατοικία: Το φιλήσυχο αυτό φυτοφάγο βόσκει τη χαμηλή μαλακή βλάστηση στις παρυφές των δασών και στις όχθες των ποταμών. Το ποδοπάτημα του εδάφους που συνεπάγεται η κίνηση των κοπαδιών των Στεγόσαυρων, συμπτωματικά δημιουργεί τις συνθήκες που απαιτούνται για την ανάπτυξη των νεαρών φυτών: οι Στεγόσαυροι κινούνται από τον ένα βοσκότοπο στον επόμενο, κάνοντας ένα κύκλο που διαρκεί 3 έως 6 μήνες, έτσι ώστε να υπάρχει πάντα άφθονη τροφή σε κάθε τόπο που φτάνει το κοπάδι. Ο Στεγόσαυρος τρώει επίσης ασπόνδυλα, μικρά θηλαστικά, αυγά και ενίοτε νεκρά ζώα. Όλα αυτά τα καταπίνει ολόκληρα και τα αλέθει σε ένα πρόλοβο που διαθέτει.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ''ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΩΝ''

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2008

ΚΕΡΑΤΟΣΑΥΡΟΣ - CERATOSAURUS

Κερατόσαυρος
Ζούσε στη Βόρεια Αμερική
Περιγραφή: Μικρόσωμο θηριόποδο
Μήκος: 4-7 μέτρα από το ρύγχος ως την ουρά
Διακριτικά χαρακτηριστικά: Κυνηγά κατά αγέλες και διακρίνεται για τα πολλά διακοσμητικά ποικίλματα στο κεφάλι.Πολλά είδη έχουν μεγάλα κέρατα στο ρύγχος και μπροστά ή πάνω από τις οφθαλμικές κόγχες. Στο ρινόκερο Κερατόσαυρο, τα κέρατα, ο λαιμός, η ράχη και η ουρά έχουν έντονο κόκκινο χρώμα. Τα πλευρά του έχουν θαμπό γκρι χρώμα και κόκκινες οριζόντιες ραβδώσεις. Ο κοντός, πανίσχυρος λαιμός και η ράχη του είναι θωρακισμένα με οστέινες φολίδες. Γενικά οι Κερατόσαυροι δεν έχουν φτέρωμα, εκτός από τα νεαρά και τα αρσενικά την εποχή του ζευγαρώματος, το οποίο επιδεικνύουν κατά τον ανταγωνισμό σε αρένες. Τα πολύ μεγάλα δόντια τους, ακόμη και για θηριόποδα και το πολύ μεγάλο άνοιγμα των σιαγόνων, τους επιτρέπουν να σκίζει εύκολα τις σάρκες των θυμάτων τους. Τα ζευγάρια είναι μόνιμα και επιστρέφουν κάθε έτος στους ίδιους τόπους φωλιάσματος. Οι γονείς φροντίζουν τα μικρά τους για μήνες μετά την εκκόλαψή τους, μαθαίνοντάς τα να κυνηγούν.
Συμπεριφορά και κατοικία: Κυνηγά σε ομάδες 3 ή 4 ζώων, που αποτελούνται συνήθως από άτομα του ενός μόνου φύλου. Προτιμά να στήνει ενέδρες παρά να καταδιώκει το θύμα του. Επιτίθεται σε Ιγκουανοδοντίδες, αν και ο ρινόκερος Κερατόσαυρος ειδικεύεται στο κυνήγι θωρακισμένων δεινόσαυρων, όπως του αρματομένου Στεγόσαυρου. Μερικά από τα πιο μεγαλόσωμα είδη Κερατόσαυρων κυνηγούν αποκλειστικλα σαυρόποδα. Για παράδειγμα, ο αφρικανικός πελώριος Κερατόσαυρος τρέφεται με γιγάντια σαυρόποδα όπως βραχιόσαυρους.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ''ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΩΝ''

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008

ΔΙΠΛΟΔΟΚΟΣ - DIPLODOCUS

Διπλόδοκος
Ζούσε στις ΗΠΑ
Μήκος: 20-30 μέτρα από το ρύγχος ως την ουρά
Διακριτικά χαρακτηριστικά: Εντύπωση προκαλεί το εξαιρετικά μεγάλο μήκος αυτού του δεινόσαυρου σε σχέση με τη κατασκευή του κορμού του. Περισσότερα από τα 2/3 του μήκους του είναι ο λαιμός και η ουρά του, τα οποία διατηρεί σε περίπου οριζόντια θέση. Ο Διπλόδοκος έχει μια σειρά από τριγωνικές πλάκες που εκτείνονται από το κεφάλι ως την ουρά. Αρσενικά και θηλυκά μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, παρ΄ ότι τα θηλυκά συνήθως είναι μεγαλύτερα. Έχουν χρώμα γκρι, το οποίο μεταλλάσσεται βαθμιαία σε κοκκινωπό ροζ στα πλευρά, στο κάτω μέρος του σώματος, στα άκρα, στο λαιμό και στο πρόσωπο. Ο λαιμός και η ουρά παρουσιάζουν ποικιλία σχεδίων με ροζ και γκρι ραβδώσεις. Το θηλυκό γεννά 20 έως 30 αυγά σε παράλληλα αυλάκια σκαμμένα στο έδαφος. Τα καλύπτει με βλάστηση και κοπριά, ενώ τα φυλάει ένα αρσενικό ή χαμηλής ιεραρχικής θέσης θηλυκό, που συγγενεύει με τη μητέρα.
Συμπεριφορά και κατοικία: Ζουν σε μεγάλες (20-100 άτομα) οικογενειακές ομάδες με αναπτυγμένη και αυστηρή κοινωνική ιεραρχία. Αρχηγός είναι μια ηλικιωμένη “βασίλισσα” με τους θηλυκούς στενούς συγγενείς της και ένα χαρέμι συζύγων. Τα θηλυκά ζουν από 100-120 έτη, ανάλογα με τη κοινωνική τους θέση, ενώ τα αρσενικά, δεν ζουν πάνω από ένα αιώνα. Οι αγέλες τους παραμένουν αδιαίρετες όλο το χρόνο. Είναι μεγαλύτερες όταν συναθροίζονται σε πεδιάδες, αν και μικρές ομάδες περιστασιακά, αναζητούν τροφή στα δάση.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ''ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΩΝ''