Ο τραγικός σεισμός που έπληξε τις επαρχίες Ούμπρια και Μάρκε στις 11.42 το πρωί της 6ης Σεπτεμβρίου 1997 προκάλεσε 13 θανάτους και 20.000 αστέγους. Εκτός από το ανθρώπινο δράμα, η Ιταλία θρήνησε και τις καταστροφές που υπέστη η βασιλική Σουπεριόρε στην Ασίζη, ένα από τα σπουδαιότερα δείγματα μεσαιωνικής τέχνης. Η κατάρρευση τμήματος της οροφής στοίχισε τις ζωές 4 Φραγκισκανών μοναχών, κατέστρεψε τις τοιχογραφίες που είχε φιλοτεχνήσει ο Τσιμάμπουε και έπληξε σοβαρά τη σταθερότητα του Σάκρο Κονβέντο. Ακόμη, δυο χρόνια αργότερα, χάρη στις εργασίες άμεσης αποκατάστασης (στις οποίες συμμετείχαν πολλοί εθελοντές) η βασιλική άνοιξε ξανά για το κοινό και η Ασίζη ήταν ικανή να συνεχίσει την παράδοση που την είχε μετατρέψει σε οικουμενικό κέντρο από τον 13ο αιώνα.
Ο Φραγκίσκος γεννήθηκε από ευκατάστατη οικογένεια στην Ασίζη το 1182. Το 1206, ενώ προσευχόταν, άκουσε τον Θεό να του ζητάει να ιδρύσει ένα εκκλησιαστικό σώμα. Μετά πάροδο μόλις δυο ετών είχε συγκεντρώσει τους πρώτους οπαδούς γύρω του, με τους οποίους εγκαταστάθηκε στο παρεκκλήσι Πορτσούνκολα. Εδώ ο Φραγκίσκος αφιέρωσε τον εαυτό του στη θεραπεία των λεπρών και στην εγκαθίδρυση μιας ιεραποστολής. Το 1233, το παπικό διάταγμα Solet annuere που εξέδωσε ο Ονώριος Γ΄ ενέκρινε τον κανόνα που πρότεινε την ίδρυση ενός νέου μοναστικού Φραγκισκανικού τάγματος. Το 1226, μετά από μια έντονα πολυάσχολη ζωή που ήταν αφιερωμένη στον ασκητισμό και στη φιλανθρωπία, ο Φραγκίσκος πέθανε σε ηλικία 44 ετών από σοβαρή ασθένεια.
Για τον Φραγκίσκο τα Πάθη του Χριστού ήταν ένα πρότυπο που ήθελε να μιμηθεί και για τον λόγο αυτό επέλεξε σαν τόπο ταφής του τον «λόφο του διαβόλου», όπου λάμβαναν χώρα αποκεφαλισμοί, δίπλα στην πόλη της Ασίζης. Το 1228, έτος της αγιοποίησής του, κατασκευάστηκε ένας ναός στον λόφο με εντολή του Πάπα Γρηγορίου Θ΄ προκειμένου να τοποθετηθούν τα λείψανά του, σε αντιγραφή του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ. Η σορός του αγίου τοποθετήθηκε κάτω από το ψηλό ιερό στο κέντρο του ναού σε ρωμανικό ρυθμό. Στη συνέχεια κατασκευάστηκε άλλος ένας ναός πάνω από τον ρωμανικό, αυτή τη φορά σε γοτθικό ρυθμό και οι δυο εγκαινιάστηκαν το 1253.
Η παράδοση αναφέρει ότι για τους πιο σημαντικούς τόπους λατρείας επιλέγονται ψηφιδωτές διακοσμήσεις, πάντως προς τιμή του κανόνα που υιοθετήθηκε από τον Άγιο Φραγκίσκο επελέγησαν, σε αντίθεση, «ταπεινές» τοιχογραφίες. Συμπτωματικά, οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες της περιόδου εργάζονταν στην Ασίζη κατά τον 13ο και 14ο αιώνα και η εργασία τους στον ναό εγκαινίασε μια νέα φάση στην ιταλική ζωγραφική η οποία επρόκειτο να φέρει επανάσταση στη μεσαιωνική ευρωπαϊκή τέχνη.
Στην Άνω Βασιλική, ο Φλωρεντινός ζωγράφος Τσιμάμπουε απεικόνισε τις ζωές των Αγίων Πέτρου και Παύλου στο βόρειο εγκάρσιο κλίτος του ναού, τη ζωή της Παρθένου στην αψίδα, πέντε σκηνές από την Αποκάλυψη και τη Σταύρωση στο νότιο εγκάρσιο κλίτος και τους 4 Ευαγγελιστές στις παρυφές του σταυρού πάνω από το ιερό. Στα τοπία πίσω από τους Ευαγγελιστές ο Τσιμάμπουε πρόσθεσε άποψη της Ασίζης για να συμβολίσει την περιοχή στην οποία οι Φραγκισκανοί κήρυξαν τον λόγο του Χριστού. Ο νεωτερισμός σε αυτούς τους ζωγραφικούς κύκλους ήταν η τρισδιάστατη εικόνα, χαρακτηριστικό που επεκτάθηκε στον νεαρό Τζιότο ο οποίος, ξεκινώντας το 1296, διακόσμησε το χαμηλότερο μέρος του κυρίως ναού με επεισόδια από τη ζωή του αγίου. Στη δεύτερη δεκαετία του 14ου αιώνα κατασκευάστηκαν μερικά παρεκκλήσια μέσα στον κυρίως ναό της Κάτω Βασιλικής που διακοσμήθηκαν από τον Σιμόνε Μαρτίνι και τον Πιέτρο Λορεντσέτι, ζωγράφους που προέρχονταν από τη σχολή της Σιένας.
Ενώ κατασκευαζόταν η Άνω Βασιλική, ο Γρηγόριος Θ΄ προώθησε επίσης την κατασκευή της μονής που βρίσκεται δίπλα. Οι πρώτοι Φραγκισκανοί έζησαν σε κελιά που κατασκευάστηκαν μέσα στους βράχους, αλλά στα μέσα του 15ου αιώνα το κτίριο έγινε έξω σε πιο οργανωμένη βάση. Η κατασκευή του Σάκρο Κονβέντο ολοκληρώθηκε στα τέλη του 15ου αιώνα χάρη στη γενναιοδωρία του Πάπα Σίξτου Δ΄, ο οποίος βεβαιώθηκε ότι το κτίριο ενισχύθηκε με δύο στερεές γωνιακές οχυρές θέσεις και ότι στη μονή κατασκευάστηκε μια ανοιχτή στοά. Ο Σίξτος Δ΄, που ανησυχούσε πολύ για την τύχη των λειψάνων του αγίου σε μια εποχή συχνών λεηλασιών, παρήγγειλε να κλειστεί με τοίχο το στενό πέρασμα προς την κρύπτη. Παρά το μέτρο αυτό, ο θησαυρός που είχε συσσωρευτεί με το πέρασμα των αιώνων από δωρεές πιστών έγινε πολλές φορές αντικείμενο κλοπών, η τελευταία από τις οποίες διαπράχθηκε από τον στρατό του Ναπολέοντα. Ό,τι απέμεινε από τον θησαυρό φυλάσσεται σήμερα στο μουσείο που βρίσκεται στο κοιμητήριο της μονής.
Ο Φραγκίσκος γεννήθηκε από ευκατάστατη οικογένεια στην Ασίζη το 1182. Το 1206, ενώ προσευχόταν, άκουσε τον Θεό να του ζητάει να ιδρύσει ένα εκκλησιαστικό σώμα. Μετά πάροδο μόλις δυο ετών είχε συγκεντρώσει τους πρώτους οπαδούς γύρω του, με τους οποίους εγκαταστάθηκε στο παρεκκλήσι Πορτσούνκολα. Εδώ ο Φραγκίσκος αφιέρωσε τον εαυτό του στη θεραπεία των λεπρών και στην εγκαθίδρυση μιας ιεραποστολής. Το 1233, το παπικό διάταγμα Solet annuere που εξέδωσε ο Ονώριος Γ΄ ενέκρινε τον κανόνα που πρότεινε την ίδρυση ενός νέου μοναστικού Φραγκισκανικού τάγματος. Το 1226, μετά από μια έντονα πολυάσχολη ζωή που ήταν αφιερωμένη στον ασκητισμό και στη φιλανθρωπία, ο Φραγκίσκος πέθανε σε ηλικία 44 ετών από σοβαρή ασθένεια.
Για τον Φραγκίσκο τα Πάθη του Χριστού ήταν ένα πρότυπο που ήθελε να μιμηθεί και για τον λόγο αυτό επέλεξε σαν τόπο ταφής του τον «λόφο του διαβόλου», όπου λάμβαναν χώρα αποκεφαλισμοί, δίπλα στην πόλη της Ασίζης. Το 1228, έτος της αγιοποίησής του, κατασκευάστηκε ένας ναός στον λόφο με εντολή του Πάπα Γρηγορίου Θ΄ προκειμένου να τοποθετηθούν τα λείψανά του, σε αντιγραφή του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ. Η σορός του αγίου τοποθετήθηκε κάτω από το ψηλό ιερό στο κέντρο του ναού σε ρωμανικό ρυθμό. Στη συνέχεια κατασκευάστηκε άλλος ένας ναός πάνω από τον ρωμανικό, αυτή τη φορά σε γοτθικό ρυθμό και οι δυο εγκαινιάστηκαν το 1253.
Η παράδοση αναφέρει ότι για τους πιο σημαντικούς τόπους λατρείας επιλέγονται ψηφιδωτές διακοσμήσεις, πάντως προς τιμή του κανόνα που υιοθετήθηκε από τον Άγιο Φραγκίσκο επελέγησαν, σε αντίθεση, «ταπεινές» τοιχογραφίες. Συμπτωματικά, οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες της περιόδου εργάζονταν στην Ασίζη κατά τον 13ο και 14ο αιώνα και η εργασία τους στον ναό εγκαινίασε μια νέα φάση στην ιταλική ζωγραφική η οποία επρόκειτο να φέρει επανάσταση στη μεσαιωνική ευρωπαϊκή τέχνη.
Στην Άνω Βασιλική, ο Φλωρεντινός ζωγράφος Τσιμάμπουε απεικόνισε τις ζωές των Αγίων Πέτρου και Παύλου στο βόρειο εγκάρσιο κλίτος του ναού, τη ζωή της Παρθένου στην αψίδα, πέντε σκηνές από την Αποκάλυψη και τη Σταύρωση στο νότιο εγκάρσιο κλίτος και τους 4 Ευαγγελιστές στις παρυφές του σταυρού πάνω από το ιερό. Στα τοπία πίσω από τους Ευαγγελιστές ο Τσιμάμπουε πρόσθεσε άποψη της Ασίζης για να συμβολίσει την περιοχή στην οποία οι Φραγκισκανοί κήρυξαν τον λόγο του Χριστού. Ο νεωτερισμός σε αυτούς τους ζωγραφικούς κύκλους ήταν η τρισδιάστατη εικόνα, χαρακτηριστικό που επεκτάθηκε στον νεαρό Τζιότο ο οποίος, ξεκινώντας το 1296, διακόσμησε το χαμηλότερο μέρος του κυρίως ναού με επεισόδια από τη ζωή του αγίου. Στη δεύτερη δεκαετία του 14ου αιώνα κατασκευάστηκαν μερικά παρεκκλήσια μέσα στον κυρίως ναό της Κάτω Βασιλικής που διακοσμήθηκαν από τον Σιμόνε Μαρτίνι και τον Πιέτρο Λορεντσέτι, ζωγράφους που προέρχονταν από τη σχολή της Σιένας.
Ενώ κατασκευαζόταν η Άνω Βασιλική, ο Γρηγόριος Θ΄ προώθησε επίσης την κατασκευή της μονής που βρίσκεται δίπλα. Οι πρώτοι Φραγκισκανοί έζησαν σε κελιά που κατασκευάστηκαν μέσα στους βράχους, αλλά στα μέσα του 15ου αιώνα το κτίριο έγινε έξω σε πιο οργανωμένη βάση. Η κατασκευή του Σάκρο Κονβέντο ολοκληρώθηκε στα τέλη του 15ου αιώνα χάρη στη γενναιοδωρία του Πάπα Σίξτου Δ΄, ο οποίος βεβαιώθηκε ότι το κτίριο ενισχύθηκε με δύο στερεές γωνιακές οχυρές θέσεις και ότι στη μονή κατασκευάστηκε μια ανοιχτή στοά. Ο Σίξτος Δ΄, που ανησυχούσε πολύ για την τύχη των λειψάνων του αγίου σε μια εποχή συχνών λεηλασιών, παρήγγειλε να κλειστεί με τοίχο το στενό πέρασμα προς την κρύπτη. Παρά το μέτρο αυτό, ο θησαυρός που είχε συσσωρευτεί με το πέρασμα των αιώνων από δωρεές πιστών έγινε πολλές φορές αντικείμενο κλοπών, η τελευταία από τις οποίες διαπράχθηκε από τον στρατό του Ναπολέοντα. Ό,τι απέμεινε από τον θησαυρό φυλάσσεται σήμερα στο μουσείο που βρίσκεται στο κοιμητήριο της μονής.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ''UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου