Οι όχθες του Σηκουάνα στο Παρίσι (Γαλλία)
Όταν κάποιος φτάσει στο Παρίσι για πρώτη φορά, έχει την αίσθηση ότι βλέπει έναν μοναδικό μεγαλοπρεπή σχεδιασμό μιας πόλης: φαίνεται ότι το Ιλ ντε λα Σιτέ, ο δρόμος που οδηγεί από την Αψίδα του Θριάμβου στο Λούβρο μέσω του Σανζ Ελιζέ και της Τουιλερί, οι όχθες του Σηκουάνα και ο Πύργος του Άιφελ δημιουργήθηκαν από έναν μοναδικό εκλεκτικό νου. Στην πραγματικότητα, το Παρίσι είναι αποτέλεσμα 7 αιώνων ανακαινίσεων, επέκτασης και ανακατασκευής. Ανεξαρτήτως αυτού, υπήρχε πράγματι ένα πρόσωπο πίσω από την ιδέα της «πολιτιστικής» ταυτότητας: ο Ζορζ Οσμάν. Γεννημένος το 1809 σε ένα μικρό σπίτι της οδού Φομπούρ ντε λα Ρουλ, ο Οσμάν επρόκειτο να γίνει αυτός που θα σχεδίαζε την πόλη για τον Ναπολέοντα Γ΄. Σαν νομάρχης του τμήματος του Σηκουάνα μεταξύ 1853 και 1870 μεταμόρφωσε τη γαλλική πρωτεύουσα στην περίφημη «Πόλη του Φωτός».
Κατά τους πρώτους π.χ. αιώνες, η κελτική φυλή των Παρίζι εγκαταστάθηκε γύρω από τις όχθες του Σηκουάνα, όμως η πόλη δεν χτίστηκε παρά μόνο μετά το 52 π.χ. όταν ο Καίσαρ ίδρυσε τη ρωμαϊκή πόλη Λουτετία. Όταν ο Ιουλιανός Β΄(ο Αποστάτης) ανακηρύχθηκε αυτοκράτωρ το 360 μ.Χ. η πόλη μετονομάστηκε «Παρίσι» από τους πρώτους κατοίκους της. Πάντως, μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δέχτηκε επιδρομές από τους Βίκινγκς και από βαρβαρικά φύλα, αποδεκατίστηκε από επιδημίες και καταστράφηκε από λεηλασίες. Τα ρωμαϊκά κτίρια κατεδαφίστηκαν για να χτιστεί ένα περιτειχισμένο οχύρωμα γύρω από το Ιλ ντε λα Σιτέ, όπου οι κάτοικοι μπορούσαν να αναζητήσουν καταφύγιο.
Με τη βασιλεία του Φίλιππου Αυγούστου τον 12ο αιώνα η πόλη άρχισε να ευημερεί. Το Ιλ ντε λα Σιτέ, η μικρή νησίδα στην καρδιά του Σηκουάνα, περιέχει δύο εξαιρετικά σημεία αυτής της περιόδου, τον καθεδρικό ναό της Νοτρ Νταμ και το Σεν Σαπέλ, αριστουργήματα και τα δύο της γοτθικής τέχνης. Το 1163, ο Πάπας Αλέξανδρος Γ΄ έθεσε τον θεμέλιο λίθο της Νοτρ Νταμ και ξεκίνησαν οι εργασίες που χρειάστηκαν 170 χρόνια για να ολοκληρωθούν. Ο καθεδρικός ναός έχει μήκος 130 μέτρα και στηρίζεται σε αντερείσματα που βρίσκονται σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, ενώ το αέτωμα έχει στις πλευρές δύο πύργους ύψους περίπου 70 μέτρων. Πίσω από το φαρδύ εγκάρσιο κλίτος του ναού – που περιστοιχίζεται από σπείρα ύψους 90 μέτρων – υπάρχει το σκαλιστό ξύλινο εκκλησιαστικό χοροστάσιο από τον 18ο αιώνα που περιβάλλεται από πέτρινο κιγκλίδωμα το οποίο επιφορτίστηκε να κατασκευάσει ο Ζαν Ραβί πριν από 400 χρόνια για να προστατεύει τις λειτουργίες από τον θόρυβο που έκαναν οι πιστοί. Το εσωτερικό, με έναν κυρίως ναό και δύο διαδρόμους, είναι διακοσμημένο με εικόνες και γλυπτά από διαφορετικές περιόδους. Τα πλαϊνά παρεκκλήσια διαθέτουν εικόνες τις οποίες παρήγγειλαν εταιρίες του Παρισιού κατά τον 17ο και 18ο αιώνα σε καλλιτέχνες όπως ο Σαρλ Λε Μπρουν. Το άγαλμα της Παρθένου με το Βρέφος, στην οποία είναι αφιερωμένη η Νοτρ-Νταμ, βρίσκεται δίπλα από το εγκάρσιο κλίτος του ναού. Το 1248 ο Λουδοβίκος Θ΄ κατασκεύασε το Σεν Σαπέλ κοντά στη Νοτρ Νταμ, για να τοποθετηθούν εκεί τα άγια κειμήλια του Χριστού, περιλαμβανομένου του ακάνθινου στεφάνου τον οποίο ο βασιλιάς είχε αγοράσει από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Οι γραμμές του καθεδρικού ναού που εκτείνονται προς τον ουρανό, τα 15 υπέροχα υαλογραφήματα (βιτρό) στα παράθυρα του άνω παρεκκλησίου που φωτίζουν σκηνές από τη Βίβλο και τα Ευαγγέλια, τα τεράστια παράθυρα σε σχήμα και χρώμα τριαντάφυλλου και οι σκαλιστές ξύλινες μορφές των αποστόλων του έδωσαν την προσωνυμία «Πύλη του Παραδείσου».
Το Παρίσι παραμελήθηκε από τους Γάλλους μονάρχες μέχρις ότου ο Φραγκίσκος Α΄ αποφάσισε ότι χρειαζόταν ένα ανάκτορο αντάξιο μιας πρωτεύουσας. Έτσι, το 1546 άρχισε η κατασκευή του Λούβρου, μια υπόθεση που επρόκειτο να διαρκέσει περισσότερο από 3 αιώνες και να εμπλακούν σε αυτή περισσότεροι από 7 άρχοντες. Μετά τον Φραγκίσκο Α΄, ο οποίος εμπιστεύτηκε τις εργασίες στον Πιέρ Λεσκό, ήλθε η βασίλισσα Αικατερίνη των Μεδίκων που κατασκεύασε το ανάκτορο Τουιλερί. Ακολούθως άφησαν τα σημάδια τους ο Ερρίκος Δ΄, ο Λουδοβίκος ΙΒ΄, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ (ο οποίος μετέφερε τη βασιλική κατοικία στις Βερσαλλίες), ο Ναπολέων Α΄ και ο Ναπολέων Γ΄. Παρά την αγάπη του για τις Βερσαλλίες, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ είχε ίσως τη μεγαλύτερη επιρροή στην κατασκευή του Λούβρου. Αναγνωρίζοντας την ανάγκη αναθεώρησης του ρυθμού στο ανάκτορο, ζήτησε από τον Τζαν Λορέντζο Μπερνίνι, η φήμη του οποίου σαν νεωτεριστή είχε ξεφύγει από τα όρια της Ιταλίας, να έλθει στο Παρίσι για να πραγματοποιήσει μεγάλες αλλαγές στο ανάκτορο.
Ο αρχιτέκτων αποφάσισε να ανακατασκευάσει την πρόσοψη αλλά παρουσίασε σχέδια που δεν ήταν πειστικά. Μετά την τελετή της τοποθέτησης του θεμέλιου λίθου, ο Μπερνίνι επέστρεψε στη Ρώμη και τα σχέδιά του άλλαξαν ριζικά. Στη συνέχεια τα έργο ανατέθηκε στον Κλοντ Περό, ο οποίος σχεδίασε την κιονοστοιχία που περιβάλλει τα υπάρχοντα κτίρια για να δώσει στο Λούβρο την υπέροχη αίσθηση της αρμονικής συμφωνίας.
Ο 17ος αιώνας ήταν ο χρυσός αιώνας της πόλης. Μεταξύ 1671 και 1676, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ κατασκεύασε το «Ξενοδοχείο των Αναπήρων» στην άλλη όχθη του Σηκουάνα για να στεγάσει ηλικιωμένους και ανήμπορους βετεράνους. Λίγο πριν από αυτό, ο καρδινάλιος Μαζαρίνος ίδρυσε το Συμβούλιο των 4 Εθνών, σήμερα έδρα του Γαλλικού Ινστιτούτου και των εθνικών ακαδημιών. Η οδός και η πλατεία Ντοφέν χρονολογούνται επίσης από αυτή την περίοδο και το έργο για την μετατροπή του Ιλ ντε Σεν Λουί, νοτίως του Ιλ ντε Λα Σιτέ, σε κατοικήσιμη περιοχή ολοκληρώθηκε περίπου το 1650.
Στα μέσα του 18ου αιώνα ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ προσέβαλε τον Ζακ Ανζ Γκαμπριέλ για να κατασκευάσει την πλατεία Ομονοίας (Πλας ντε λα Κονκόρντ) και τη Στρατιωτική Σχολή. Απέναντι από αυτά, μια μεγάλη πλατεία, το Πεδίο του Άρεως, εκτεινόταν μέχρι τον Σηκουάνα και επρόκειτο να γίνει ο τόπος εορτασμών της Γαλλίας. Η Γαλλική Επανάσταση σηματοδότησε μια απότομη παύση στα σχέδια ανάπτυξης του Παρισιού, όμως ο Ναπολέων συνέχισε αμέσως την κληρονομιά που είχαν αφήσει οι προκάτοχοί του. Την εποχή εκείνη οι όχθες του Σηκουάνα ήταν γεμάτες με γραφικά πλεούμενα κάθε είδους, αποθήκες και ανεμόμυλους. Ο αυτοκράτωρ καθόρισε πως θα γίνεται η κίνηση στον ποταμό και κατασκεύασε πέτρινες προβλήτες, αυτό όμως ήταν απλώς η αρχή των σχεδίων του για την πόλη. Κατασκεύασε τη Μαντλέν που επρόκειτο να αντικρίζει μια ακριβώς πανομοιότυπη εκκλησία στην άλλη πλευρά της όχθης. Σχεδίασε εκ νέου την Πλατεία Ομονοίας και χάραξε την οδό Ριβολί ώστε να ακολουθεί τον Σηκουάνα από τη Βαστίλη, σύμβολο της επανάστασης, μέχρι την πλατεία Ετουάλ. Εδώ, το 1805, μετά τη νικηφόρο μάχη στο Αούστερλιτς, άρχισαν οι εργασίες για την Αψίδα του Θριάμβου, ένα από τα λαμπρότερα μνημεία του Παρισιού. Προκειμένου να υπάρξει ανετότερη σύνδεση και διάβαση του ποταμού κατασκευάστηκαν μεγάλες γέφυρες πάνω από τον Σηκουάνα, η γέφυρα του Αούστερλιτς και η γέφυρα της Ιένα παράλληλα με την Ποντ Νεφ.
Ο Ναπολέων έθεσε τη σφραγίδα του σε αυτό που ήταν ήδη μια μεγάλη μητρόπολη με πληθυσμό 500.000 κατοίκους. Ανεξαρτήτως αυτού, ο Ναπολέων Γ΄ ήταν εκείνος ο οποίος στη διάρκεια του μέσου του αιώνα διέταξε την επανάσταση στον σχεδιασμό της πόλης που θα έδινε στο Παρίσι την αθάνατη γοητεία του. Ένας από τους λόγους που τον ώθησαν στην απόφασή του ήταν ο φόβος ότι ο πληθυσμός με την κλίση του για μαζικές εξεγέρσεις θα μπορούσε πάλι να επαναστατήσει κατά των ηγετών του. Μια πόλη με μεγάλες και πλατιές λεωφόρους θα του επέτρεπε να συγκεντρώσει τον στρατό του για να υπερασπιστεί τη μοναρχία. Ο Οσμάν, που πείστηκε και ανέλαβε την επίβλεψη του νέου σχεδίου, δημιούργησε τον δρόμο που οδηγούσε από τη λεωφόρο Ιλ ντε λα Σιτέ, μεταμόρφωσε την πλατεία Σατελέ και κατεδάφισε ολόκληρα τμήματα της πόλης για να δημιουργηθεί χώρος για τις σημαντικότερες λεωφόρους που διασχίζουν το Παρίσι.
Μετά τη θριαμβευτική ανακαίνιση του Οσμάν, στα τέλη του 19ου αιώνα το Παρίσι ήταν μεγάλο και εξαιρετικά υπέροχο για να γίνει πρωτεύουσα του κόσμου. Το εμπόριο άρχισε να ανθίζει και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός επέλεξε το Παρίσι για καταφύγιό του. Η παγκόσμια Έκθεση το 1889 πραγματοποιήθηκε σε ανάμνηση των 100 χρόνων από τη Γαλλική Επανάσταση, καθώς επίσης και για την αναβίωση της πόλεως. Για την περίσταση αυτή σχεδιάστηκε να εορταστεί η δεξιοτεχνία στη μηχανική της δημοκρατικής Γαλλίας. Οι Μορίς Κεσλίν και Εμίλ Νουζιέ από την κατασκευαστική εταιρία του Γουσταύου Άιφελ κατάρτισαν τα σχέδια για έναν πύργο ύψους περίπου 305 μέτρων ο οποίος επρόκειτο να κατασκευαστεί εκεί που τελείωνε το Πεδίο του Άρεως ,αποκλειστικά και μόνο για όσο θα διαρκούσε η έκθεση. Παρ’ όλα αυτά, ο κόσμος εξοργίστηκε με το σχέδιο αυτό. Μια μεγάλη ομάδα διανοουμένων υπέγραψε μια αναφορά σε μια προσπάθεια να σταματήσει η κατασκευή του, όμως ο πύργος του Άιφελ, με την ισχυρή υποστήριξη του ίδιου του Γουσταύου κατασκευάστηκε και εγκαινιάστηκε την Κυριακή 31 Μαρτίου 1889. Και έτσι παρέμεινε εκεί, έμβλημα του εκσυγχρονισμού με τους 11.000 τόνους από σίδερο, με το ενδιαφέρον και πρωτότυπο ανακάτεμα των δοκών στήριξής του και την εργασία στο πλέγμα των σιδηροκατασκευών του, που ήταν πρωτότυπη εφεύρεση απλώς και μόνο για τη στήριξη και την ισορροπία της ογκώδους κατασκευής.
Στις πιο σύγχρονες εποχές κατασκευάστηκαν στο Παρίσι νέα τεράστια έργα, κυρίως από τον Φρανσουά Μιτεράν, με κτίρια που στεγάζουν την Εθνική Βιβλιοθήκη, τη γυάλινη Πυραμίδα στην είσοδο του Λούβρου και την επέκτασή της οπτικής ευθείας από το Λούβρο μέχρι την Αψίδα του Θριάμβου και την τεράστια Αψίδα της Άμυνας. Τα σχέδια αυτά συνέχισαν τη χιλιετή παράδοση του Παρισιού και ανανέωσαν το μεγαλείο της Πόλης του Φωτός.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ''UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου