Ένα έγγραφο του 10ου αιώνα αναφέρει πως ήλθε η λατρεία του Αγίου Μιχαήλ στον κόλπο που καθορίζει τα όρια μεταξύ Βρετάνης και Νορμανδίας. Σύμφωνα με τη Reveletio ecclesiae sancti Michaelis (Αποκάλυψη της εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ), κατά το έτος 709 ο Αρχάγγελος Μιχαήλ εμφανίστηκε σε ένα όνειρο στον Ομπέρ, επίσκοπο της Αβράνς, άγγιξε το μέτωπό του με το δάχτυλό του και τον διέταξε να κατασκευάσει έναν ναό στον λόφο που είναι γνωστός σαν Μον Τομ και βρισκόταν στο δάσος του Σισί. Κατά την περίοδο αυτή συνέβησαν τα γεωλογικά φαινόμενα που προκάλεσαν την καταβύθιση του εδάφους και κατά συνέπεια την κάλυψή του από τη θάλασσα και τη δημιουργία κατ’ αυτό τον τρόπο των δύο νησιών του Μον Σεν Μισέλ και του Τομπελέν.
Δύο αιώνες αργότερα, ο δούκας Ριχάρδος Α΄ της Νορμανδίας ανέθεσε σε 12 Βενεδικτίνους μοναχούς από το Σεν Βαντρίλ την ίδρυση μιας μονής εκεί όπου ο Ομπέρ είχε κατασκευάσει τον ναό της Νοτρ Νταμ Σου Τερ. Το 1023 ξεκίνησε η κατασκευή του κυρίως ναού του αβαείου με το εγκάρσιο κλίτος του στην κορυφή του νησιού και οι Βενεδικτίνοι δημιούργησαν μια κοινότητα εξαιρετικής πνευματικής προσφοράς. Ο λοφίσκος δεν ανήκει ούτε στην ξηρά ούτε στη θάλασσα, απειλείται αλλά ταυτόχρονα προστατεύεται από τα στοιχεία της φύσεως και συνεπώς αποτελεί τέλειο καταφύγιο για οποιονδήποτε θα μπορούσε να τον προσεγγίσει. Η ειρήνη που βασίλευε στο νησί ήταν ιδανική για προσήλωση στα θεϊκά μυστήρια.
Τμήμα του αβαείου καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1204 και αντικαταστάθηκε από το περίφημο κτίριο που είναι γνωστό σαν Λα Μερβέιγ (το Θαύμα). Διαθέτει 3 ορόφους, διαιρείται σε δύο παρακείμενα τμήματα και βλέπει τη θάλασσα προς βορρά της εκκλησίας. Ο πιο χαμηλός από τους 3 ορόφους, το ισόγειο, ήταν εκείνος όπου βρισκόταν η αποθήκη τροφίμων και η τραπεζαρία για τους προσκυνητές. Στον πρώτο όροφο υπήρχε η τραπεζαρία για τους επισκέπτες με καλή κοινωνική θέση και το γραφείο της μονής, που αργότερα ονομάστηκε «Αίθουσα των Ιπποτών» και στο οποίο οι μοναχοί παρήγαγαν τους φωτισμένους κώδικές τους. Στον τελευταίο όροφο, η τραπεζαρία των μοναχών συνδεόταν με τη μονή που περιλάμβανε έναν κρεμαστό κήπο, ο οποίος περιβαλλόταν από τοξωτές στοές που στηρίζονταν σε κίονες διακοσμημένους με θέματα από άνθη. Ο συμβολισμός της αρχιτεκτονικής παράστασης είναι ξεκάθαρος. Οι 3 όροφοι αντιστοιχούν στα τρία επίπεδα του ανθρώπου: Το κατώτερο αναφέρεται στις υλικές ενασχολήσεις, το μεσαίο στην πολυμάθεια και το ανώτερο σημαίνει επικοινωνία με τον Θεό.
Το Μον Σεν Μισέλ, που εθεωρείτο ότι ήταν η γήινη αναπαράσταση της ουράνιας Ιερουσαλήμ στη διάρκεια του τέλους του Μεσαίωνα, έγινε τόπος προσκυνήματος, πολλές φορές ενέπνευσε την αφοσίωση των κυβερνητών και αργότερα έγινε έμβλημα της γαλλικής εθνικής ενότητας. Το 1346, στη διάρκεια του Εκατονταετούς Πολέμου, οι Άγγλοι κατέλαβαν το κοντινό νησί Τομπελέν. Μια γρήγορη συνθήκη έφερε την ειρήνη, όμως το 1417 επέστρεψαν για να απειλήσουν την ηπειρωτική Γαλλία. Το 1426 άρχισαν την πολιορκία της μονής που την υπερασπίζονταν μόνο 119 ιππότες υπό την ηγεσία του Λουδοβίκου ντ’ Εστουτεβίλ. Με τη βοήθεια των μοναχών, το οχυρό άντεξε μέχρι το 1450 όταν οι Άγγλοι εγκατέλειψαν το Τομπελέν και η Νορμανδία απελευθερώθηκε. Στο τέλος του Εκατονταετούς Πολέμου ο Γάλλος βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΑ΄ ίδρυσε το Τάγμα των Ιπποτών του Σεν Μισέλ και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έγινε ο προστάτης άγιος της Γαλλίας. Στη διάρκεια της μακράς πολιορκίας κατέρρευσε το εκκλησιαστικό χοροστάσιο του ναού και όταν επανήλθε η ειρήνη κατασκευάστηκε εκ νέου σε γοτθικό ρυθμό. Με την προσθήκη αυτή, το αβαείο αποτέλεσε υπέροχη αναφορά σε όλους τους μεσαιωνικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς.
Το 1790 οι μοναχοί εγκατέλειψαν το Μον Σεν Μισέλ, το οποίο οι βασιλείς χρησιμοποίησαν ως φυλακή πολιτικών κρατουμένων σε ολόκληρο τον 18ο αιώνα. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο λόφος τέθηκε επισήμως υπό τη διοίκηση των δικαστικών αρχών που επόπτευαν τις φυλακές και χρησιμοποιήθηκε σαν φυλακή κοινών εγκληματιών. Η τύχη του αβαείου φαινόταν αβέβαιη, όμως την ύπαρξή του υπερασπίστηκαν σφοδρά σημαντικοί διανοούμενοι, όπως ο Βίκτωρ Ουγκώ. Πάντως, ο λόφος έπρεπε να περιμένει μέχρι το 1863, οπότε με διάταγμα του Ναπολέοντα Γ΄ απώλεσε τον χαρακτήρα της φυλακής.
Το 1874, το Μον Σεν Μισέλ καταγράφηκε ως γαλλικό ιστορικό μνημείο και αναλήφθηκαν εκτεταμένες επισκευές που περιέλαβε επίσης τα σπίτια του μεσαιωνικού χωριού που είχε αναπτυχθεί στην άκρη του αβαείου. Τρία χρόνια αργότερα κατασκευάστηκε ένας υπερυψωμένος δρόμος για να συνδέσει το νησί με την ενδοχώρα και έτσι οι τουρίστες που έχουν αντικαταστήσει τους προσκυνητές δεν χρειάζεται πλέον να φοβούνται και να κινδυνεύουν από τις παλίρροιες.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ»
Δύο αιώνες αργότερα, ο δούκας Ριχάρδος Α΄ της Νορμανδίας ανέθεσε σε 12 Βενεδικτίνους μοναχούς από το Σεν Βαντρίλ την ίδρυση μιας μονής εκεί όπου ο Ομπέρ είχε κατασκευάσει τον ναό της Νοτρ Νταμ Σου Τερ. Το 1023 ξεκίνησε η κατασκευή του κυρίως ναού του αβαείου με το εγκάρσιο κλίτος του στην κορυφή του νησιού και οι Βενεδικτίνοι δημιούργησαν μια κοινότητα εξαιρετικής πνευματικής προσφοράς. Ο λοφίσκος δεν ανήκει ούτε στην ξηρά ούτε στη θάλασσα, απειλείται αλλά ταυτόχρονα προστατεύεται από τα στοιχεία της φύσεως και συνεπώς αποτελεί τέλειο καταφύγιο για οποιονδήποτε θα μπορούσε να τον προσεγγίσει. Η ειρήνη που βασίλευε στο νησί ήταν ιδανική για προσήλωση στα θεϊκά μυστήρια.
Τμήμα του αβαείου καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1204 και αντικαταστάθηκε από το περίφημο κτίριο που είναι γνωστό σαν Λα Μερβέιγ (το Θαύμα). Διαθέτει 3 ορόφους, διαιρείται σε δύο παρακείμενα τμήματα και βλέπει τη θάλασσα προς βορρά της εκκλησίας. Ο πιο χαμηλός από τους 3 ορόφους, το ισόγειο, ήταν εκείνος όπου βρισκόταν η αποθήκη τροφίμων και η τραπεζαρία για τους προσκυνητές. Στον πρώτο όροφο υπήρχε η τραπεζαρία για τους επισκέπτες με καλή κοινωνική θέση και το γραφείο της μονής, που αργότερα ονομάστηκε «Αίθουσα των Ιπποτών» και στο οποίο οι μοναχοί παρήγαγαν τους φωτισμένους κώδικές τους. Στον τελευταίο όροφο, η τραπεζαρία των μοναχών συνδεόταν με τη μονή που περιλάμβανε έναν κρεμαστό κήπο, ο οποίος περιβαλλόταν από τοξωτές στοές που στηρίζονταν σε κίονες διακοσμημένους με θέματα από άνθη. Ο συμβολισμός της αρχιτεκτονικής παράστασης είναι ξεκάθαρος. Οι 3 όροφοι αντιστοιχούν στα τρία επίπεδα του ανθρώπου: Το κατώτερο αναφέρεται στις υλικές ενασχολήσεις, το μεσαίο στην πολυμάθεια και το ανώτερο σημαίνει επικοινωνία με τον Θεό.
Το Μον Σεν Μισέλ, που εθεωρείτο ότι ήταν η γήινη αναπαράσταση της ουράνιας Ιερουσαλήμ στη διάρκεια του τέλους του Μεσαίωνα, έγινε τόπος προσκυνήματος, πολλές φορές ενέπνευσε την αφοσίωση των κυβερνητών και αργότερα έγινε έμβλημα της γαλλικής εθνικής ενότητας. Το 1346, στη διάρκεια του Εκατονταετούς Πολέμου, οι Άγγλοι κατέλαβαν το κοντινό νησί Τομπελέν. Μια γρήγορη συνθήκη έφερε την ειρήνη, όμως το 1417 επέστρεψαν για να απειλήσουν την ηπειρωτική Γαλλία. Το 1426 άρχισαν την πολιορκία της μονής που την υπερασπίζονταν μόνο 119 ιππότες υπό την ηγεσία του Λουδοβίκου ντ’ Εστουτεβίλ. Με τη βοήθεια των μοναχών, το οχυρό άντεξε μέχρι το 1450 όταν οι Άγγλοι εγκατέλειψαν το Τομπελέν και η Νορμανδία απελευθερώθηκε. Στο τέλος του Εκατονταετούς Πολέμου ο Γάλλος βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΑ΄ ίδρυσε το Τάγμα των Ιπποτών του Σεν Μισέλ και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έγινε ο προστάτης άγιος της Γαλλίας. Στη διάρκεια της μακράς πολιορκίας κατέρρευσε το εκκλησιαστικό χοροστάσιο του ναού και όταν επανήλθε η ειρήνη κατασκευάστηκε εκ νέου σε γοτθικό ρυθμό. Με την προσθήκη αυτή, το αβαείο αποτέλεσε υπέροχη αναφορά σε όλους τους μεσαιωνικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς.
Το 1790 οι μοναχοί εγκατέλειψαν το Μον Σεν Μισέλ, το οποίο οι βασιλείς χρησιμοποίησαν ως φυλακή πολιτικών κρατουμένων σε ολόκληρο τον 18ο αιώνα. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο λόφος τέθηκε επισήμως υπό τη διοίκηση των δικαστικών αρχών που επόπτευαν τις φυλακές και χρησιμοποιήθηκε σαν φυλακή κοινών εγκληματιών. Η τύχη του αβαείου φαινόταν αβέβαιη, όμως την ύπαρξή του υπερασπίστηκαν σφοδρά σημαντικοί διανοούμενοι, όπως ο Βίκτωρ Ουγκώ. Πάντως, ο λόφος έπρεπε να περιμένει μέχρι το 1863, οπότε με διάταγμα του Ναπολέοντα Γ΄ απώλεσε τον χαρακτήρα της φυλακής.
Το 1874, το Μον Σεν Μισέλ καταγράφηκε ως γαλλικό ιστορικό μνημείο και αναλήφθηκαν εκτεταμένες επισκευές που περιέλαβε επίσης τα σπίτια του μεσαιωνικού χωριού που είχε αναπτυχθεί στην άκρη του αβαείου. Τρία χρόνια αργότερα κατασκευάστηκε ένας υπερυψωμένος δρόμος για να συνδέσει το νησί με την ενδοχώρα και έτσι οι τουρίστες που έχουν αντικαταστήσει τους προσκυνητές δεν χρειάζεται πλέον να φοβούνται και να κινδυνεύουν από τις παλίρροιες.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου