H πτώση του Μπατίστα και η επικράτηση στην Κούβα του Κινήματος της 26ης Ιουλίου 1953, επικεφαλής του οποίου ήταν ο Φιντέλ Κάστρο Ρους, στάθηκε για πάνω από μισόν αιώνα μόνιμος πονοκέφαλος για τις ΗΠΑ. Στο πρώτο στάδιο του νέου καθεστώτος κυριάρχησε σταδιακή κατάργηση του καπιταλισμού, εκκαθάριση των υπολειμμάτων του Μπατίστα στον στρατό, κατάργηση των εργατικών συνδικάτων και των πολιτικών κομμάτων, τη θέση των οποίων κατέλαβαν νέοι θεσμοί. H δήμευση όμως εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων που ανήκαν στις ΗΠΑ και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις προκάλεσε αντίμετρα από την αμερικανική κυβέρνηση, ανάμεσα στα οποία και η αποτυχημένη εισβολή κουβανών αυτοεξορίστων από τις ΗΠΑ στον Κόλπο των Χοίρων της Κεντρικής και Νότιας Κούβας.
Ανάμεσα στις πολλές απόπειρες δολοφονίας του Κάστρο, η εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων αλλά και η εγκατάσταση σοβιετικών πυραύλων στο έδαφος της Κούβας το 1962 ήταν οι αιτίες της μεγαλύτερης έντασης που παρατηρήθηκε ποτέ στις αμερικανοσοβιετικές σχέσεις οδηγώντας, στη δεύτερη περίπτωση, ως τα πρόθυρα του πολέμου. Ο Κάστρο αποκατέστησε το 1960 διπλωματικές σχέσεις με τη Σοβιετική Ενωση, η οποία αποτέλεσε έκτοτε τον βασικότερο συνεργάτη στο εμπόριο και την κυριότερη πηγή κεφαλαίων και στρατιωτικών προμηθειών για την Κούβα.
Με τον Ψυχρό Πόλεμο στο απόγειό του οι ΗΠΑ αναγνώρισαν στον Κάστρο και στο καθεστώς του την επιλογή μιας πολιτικής που συνιστούσε μόνιμη απειλή και πηγή ανησυχίας για την ειρήνη στην περιοχή. Κατά τον πολιτικό σχολιαστή της μεγαλύτερης σε κυκλοφορία εφημερίδας της Μαδρίτης «ABC», στο φύλλο της δύο ημέρες μετά τη διακοπή των αμερικανοκουβανικών διπλωματικών σχέσεων (3 Ιανουαρίου 1961), ο «Φιντέλ Κάστρο, πιθανώς μη κομμουνιστής, εν κυριολεξία ετέθη εις την υπηρεσίαν ομάδος ων κύριος σκοπός είναι η υπονόμευσις επιρροής, κύρους και ζωτικών συμφερόντων της Δύσεως. Κούβα μετετράπη εις πολιτικήν και στρατιωτικήν βάσιν Μόσχας και Πεκίνου εν τω δυτικώ ημισφαιρίω» έγραφε σε έγγραφό του (ΑΠ 19, 5.1.1961) αντί τηλεγραφήματος ο έλληνας πρέσβης Γ. Ορφανίδης. Και συμπλήρωνε: «Το μόνο όπερ δύναταί τις να είπη εις βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών είναι μεγάλη υπομονή ην επέδειξεν έναντι επανειλημμένων προκλήσεων κυβερνήσεως Αβάνας. Φιλοσοβιετική προπαγάνδα Φιντέλ Κάστρο αποτελεί λίαν σοβαρόν κίνδυνον διά πάσαν Αμερικανικήν Ηπειρον...». Το χρονικό μιας προαναγγελθείσης επιθέσεως
* Στις 3 Ιανουαρίου 1961 ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ ανακοινώνει τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κούβας.
* Στις 4 Ιανουαρίου, την επομένη δηλαδή, ο υπουργός Εξωτερικών της Κούβας Ραούλ Ρόα καταγγέλλει ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας ότι οι ΗΠΑ και οι «μισθοφόροι» τους ετοιμάζουν εισβολή επί κουβανικού εδάφους (πρέσβης I. Γκούρας από Νέα Υόρκη, ΑΠ 20, 4.1.1961, KY φάκ. 16, υποφάκ. 2). Είχε προηγηθεί, στις 30 Δεκεμβρίου 1960, αίτηση της Κούβας περί συγκλήσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας και εκτενής επιστολή του κουβανού ΥΠΕΞ προς τα Ηνωμένα Εθνη για τον κίνδυνο που διέτρεχε η Κούβα (ΑΠ 63, 11.1.1961, Γκούρας προς έλληνα ΥΠΕΞ Ευ. Αβέρωφ-Τοσίτσα).
* Στις 16 Ιανουαρίου του ιδίου έτους το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοινώνει ότι στο εξής μετάβαση αμερικανών πολιτών στην Κούβα θα επιτρέπεται μόνο κατόπιν ειδικής εγκρίσεως.
«...Δοθέντος ότι μέχρι τούδε παρόμοιας φύσεως απαγόρευσις ίσχυε μόνον ως προς την Αλβανίαν, Βόρειον Κορέαν, Ερυθράν Κίνα και Βόρειον Βιετνάμ, εν τοις πράγμασι η Κούβα εξομοιούται προς τας μη αναγνωριζομένας υπό των ΗΠΑ χώρας του ανατολικού συνασπισμού» έγραφε ο πρέσβης A.Σ. Λιάτης από την Ουάσιγκτον (ΑΠ 256/B.19, 23.1.1961).
* Στις 23 Φεβρουαρίου 1961 ο κουβανός ΥΠΕΞ P. Ρόα κυκλοφορεί νέα επιστολή στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με νέες καταγγελίες για σχεδιαζόμενη αμερικανική επιβουλή κατά της χώρας του. Τελικά η εισβολή επιχειρείται στις 17 Απριλίου 1961 από την αμφισβητούμενης κυριαρχίας νήσο του Κύκνου, στα ανοιχτά της Ονδούρας, και αποτυγχάνει. H σθεναρή αντίσταση του κουβανικού λαού, και κυρίως της αγροτιάς και της υπαίθρου που είχε ευεργετηθεί από τα μέτρα του Κάστρο, η ανοργανωσιά των εισβολέων και η έλλειψη συντονισμού στις κινήσεις τους ήταν οι αιτίες που το εγχείρημα απέτυχε. Στη συνέχεια, και ενώ οι ΗΠΑ διακήρυτταν ότι δεν είχαν καμία ανάμειξη, έγινε η μεγάλη αποκάλυψη που προκάλεσε την αγανάκτηση της αμερικανικής κοινής γνώμης κατά του τότε αρχηγού της CIA Αλεν Ντάλες. Οργανα της CIA είχαν συλλάβει και περιορίσει κατ' οίκον προληπτικώς στο Μαϊάμι, εν όψει της σχεδιαζόμενης επιθέσεως, μέλη του Επαναστατικού Συμβουλίου της Κούβας, με αποτέλεσμα να μην μπορούν οι τελευταίοι να έρθουν σε επαφή και να συντονίσουν τους οπαδούς τους στην Κούβα (εφημ. «Ελευθερία», 24.4.1961, KY 1961). Τα αμερικανικά αρχεία
* Στις 12 Απριλίου 1961 ο πρόεδρος Κένεντι σε συνέντευξη Τύπου λίγο πριν από την εισβολή δήλωνε πως οι ΗΠΑ σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να στρέψουν τα στρατεύματά τους κατά της Κούβας. Μάλιστα αποκάλυπτε πως αντίθετα με όσα λέγονται ο Κάστρο είχε βοηθηθεί από τις ΗΠΑ να ανατρέψει τον Μπατίστα. (Συλλογή αμερικανικών αρχείων Documents on American Foreign Relations 1961, 6. 454-455, εγγρ. 123). Σε έκθεσή του όμως ο έλληνας πρέσβης στην Ουάσιγκτον I. Λιάτης εκτιμούσε ότι η δήλωση αυτή εγένετο «επί σκοπώ προϊδεασμού κοινής γνώμης αλλά και εκ προτέρων καθορισμού αμερικανικής στάσεως».
* Στις 17 Απριλίου, την ημέρα του αποτυχημένου εγχειρήματος, ο αμερικανός ΥΠΕΞ Ντιν Ρασκ σε συνέντευξη Τύπου δήλωνε ότι τα γεγονότα στην Κούβα αφορούσαν αποκλειστικά τον Κάστρο και τον κουβανικό λαό και πως οι ΗΠΑ δεν είχαν καμία σχέση με το ζήτημα (έγγραφο 124 στον ίδιο τόμο).
* Στις 18 Απριλίου, σε απάντηση μηνύματος Χρουστσόφ, ο Κένεντι θα μιλήσει για παρεξήγηση, ότι επρόκειτο καθαρά για πρωτοβουλία κάποιων τολμηρών από τους 100.000 κουβανούς πρόσφυγες επί αμερικανικού εδάφους και ότι οι ΗΠΑ ανησυχούν για την υπόθεση της παγκόσμιας ειρήνης που απειλείται με επεισόδια όπως αυτά (έγγραφο 125, b, 6. 457, Documents on American Foreign Relations 1961). H διεθνής αντίδραση
Από το 1950 η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ανατολής και Δύσης στην Ευρώπη είχε παγιωθεί. Ωστόσο, ενώ οι ρίζες του Ψυχρού Πολέμου βρίσκονταν μέσα στην ίδια την ταλαιπωρημένη από τον πόλεμο ήπειρο, η ένταση ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα εκδηλωνόταν σε άλλες περιοχές. Ο πόλεμος στην Κορέα είχε στρέψει στη δεκαετία του 1950 το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας στην Απω Ανατολή. Τη δεκαετία του 1960 σειρά είχε η Κούβα. Τα γεγονότα του 1961, όπως και ο παρ' ολίγον πόλεμος στην κρίση του 1962, έκαναν τον κόσμο να παγώσει. Στην αρχή καμία χώρα δεν πήρε θέση, μηδέ των συμμάχων των ΗΠΑ εξαιρουμένων. H Γαλλία, η M. Βρετανία και η Ισπανία, όπως φαίνεται από τις πρεσβευτικές εκθέσεις των ελλήνων πρέσβεων B. Καλευρά, Γ. Σεφεριάδη και Γ. Ορφανίδη, απέδιδαν «ελαφρότητα επικίνδυνη διά την παγκόσμιον ειρήνην» στις ΗΠΑ. Αυτό το πιστοποιούσε από συνομιλίες με ομολόγους του, ξένους πρέσβεις στην Ουάσιγκτον, ο εκεί έλληνας πρέσβης A. Λιάτης. Ο τελευταίος μάλιστα εκτιμούσε ότι το εγχείρημα στον Κόλπο των Χοίρων στράφηκε υπέρ της Σοβιετικής Ενωσης τελικά, αφού την 1 Μαΐου 1961 ο Κάστρο ανακήρυσσε την Κούβα σοσιαλιστικό κράτος και δήλωνε κυνικά πως είναι έτοιμος να ανταλλάξει 1.500 Κουβανούς αντεπαναστάτες με 500 εκσκαφείς που τόσο είχε ανάγκη η χώρα του! (Λιάτης από Ουάσιγκτον προς ΥΠΕΞ, ΑΠ 2081/B/19, 1.6.1961.)
Το περίφημο δόγμα «Κένεντι», που υποστήριζε ότι μια μικρή χώρα δεν μπορεί να απειλεί μια γειτονική μεγάλη χώρα και να της αφαιρεί το δικαίωμα να επεμβαίνει, είχε ανησυχήσει σφόδρα τόσο τη Νορβηγία όσο και την Ελλάδα, που διατηρούσαν πυρηνικές αμερικανικές βάσεις στο έδαφός τους και περίμεναν, ιδιαίτερα η πρώτη λόγω γειτνίασης με την ΕΣΣΔ, απροκάλυπτη επίθεση της Μόσχας ανάλογη εκείνης της Ουάσιγκτον προς την Κούβα.
Θέση απέφυγε να πάρει και ο Νεχρού. Σε έκθεση του έλληνα πρέσβη Χατζηβασιλείου από το Νέο Δελχί, ο Νεχρού φέρεται να είπε «ναι μεν, αλλά η θέσις της Ινδίας την στιγμήν ταύτην είναι τοιαύτη ώστε...» και έκανε... «τόσον προς τον κ. Κέννεντυ όσον και προς τον κ. Χρουστσώφ έκκλησιν ίνα καθήσουν ήσυχα, καθ' όσον η ενθάρρυνσις εισβολής έξωθεν φαίνεται να είναι το είδος της επεμβάσεως όπερ θα ηδύνατο να οδηγήση εις την δημιουργίαν άλλων προβλημάτων».
Στη χώρα μας, όπως φαίνεται από την πληθώρα διαμαρτυριών επαγγελματικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων που ζητούσαν την απομάκρυνση των αμερικανικών πυρηνικών βάσεων, επικράτησε μεγάλος φόβος και ανησυχία.
Ήταν φανερό πως είχε ξεκινήσει η πιο δύσκολη φάση του Ψυχρού Πολέμου. ΑΠΟ ΤΟ http://www.tovima.gr/
Ανάμεσα στις πολλές απόπειρες δολοφονίας του Κάστρο, η εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων αλλά και η εγκατάσταση σοβιετικών πυραύλων στο έδαφος της Κούβας το 1962 ήταν οι αιτίες της μεγαλύτερης έντασης που παρατηρήθηκε ποτέ στις αμερικανοσοβιετικές σχέσεις οδηγώντας, στη δεύτερη περίπτωση, ως τα πρόθυρα του πολέμου. Ο Κάστρο αποκατέστησε το 1960 διπλωματικές σχέσεις με τη Σοβιετική Ενωση, η οποία αποτέλεσε έκτοτε τον βασικότερο συνεργάτη στο εμπόριο και την κυριότερη πηγή κεφαλαίων και στρατιωτικών προμηθειών για την Κούβα.
Με τον Ψυχρό Πόλεμο στο απόγειό του οι ΗΠΑ αναγνώρισαν στον Κάστρο και στο καθεστώς του την επιλογή μιας πολιτικής που συνιστούσε μόνιμη απειλή και πηγή ανησυχίας για την ειρήνη στην περιοχή. Κατά τον πολιτικό σχολιαστή της μεγαλύτερης σε κυκλοφορία εφημερίδας της Μαδρίτης «ABC», στο φύλλο της δύο ημέρες μετά τη διακοπή των αμερικανοκουβανικών διπλωματικών σχέσεων (3 Ιανουαρίου 1961), ο «Φιντέλ Κάστρο, πιθανώς μη κομμουνιστής, εν κυριολεξία ετέθη εις την υπηρεσίαν ομάδος ων κύριος σκοπός είναι η υπονόμευσις επιρροής, κύρους και ζωτικών συμφερόντων της Δύσεως. Κούβα μετετράπη εις πολιτικήν και στρατιωτικήν βάσιν Μόσχας και Πεκίνου εν τω δυτικώ ημισφαιρίω» έγραφε σε έγγραφό του (ΑΠ 19, 5.1.1961) αντί τηλεγραφήματος ο έλληνας πρέσβης Γ. Ορφανίδης. Και συμπλήρωνε: «Το μόνο όπερ δύναταί τις να είπη εις βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών είναι μεγάλη υπομονή ην επέδειξεν έναντι επανειλημμένων προκλήσεων κυβερνήσεως Αβάνας. Φιλοσοβιετική προπαγάνδα Φιντέλ Κάστρο αποτελεί λίαν σοβαρόν κίνδυνον διά πάσαν Αμερικανικήν Ηπειρον...». Το χρονικό μιας προαναγγελθείσης επιθέσεως
* Στις 3 Ιανουαρίου 1961 ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ ανακοινώνει τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κούβας.
* Στις 4 Ιανουαρίου, την επομένη δηλαδή, ο υπουργός Εξωτερικών της Κούβας Ραούλ Ρόα καταγγέλλει ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας ότι οι ΗΠΑ και οι «μισθοφόροι» τους ετοιμάζουν εισβολή επί κουβανικού εδάφους (πρέσβης I. Γκούρας από Νέα Υόρκη, ΑΠ 20, 4.1.1961, KY φάκ. 16, υποφάκ. 2). Είχε προηγηθεί, στις 30 Δεκεμβρίου 1960, αίτηση της Κούβας περί συγκλήσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας και εκτενής επιστολή του κουβανού ΥΠΕΞ προς τα Ηνωμένα Εθνη για τον κίνδυνο που διέτρεχε η Κούβα (ΑΠ 63, 11.1.1961, Γκούρας προς έλληνα ΥΠΕΞ Ευ. Αβέρωφ-Τοσίτσα).
* Στις 16 Ιανουαρίου του ιδίου έτους το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοινώνει ότι στο εξής μετάβαση αμερικανών πολιτών στην Κούβα θα επιτρέπεται μόνο κατόπιν ειδικής εγκρίσεως.
«...Δοθέντος ότι μέχρι τούδε παρόμοιας φύσεως απαγόρευσις ίσχυε μόνον ως προς την Αλβανίαν, Βόρειον Κορέαν, Ερυθράν Κίνα και Βόρειον Βιετνάμ, εν τοις πράγμασι η Κούβα εξομοιούται προς τας μη αναγνωριζομένας υπό των ΗΠΑ χώρας του ανατολικού συνασπισμού» έγραφε ο πρέσβης A.Σ. Λιάτης από την Ουάσιγκτον (ΑΠ 256/B.19, 23.1.1961).
* Στις 23 Φεβρουαρίου 1961 ο κουβανός ΥΠΕΞ P. Ρόα κυκλοφορεί νέα επιστολή στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με νέες καταγγελίες για σχεδιαζόμενη αμερικανική επιβουλή κατά της χώρας του. Τελικά η εισβολή επιχειρείται στις 17 Απριλίου 1961 από την αμφισβητούμενης κυριαρχίας νήσο του Κύκνου, στα ανοιχτά της Ονδούρας, και αποτυγχάνει. H σθεναρή αντίσταση του κουβανικού λαού, και κυρίως της αγροτιάς και της υπαίθρου που είχε ευεργετηθεί από τα μέτρα του Κάστρο, η ανοργανωσιά των εισβολέων και η έλλειψη συντονισμού στις κινήσεις τους ήταν οι αιτίες που το εγχείρημα απέτυχε. Στη συνέχεια, και ενώ οι ΗΠΑ διακήρυτταν ότι δεν είχαν καμία ανάμειξη, έγινε η μεγάλη αποκάλυψη που προκάλεσε την αγανάκτηση της αμερικανικής κοινής γνώμης κατά του τότε αρχηγού της CIA Αλεν Ντάλες. Οργανα της CIA είχαν συλλάβει και περιορίσει κατ' οίκον προληπτικώς στο Μαϊάμι, εν όψει της σχεδιαζόμενης επιθέσεως, μέλη του Επαναστατικού Συμβουλίου της Κούβας, με αποτέλεσμα να μην μπορούν οι τελευταίοι να έρθουν σε επαφή και να συντονίσουν τους οπαδούς τους στην Κούβα (εφημ. «Ελευθερία», 24.4.1961, KY 1961). Τα αμερικανικά αρχεία
* Στις 12 Απριλίου 1961 ο πρόεδρος Κένεντι σε συνέντευξη Τύπου λίγο πριν από την εισβολή δήλωνε πως οι ΗΠΑ σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να στρέψουν τα στρατεύματά τους κατά της Κούβας. Μάλιστα αποκάλυπτε πως αντίθετα με όσα λέγονται ο Κάστρο είχε βοηθηθεί από τις ΗΠΑ να ανατρέψει τον Μπατίστα. (Συλλογή αμερικανικών αρχείων Documents on American Foreign Relations 1961, 6. 454-455, εγγρ. 123). Σε έκθεσή του όμως ο έλληνας πρέσβης στην Ουάσιγκτον I. Λιάτης εκτιμούσε ότι η δήλωση αυτή εγένετο «επί σκοπώ προϊδεασμού κοινής γνώμης αλλά και εκ προτέρων καθορισμού αμερικανικής στάσεως».
* Στις 17 Απριλίου, την ημέρα του αποτυχημένου εγχειρήματος, ο αμερικανός ΥΠΕΞ Ντιν Ρασκ σε συνέντευξη Τύπου δήλωνε ότι τα γεγονότα στην Κούβα αφορούσαν αποκλειστικά τον Κάστρο και τον κουβανικό λαό και πως οι ΗΠΑ δεν είχαν καμία σχέση με το ζήτημα (έγγραφο 124 στον ίδιο τόμο).
* Στις 18 Απριλίου, σε απάντηση μηνύματος Χρουστσόφ, ο Κένεντι θα μιλήσει για παρεξήγηση, ότι επρόκειτο καθαρά για πρωτοβουλία κάποιων τολμηρών από τους 100.000 κουβανούς πρόσφυγες επί αμερικανικού εδάφους και ότι οι ΗΠΑ ανησυχούν για την υπόθεση της παγκόσμιας ειρήνης που απειλείται με επεισόδια όπως αυτά (έγγραφο 125, b, 6. 457, Documents on American Foreign Relations 1961). H διεθνής αντίδραση
Από το 1950 η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ανατολής και Δύσης στην Ευρώπη είχε παγιωθεί. Ωστόσο, ενώ οι ρίζες του Ψυχρού Πολέμου βρίσκονταν μέσα στην ίδια την ταλαιπωρημένη από τον πόλεμο ήπειρο, η ένταση ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα εκδηλωνόταν σε άλλες περιοχές. Ο πόλεμος στην Κορέα είχε στρέψει στη δεκαετία του 1950 το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας στην Απω Ανατολή. Τη δεκαετία του 1960 σειρά είχε η Κούβα. Τα γεγονότα του 1961, όπως και ο παρ' ολίγον πόλεμος στην κρίση του 1962, έκαναν τον κόσμο να παγώσει. Στην αρχή καμία χώρα δεν πήρε θέση, μηδέ των συμμάχων των ΗΠΑ εξαιρουμένων. H Γαλλία, η M. Βρετανία και η Ισπανία, όπως φαίνεται από τις πρεσβευτικές εκθέσεις των ελλήνων πρέσβεων B. Καλευρά, Γ. Σεφεριάδη και Γ. Ορφανίδη, απέδιδαν «ελαφρότητα επικίνδυνη διά την παγκόσμιον ειρήνην» στις ΗΠΑ. Αυτό το πιστοποιούσε από συνομιλίες με ομολόγους του, ξένους πρέσβεις στην Ουάσιγκτον, ο εκεί έλληνας πρέσβης A. Λιάτης. Ο τελευταίος μάλιστα εκτιμούσε ότι το εγχείρημα στον Κόλπο των Χοίρων στράφηκε υπέρ της Σοβιετικής Ενωσης τελικά, αφού την 1 Μαΐου 1961 ο Κάστρο ανακήρυσσε την Κούβα σοσιαλιστικό κράτος και δήλωνε κυνικά πως είναι έτοιμος να ανταλλάξει 1.500 Κουβανούς αντεπαναστάτες με 500 εκσκαφείς που τόσο είχε ανάγκη η χώρα του! (Λιάτης από Ουάσιγκτον προς ΥΠΕΞ, ΑΠ 2081/B/19, 1.6.1961.)
Το περίφημο δόγμα «Κένεντι», που υποστήριζε ότι μια μικρή χώρα δεν μπορεί να απειλεί μια γειτονική μεγάλη χώρα και να της αφαιρεί το δικαίωμα να επεμβαίνει, είχε ανησυχήσει σφόδρα τόσο τη Νορβηγία όσο και την Ελλάδα, που διατηρούσαν πυρηνικές αμερικανικές βάσεις στο έδαφός τους και περίμεναν, ιδιαίτερα η πρώτη λόγω γειτνίασης με την ΕΣΣΔ, απροκάλυπτη επίθεση της Μόσχας ανάλογη εκείνης της Ουάσιγκτον προς την Κούβα.
Θέση απέφυγε να πάρει και ο Νεχρού. Σε έκθεση του έλληνα πρέσβη Χατζηβασιλείου από το Νέο Δελχί, ο Νεχρού φέρεται να είπε «ναι μεν, αλλά η θέσις της Ινδίας την στιγμήν ταύτην είναι τοιαύτη ώστε...» και έκανε... «τόσον προς τον κ. Κέννεντυ όσον και προς τον κ. Χρουστσώφ έκκλησιν ίνα καθήσουν ήσυχα, καθ' όσον η ενθάρρυνσις εισβολής έξωθεν φαίνεται να είναι το είδος της επεμβάσεως όπερ θα ηδύνατο να οδηγήση εις την δημιουργίαν άλλων προβλημάτων».
Στη χώρα μας, όπως φαίνεται από την πληθώρα διαμαρτυριών επαγγελματικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων που ζητούσαν την απομάκρυνση των αμερικανικών πυρηνικών βάσεων, επικράτησε μεγάλος φόβος και ανησυχία.
Ήταν φανερό πως είχε ξεκινήσει η πιο δύσκολη φάση του Ψυχρού Πολέμου. ΑΠΟ ΤΟ http://www.tovima.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου