Το Κρεμλίνο και η Κόκκινη Πλατεία
Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο πρόεδρος της ρωσικής ομοσπονδίας Μπόρις Γιέλτσιν καταπιάστηκε με ένα φιλόδοξο σχέδιο για την αναστήλωση του Μεγάλου Ανακτόρου στην αρχική του λαμπρότητα. Κατασκευασμένο μεταξύ 1838 και 1849 μέσα στο Κρεμλίνο (από το κριέμλ, φρούριο) από τον αρχιτέκτονα Κονσταντίν Τον για τον Νικόλαο Α΄, το μεγάλο ανάκτορο – που στοίχισε το τεράστιο ποσό των 12 εκ. ρουβλίων – ήταν το πρώην αυτοκρατορικό ανάκτορο των τσάρων και των Ρώσων πριγκίπων μέχρι τη Ρωσική Επανάσταση τον Οκτώβριο του 1917. Ανίκανος να ανεχθεί τη δόξα της τσαρικής Ρωσίας, ο Στάλιν διέταξε την καταστροφή μερικών από τους πιο αντιπροσωπευτικούς χώρους της περιοχής μεταξύ 1932 και 1934, μεταξύ των οποίων και των χώρων του Αγίου Ανδρέα και του Αγίου Αλεξάνδρου. Στη θέση τους εγκαταστάθηκαν το Ανώτατο Σοβιέτ και οι εκπρόσωποι της ρωσικής ομοσπονδίας σε μια περιοχή που έχει έκταση 80Χ20 μέτρα και χωρητικότητα 3.000 θέσεων. Χάρη σρις φωτογραφίες του αρχικού σχεδίου που βρέθηκαν στα βασιλικά αρχεία του πύργου του Γουίντσορ στη Μεγάλη Βρετανία, με τη χρηματοδότηση 300 εκ. δολαρίων και την εργασία 2.500 ανθρώπων, οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 2000 με περίπλοκες διακοσμήσεις από γυψομάρμαρο και επίχρυσα διαζώματα. Το ανάκτορο εμφάνισε για μια ακόμη φορά τη μεγαλοπρέπεια της δυναστείας των Ρομανόφ. Αφήνοντας κατά μέρος τις ναπολεόντειες φιλοδοξίες των τσάρων, πρέπει να λεχθεί ότι το Κρεμλίνο ήταν επί αιώνες το κέντρο της πολιτικής και θρησκευτικής ζωής της Ρωσίας. Σε αυτό το μέρος κατοικούσαν οι τσάροι, οι πρίγκιπες και οι πατριάρχες της Ορθόδοξης Εκκλησίας και εδώ οι τσάροι συνέχισαν να στρέφονται ακόμη και όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Αγία Πετρούπολη από τον Μεγάλο Πέτρο στις αρχές του 18ου αιώνα. Η μεγαλοπρεπής Κόκκινη Πλατεία μπροστά από το Κρεμλίνο ήταν ο τόπος όπου λάμβαναν χώρα οι στρατιωτικές παρελάσεις σε ανάμνηση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Και στο Μεγάλο Ανάκτορο – παρά την αποστροφή του Στάλιν – ο Νικήτα Χρουστσόφ παρασημοφόρησε τον Γιούρι Γκαγκάριν μετά την επιστροφή του από το διάστημα το 1961 και ύστερα από την πρώτη τροχιά που πραγματοποίησε ο άνθρωπος γύρω από τη γη. Τα παλαιότερα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή της Μόσχας χρονολογούνται από την Εποχή του Χαλκού, όμως τα πρώτα ίχνη από τις σλαβικές αποικίες δεν είναι παλαιότερα από τον 11ο αιώνα. Αυτή την περίοδο άρχισε και η κατασκευή ενός οχυρωμένου χωριού σε μια περιοχή που κάλυπτε λιγότερο από 5 εκτάρια στον λόφο Μποροβίτσκαγια, ένα ακρωτήριο στη συμβολή των ποταμών Νεγκλίναγια και Μόσκβα. Το 1147 υπό την ηγεσία του Γιούρι Ντολγκορούκι, πρίγκιπα του Κιέβου, αυτό το πρώτο χωριό επεκτάθηκε έξω από τον περιορισμό των τειχών και την ίδια περίοδο ιδρύθηκε η πόλη της Μόσχας. Μόλις τον 14ο αιώνα όμως, στη διάρκεια της βασιλείας του Ιβάν Καλίτα, το φρούριο άρχισε να θεωρείται ξεχωριστή ζώνη, διοικητικός πυρήνας της πόλης. Το 1367-1368, ο πρίγκιπας Ντιμίτρι Ντονσκόι κατασκεύασε ένα μεγάλο οχυρό με λευκά τείχη και ψηλούς πύργους με αποτέλεσμα η Μόσχα να γίνει γνωστή σαν «πόλη με τα λευκά τείχη». Μεταξύ 1485 και 1495, όταν ανακατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου από τον Ιβάν Γ΄ τον Μεγάλο, τσάρο πάσων των Ρωσιών, το Κρεμλίνο άρχισε να παίρνει τη σημερινή του μορφή. Τα λευκά τείχη αντικαταστάθηκαν από οχυρωματικά έργα με επάλξεις σε μήκος μεγαλύτερο του χιλιομέτρου, όπου υπήρχαν 20 πύργοι στις γωνίες και στις διάφορες εισόδους. Τα δημόσια και τα θρησκευτικά κτίρια μέσα στην περίκλειστη περιοχή (που είχε έκταση 28 εκτάρια) χρονολογούνται από διαφορετικές περιόδους και σχεδιάστηκαν από αρχιτέκτονες διαφορετικών εθνικοτήτων. Κατά τον 15ο και 16ο αιώνα μερικά από τα έργα ανατέθηκαν σε Ιταλούς αρχιτέκτονες, όπως ο Μάρκο Φριαζίν, ο Πιέτρο Αντόνιο Σολάρι και ο Αριστοτέλης Φιοραβάντι. Εισερχόμενοι στο Κρεμλίνο από τον πύργο Τρόιτσκαγια, τον δεύτερο σε σπουδαιότητα που αντικρίζει τον κήπο Αλεξαντρόφσκι, βλέπουμε στα αριστερά το Οπλοστάσιο που είναι έδρα της στρατιωτικής φρουράς του Κρεμλίνου. Μπροστά από το κτίριο, που υποτίθεται ότι είχε γίνει μουσείο του πατριωτικού πολέμου του 1812 στη διάρκεια των μέσων του 19ου αιώνα, υπάρχουν περισσότερα από 800 κανόνια που είχαν καταληφθεί από τον στρατό του Ναπολέοντα την ίδια εκείνη χρονιά. Δίπλα βρίσκεται η Σύγκλητος που κατασκευάστηκε μεταξύ 1776 και 1787 και η οποία σήμερα αποτελεί κατοικία του προέδρου της ρωσικής ομοσπονδίας. Το Ανάκτορο των Συνεδρίων βρίσκεται απέναντι από αυτά τα δύο κτίρια. Κατασκευασμένο το 1961 κατά τη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου, είναι το μόνο αρχιτεκτονικό συγκρότημα στο Κρεμλίνο που φαίνεται εκτός τόπου, όμως ευτυχώς ο Χρουστσόφ το είχε φτιάξει 15 μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, ώστε να μην εμποδίζεται η θέα των άλλων κτιρίων. Ακόμη πιο πέρα στην πλατεία Ιβανόφσκαγια δεσπόζει ένα κωδωνοστάσιο που ολοκληρώθηκε το 1600 με ύψος 81 μέτρα και είναι το ψηλότερο κτίριο στη Ρωσία μέχρι σήμερα. Στη βάση του υπάρχει η «Καμπάνα του Τσάρου», ένα επιβλητικό μπρούτζινο έργο από τους ιδρυτές της Μόσχας, το οποίο με ύψος 6 μέτρα και με βάρος 220 τόνους είναι η μεγαλύτερη καμπάνα στον κόσμο. Μετά από μια πυρκαγιά που ξέσπασε το 1737 έπεσε από τη βάση της και έσπασε στα δύο. Έναν αιώνα αργότερα τοποθετήθηκε σε ένα βάθρο για να θυμίζει το λαμπρό γεγονός. Το παρακείμενο «Κανόνι του Τσάρου» είχε επίσης άτυχη μοίρα: το μεγαλύτερο κανόνι στον κόσμο με εσωτερική διάμετρο κυλίνδρου 900 χιλιοστά και βάρος 44 τόνους αποσύρθηκε από τη λειτουργία χωρίς να έχει ρίξει ούτε μια κανονιά. Στην πλατεία Σαμπόρναγια όπου κάποτε βρισκόταν ο πρώτος ναός της Μόσχας μπορεί κανείς να βρει την πνευματική και αρχιτεκτονική καρδιά του Κρεμλίνου. Κατασκευασμένος από τον Φιοραβάντι μεταξύ 1475 και 1479 για τον Ιβάν τον Μεγάλο, ο καθεδρικός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι το παλαιότερο και πιο εντυπωσιακό ιερό στην πλατεία. Εδώ γινόταν η στέψη των τσάρων, ανακοινώνονταν τα πιο σημαντικά διατάγματα και ενταφιάζονταν οι μητροπολίτες και οι πατριάρχες της Μόσχας. Πίσω από τον καθεδρικό ναό βρίσκεται η μικρή εκκλησία της Αποκαθήλωσης του Χιτώνα και δεξιά του, ο ναός των Δώδεκα Αποστόλων και τα Πατριαρχικά Ανάκτορα. Τις άλλες πλευρές της πλατείας μπορεί κανείς να δει τον καθεδρικό ναό του Ευαγγελισμού και τον καθεδρικό ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ με τρούλους σε σχήμα κρεμμυδιού. Έκαστος περιέχει θησαυρούς της ρωσικής εικονογραφίας και τοιχογραφίες από τεχνίτες όπως ο Αντρέι Ρουμπλιόφ. Πιο πέρα εμφανίζονται και άλλα ανάκτορα, όπως το Πολυεδρικό Ανάκτορο των Μ. Ρούφο και Πιέτρο Αντόνιο Σολάρι. Είναι το παλαιότερο δημόσιο κτίριο στο Κρεμλίνο και έλαβε την ονομασία του από τις ασυνήθεις λευκές πρισματικές πλευρές στην πρόσοψή του. Ακολούθως, υπάρχει το ανάκτορο Τέρεμ, που κατασκευάστηκε εκ νέου τον 17ο αιώνα από τους πρώτους κυβερνήτες της δυναστείας των Ρομανόφ, όπου φυλάσσεται μια συλλογή από τελετουργικούς θρόνους και το μουσείο Άρμορι, όπου διατηρούνται οι θησαυροί των τσάρων και ρωσική συλλογή διαμαντιών. Στο τμήμα του Κρεμλίνου που κυριαρχεί στην Κόκκινη Πλατεία δεσπόζει ο πύργος Σπασκάγια (Πύργος την Σωτήρων) που κατασκευάστηκε το 1491 από τον Πιέτρο Αντόνιο Σολάρι για τον Ιβάν τον Μεγάλο και έλαβε την ονομασία του από μια εικόνα σε ένα από τα τείχη του. Κατά το παρελθόν, όποιος περνούσε την πύλη έπρεπε να βγάζει το καπέλο του σε ένδειξη σεβασμού για τη μεγαλοπρέπεια του τόπου. Ακριβώς μπροστά από τον πύργο βρίσκεται ο ναός της Παρακλήσεως (ή ο καθεδρικός ναός του Αγίου Βασιλείου του Ευλογημένου), ίσως το πιο διάσημο μνημείο στην Κόκκινη Πλατεία. Η πλατεία δεν έχει λάβει την ονομασία της από τη σοβιετική ισχύ αλλά από τον όρο κράσνι, που σημαίνει υπέροχος στα ρωσικά και ο οποίος τώρα χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το «κόκκινο». Ο Ιβάν ο Τρομερός άρχισε την κατασκευή του καθεδρικού ναού σε ανάμνηση της κατάληψης του Καζάν, της πρωτεύουσας του βασιλείου των Τατάρων, οι οποίοι είχαν από μακρού εισβάλει και είχαν λεηλατήσει τη Μόσχα. Η βασιλική σχεδιάστηκε από Ρώσους αρχιτέκτονες, τον Μπάρμα και τον Πόστνικ, που την κατασκεύασαν βάσει 8 κυλινδρικών παρεκκλησίων τα οποία περιβάλλουν το ένατο και μεγαλύτερο που καλύπτεται από κεκλιμένη οροφή. Κάθε παρεκκλήσιο είναι αφιερωμένο σε μια από τις ορθόδοξες εορτές. Συμπληρώνοντας την περίμετρο της πλατείας υπάρχουν νεοκλασικά κτίρια, όπως εκείνο που στέγασε το πρώτο μεγάλο κατάστημα της Μόσχας, το Γκουμ, από το 1893. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, τα ίχνη του σοβιετικού καθεστώτος εξαφανίστηκαν αργά. Αν και ο τάφος του Λένιν εξακολουθεί να βρίσκεται στον Πύργο της Συγκλήτου, προσφάτως η Κόκκινη Πλατεία είδε επίσης να επανεμφανίζονται δύο «παλιές καινοτομίες» που είχαν αποσυρθεί από τη δεκαετία του 1920. Είναι η εκκλησία της Μαντόνας του Καζάν και οι θύρες της Αναστάσεως, οι οποίες είχαν μετακινηθεί μέχρι το 1995 για να επιτρέπουν στα άρματα μάχης να περνάνε κατά τη διάρκεια των μεγάλων στρατιωτικών παρελάσεων που γίνονταν στις 7 Νοεμβρίου κάθε χρόνο.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου