Άιρονμπριτζ Γκορτζ (Μεγάλη Βρετανία)
«Η άφιξη στο Κολμπρουκντέιλ μοιάζει με την είσοδο στον κύκλο της κολάσεως. Μια πυκνή στήλη καπνού υψώνεται από τα έγκατα της γης. Οι μηχανές φτύνουν σύννεφα ατμού. Ένα μαύρο νέφος υψώνεται από την καπνοδόχο των χυτηρίων. Στο μέσο αυτής της σκοτεινιάς κατέβηκα στις όχθες του Σέβερν που ρέει ήρεμα ανάμεσα σε δύο λόφους και βρέθηκα μπροστά σε μια γέφυρα κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου από σίδερο. Η νύχτα έπεφτε γοργά και η θέα έμοιαζε με πόρτα που ανοίγει στο μυστήριο»…
Αυτή ήταν η περιγραφή του Άιρονμπριτζ Γκορτζ από κάποιον άγνωστο Ιταλό ταξιδιώτη το 1787. Τα φαράγγια του Σέβερν, του μεγαλύτερου ποταμού της Μεγάλης Βρετανίας που εκτείνεται σχεδόν 340 χιλιόμετρα μέσα στην καρδιά της Αγγλίας, είναι πλούσια σε άνθρακα και σίδηρο. Στις αρχές του 18ου αιώνα αποτέλεσαν την κοιτίδα για την αυγή της Βιομηχανικής Επανάστασης. Εδώ, ο Αβραάμ Ντάρμπι Α΄, ένας κουακέρος ιδιοκτήτης εργοστασίου σιδήρου ανακάλυψε μια μέθοδο για να μειώσει τα έξοδα της παραγωγής βελτιώνοντας εκ παραλλήλου την ποιότητα του σιδήρου με την ανάμιξή του με άνθρακα και δημιουργώντας ένα μίγμα – τον χυτοσίδηρο – του οποίου κατοχύρωσε την ευρεσιτεχνία το 1707. Αποτέλεσμα αυτής της εφεύρεσης ήταν η περιοχή Κολμπρουκντέιλ να λάβει την ονομασία της από την εταιρία του Ντάρμπι και να μετασχηματιστεί σε μια από πιο βαριές βιομηχανικές περιοχές σε ολόκληρο τον κόσμο. Μέσα σε διάστημα λίγων ετών το Σέβερν έγινε το δεύτερο πιο πυκνοκατοικημένο ποτάμι στην Ευρώπη από πλευράς κυκλοφορίας και τα εργοστάσια που είχαν κατασκευαστεί εκεί άρχισαν να παράγουν μηχανήματα κάθε είδους. Ο Τζον Γουίλκινσον κατασκεύασε το πρώτο πλοίο με μεταλλικό σκαρί και ο Τζέιμς Βατ καλούπωσε τους κυλίνδρους για τις ατμοκίνητες μηχανές του. Η επιτυχία της σιδηροβιομηχανίας εξασφάλιζε την προσέλκυση μηχανικών και εργατών στην περιοχή. Σπίτια, σχολεία, εκκλησίες και τράπεζες κατασκευάζονταν για τους νέους κατοίκους και έτσι δημιουργήθηκε ένα καινούργιο χωριό, το Κόλπορτ. Στο δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα πάντως, οι όχθες του Σέβερν έγιναν εμπόδιο στην εξέλιξη και ο αρχιτέκτων Τόμας Πρίτσαρντ πρότεινε την κατασκευή μιας γέφυρας για τη διευκόλυνση πρόσβασης στα εργοστάσια και για την αποφυγή των ιδιοτροπιών του καιρού που συχνά εμπόδιζε τη διάβαση του ποταμού. Το 1773 ο Αβραάμ Ντάρμοι Γ΄, εγγονός του εφευρέτη του χυτοσιδήρου, παρουσίασε ένα σχέδιο για το οποίο χρειάστηκε δύο έτη μελετών και το οποίο απαίτησε άλλα δύο χρόνια πριν αναληφθεί η κατασκευή του έργου. Το 1779 ολοκληρώθηκε τελικώς το Άιρονμπριτζ, η πρώτη γέφυρα από χυτοσίδηρο στον κόσμο. Είχε μόνο μια καμάρα με μήκος περίπου 30 μέτρα και ζύγιζε συνολικά 432 τόνους. Η παραγωγή και κατασκευή κόστισε 6.000 λίρες εκείνης της εποχής και περιλάμβανε 15 ίρες για να καλυφθούν τα έξοδα της μπίρας που προσφέρθηκε δωρεάν την ημέρα των εγκαινίων. Δεν υπάρχουν ίχνη από τα σχέδια για την κατασκευή της γέφυρας στα αρχεία του Κολμπρουκντέιλ, αν και κατά παράξενο τρόπο ανακαλύφθηκαν κάποια στη Σουηδία, ίσως επειδή η εντυπωσιακή κατασκευή τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον των μηχανικών και των επισκεπτών από ολόκληρο τον κόσμο και η περιοχή είχε γίνει τόπος «προσκυνήματος» για τους άνδρες της εποχής. Ο Αβραάμ Ντάρμπι Γ΄ έλαβε σωρηδόν παραγγελίες για γέφυρες σαν αυτή του Άιρονμπριτζ, από την Ουαλία μέχρι τη Τζαμάικα. Πάντως, το θαύμα της προόδου σύντομα φάνηκε να τίθεται σε κίνδυνο. Ήδη από το 1782 η γέφυρα άρχισε να παρουσιάζει κατασκευαστικά προβλήματα, αν και κατά τρόπο εκπληκτικό, ήταν η μόνη που αντιστάθηκε στις πλημμύρες του ποταμού Σέβερν το 1795. Μόλις 7 χρόνια αργότερα ξεκίνησε μια μεγάλη σειρά από έργα ανακατασκευής. Το 1926 προτάθηκε για πρώτη φορά η ιδέα της κατεδάφισης, επειδή εν τω μεταξύ η βιομηχανική παραγωγή είχε εν μέρει σταματήσει. Το 1930 η γέφυρα του Άιρονμπριτζ έκλεισε για την κυκλοφορία. Σαν από θαύμα, η σωτηρία έφτασε το 1967 όταν ιδρύθηκε η εταιρία για την αποκατάσταση του Άιρονμπριτζ, ένα ίδρυμα του οποίου σκοπός ήταν η διάσωση της ιστορικής κληρονομιάς της Βιομηχανικής Επανάστασης. Δύο χρόνια αργότερα εγκαινιάστηκε ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία ανοιχτού χώρου στη Μεγάλη Βρετανία στα γραφεία της εταιρίας Κολμπρουκντέιλ και σε μερικά σπίτια του Κόλπορτ, στα οποία άνθρωποι ντυμένοι με παραδοσιακές στολές ξαναζωντάνευαν τις ημέρες της ευημερίας της περιοχής.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «UNESCO – ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου