Η κατοικία Βίρτσμπουργκ (Γερμανία)
Σε ολόκληρη τη Γερμανία ο 17ος αιώνας ήταν φρικτός και σημαδεύτηκε από αιματοχυσίες. Ο Τριακονταετής Πόλεμος είχε φέρει πείνα και καταστροφές και η συνθήκη της Βεστφαλίας είχε μειώσει την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε απλό σύμβολο της δύναμης που είχε ήδη μετακομίσει αλλού. Πάντως, η αυγή του νέου αιώνα έφερε μαζί της τον αέρα της αισιοδοξίας η Πρωσία αναπτύχθηκε σε σημείο να δεσπόζει σε ολόκληρη την περιοχή και οι θρησκευτικές διαμάχες, οι οποίες από την εποχή του Λούθηρου είχαν δημιουργήσει εχθρότητες και φιλαυτίες, βρήκαν ειρηνική λύση.
Η Βαυαρία ήταν παράδειγμα αυτής της νέας εποχής. Τα μεγάλα δουκάτα του Μονάχου, τα αβαεία και οι πρίγκιπες-επίσκοποι συνήψαν συμφωνία που επέτρεπε σε όλους να επανέλθουν στην προηγούμενη δόξα τους. Χειροπιαστές αποδείξεις γι’ αυτά τα επιτεύγματα είναι τα πολλά δημόσια και εκκλησιαστικά κτίρια που κατασκευάστηκαν στις αρχές του 18ου αιώνα, περίοδο που άνθισε πλήρως ο ρυθμός μπαρόκ. Η γερμανική εκδοχή αυτού του αρχιτεκτονικού ρυθμού ήταν η τέλεια εκδήλωση του ενθουσιασμού που συνδεόταν με την αισιόδοξη διάθεση της εποχής.
Στο Βίρτσμπουργκ ο πρίγκιπας επίσκοπος Γιόχαν Φίλιπ Φραντς φον Σένμπορν προσκάλεσε τον Γιόχαν Μπαλτάζαρ Νόιμαν, τον πιο διάσημα αρχιτέκτονα της Γερμανίας, για να του σχεδιάσει μια μεγαλοπρεπή νέα κατοικία. Φαίνεται ότι κανένα πρόσωπο της υψηλής κοινωνίας δεν μπορούσε να ζήσει σε κτίριο που δεν είχε σχεδιαστεί από τον Νόιμαν. Ο αρχιτέκτων αποδέχθηκε το έργο και άρχισε τη δουλειά που διήρκεσε 20 χρόνια. Συνέδεσε την ευφυΐα του με εκείνη του Λούκας φον Χίλντεμπραντ, αρχιτέκτονα της αυλής στη Βιέννη, του Ρομπέρ ντε Κοτ από το Παρίσι και του Μαξιμίλιαν φον Βελτς, αρχιτέκτονα του εκλέκτορα του Μάιντς.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα κτίριο που θεωρήθηκε αριστούργημα του γερμανικού μπαρόκ, ρυθμός που επρόκειτο να οδηγήσει στο ακόμη πιο πληθωρικό και ευχάριστο ροκοκό. Με πρόσοψη σε ένα μεγάλο τετράγωνο, η κατοικία στο Βίρτσμπουργκ αποτελείται από τρία τμήματα που περικλείουν μια μεγάλη αυλή, ενώ και οι δύο πτέρυγες διαθέτουν εσωτερικές αυλές. Το πίσω μέρος του κτιρίου βλέπει σε έναν απέραντο κήπο, όπου τεράστια αγάλματα στολίζουν τα παρτέρια. Ο Νόιμαν σχεδίασε την κατασκευή ώστε να την χαρακτηρίζει η εναλλαγή ευθειών γραμμών και καμπυλών. Η μονοτονία αποφεύγεται από τη συνεχή κίνηση γεμάτων και άδειων χώρων, κιγκλιδωμάτων και αγαλμάτων. Πάντως, το σημείο που ενέπνευσε τη μεγαλύτερη φαντασία του αρχιτέκτονα ήταν το εσωτερικό του κτιρίου.
Η μάλλον σκοτεινή είσοδος με τη χαμηλή οροφή είναι ένα είδος αστείου που επινόησε ο Νόιμαν ώστε να καταπλήξει ακόμη περισσότερο τον επισκέπτη στη θέα της κύριας σκάλας, ένα έργο κυκλώπειο στο οποίο συνδέονται άριστα η δημιουργικότητα και η μηχανική επιδεξιότητα.
Στη διάρκεια του σταδίου της τελικής κατασκευής ο Νόιμαν χρειάστηκε έναν διακοσμητή για να συμπληρώσει την αίσθηση του θαύματος των αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών που είχε δημιουργήσει. Επέλεξε τον Ελβετό καλλιτέχνη Αντόνιο Μπόσι που εθεωρείτο δεξιοτέχνης στις εργασίες με γυψομάρμαρο. Το 1746 το κτίριο ήταν έτοιμο, αν και ήταν απαραίτητη η αναμονή επί 4 ακόμη έτη για την άφιξη του Βενετού καλλιτέχνη ο οποίος επρόκειτο να κάνει το Βίρτσμπουργκ την πιο ζηλευτή κατοικία στη Γερμανία. Συνοδευόμενος από τους γιους του, Τζαντομένικο και Λορέντσο, ο Τζοβάν Μπατίστα Τιέπολο εργάστηκε επί 3 συναπτούς χειμώνες για να φτιάξει τις τοιχογραφίες στις οροφές με υπέροχες απεικονίσεις από επεισόδια προερχόμενα από την ιστορία της πόλης που εξυμνούσαν τη μεγαλοσύνη των κυβερνητών της.
Στη θολωτή στέγη πάνω από την κύρια σκάλα, ο Τιέπολο δημιούργησε μια αλληγορία όπου υπήρχαν εκατοντάδες μυθολογικές μορφές, άγγελοι και ζώα σαν φόρο τιμής στις 4 ηπείρους που είχαν επισκεφτεί οι πρίγκιπες επίσκοποι του Σένμπορν στη διάρκεια της ένδοξης ιστορίας της οικογένειας. Στον κεντρικό στρογγυλό ανάγλυφο χώρο της οροφής στο Κάιζερσααλ (αίθουσα υποδοχής), ο καλλιτέχνης απεικόνισε τον γάμο του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α΄ Μπαρμπαρόσα με τη Βεατρίκη της Βουργουνδίας που έγινε το 1156 στο Βίρτσμπουργκ το οποίο αναβαθμίστηκε σε επισκοπή για την περίσταση. Στην τοιχογραφία, ο Απόλλων οδηγεί τη νύφη στο πλευρό του άρχοντα, ενώ το φως του ήλιου διαπερνά τα σύννεφα και φωτίζει το γαλάζιο του ουρανού.
Στην οροφή του Γκάρτενσααλ, που υποστηρίζεται από μια κιονοστοιχία που βοηθάει στη διαπλάτυνση του χώρου και έτσι δημιουργεί αντίθεση με τον κήπο τον οποίο αντικρίζει, ο Τιέπολο ζωγράφισε μια βουκολική σκηνή με σάτυρους, ναϊάδες, κυνηγούς και βοσκούς.
Μια αεροπορική επιδρομή την 16η Μαρτίου 1945 κατέστρεψε το 80% της πόλης. Η φωτιά που προκλήθηκε από τις βόμβες έφτασε στη βασιλική κατοικία, όμως η άμεση βοήθεια έσωσε τις τοιχογραφίες και την κύρια σκάλα. Στα επόμενα χρόνια, η προσεκτική ανακατασκευή αποκατέστησε το κτίριο στη λαμπρή κατάσταση που βρισκόταν στη διάρκεια της ευτυχισμένης εποχής του μπαρόκ.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «UNESCO – ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου